Το βιβλίο του Βλάση Δ. Αλμπάνη «Οι δρόμοι των εφημερίδων – Η ιστορία της διακίνησης του ελληνικού Τύπου από το 1875 μέχρι σήμερα», που μόλις επανεκδόθηκε, είναι μια εξιστόρηση του αγώνα που έκαναν οι εφημεριδοπώλες και στη συνέχεια τα πρακτορεία διανομής για να φτάσει ο Τύπος και στο τελευταίο χωριό της χώρας.
Υπήρξαν εποχές που ο Τύπος δεν κατέγραφε απλώς την Ιστορία αλλά σε μερικές περιπτώσεις την έγραφε κιόλας. Εποχές που δεν υπήρχε τηλεόραση ή ραδιόφωνο, πόσο μάλλον το διαδίκτυο, και η ενημέρωση γινόταν αποκλειστικά από τις εφημερίδες. Ομως ο Τύπος δεν είναι μόνο οι εκδότες του, αλλά κυρίως οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτόν. Δημοσιογράφοι, συντάκτες, σελιδοποιοί, τυπογράφοι.
Τι γίνεται όμως όταν η εφημερίδα βγαίνει από το πιεστήριο; Πώς φτάνει στους αναγνώστες; Αυτό το ταξίδι, τον αγώνα που έκαναν οι εφημεριδοπώλες και στη συνέχεια τα πρακτορεία διανομής στη διάδοση της πληροφορίας για να φτάσει η εφημερίδα και στο τελευταίο χωριό της χώρας εξιστορεί το βιβλίο του Βλάση Δ. Αλμπάνη «Οι δρόμοι των εφημερίδων. Η ιστορία της διακίνησης του ελληνικού Τύπου από το 1875 μέχρι σήμερα» που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις «γράμμα».
Στις 275 σελίδες του παρακολουθεί κανείς την ιστορική πορεία του Τύπου, από την πρώτη έκδοση ελληνικού φύλλου στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1784, του οποίου απαγορεύτηκε η κυκλοφορία για να μη δυσαρεστηθούν οι Οθωμανοί, ή την πρώτη έντυπη καταγραφή του αγώνα της ανεξαρτησίας στα «Ελληνικά Χρονικά» του Μάγερ στο Μεσολόγγι το 1824-1826, αλλά και άλλες ανάλογες, ενδιαφέρουσες πληροφορίες για να διαπιστώσει ο αναγνώστης κατά πόσο η ιστορία του Τύπου αντανακλά την ιστορία της χώρας. Διαβάζει για εκδότες που έγραψαν Ιστορία, όπως τον Νίκο Θεοφανίδη (1900-1987) των περιοδικών «Ρομάντζο», «Πάνθεον», «Βεντέτα», τον Ευάγγελο Τερζόπουλο με τη «Γυναίκα» αλλά και το «Μίκι Μάους», τον Στέλιο Ανεμοδουρά (1917-2000), δημιουργό του «Μικρού Ηρωα» κι εκδότη των περιοδικών «Μπλεκ» και «Κατερίνα», και μερικούς ακόμη, χωρίς αυτή η καταγραφή να διεκδικεί απόλυτη πληρότητα με τις αναφορές της.
Μα πάνω από όλα και πέρα από όλα, στο βιβλίο προβάλλουν ο μόχθος και ο κόπος των εφημεριδοπωλών για να ολοκληρώσει η επικοινωνία τον κύκλο της. Από τον Σπύρο Τσαγγάρη που εμπνεύστηκε την πρώτη οργανωμένη διανομή εφημερίδων στην Ελλάδα και ίδρυσε το πρώτο πρακτορείο διανομής Τύπου το 1875, για να ακολουθήσουν και άλλοι, μέχρι την περιπέτεια της Κατοχής με το «μαύρο» στην ενημέρωση, τη διακοπή έκδοσης εντύπων και τον μοναδικό φορέα που συνέχισε με την επωνυμία «Ενωσις Ελληνικού και Ξένου Τύπου Α.Ε». Κι από εκεί στο «Πρακτορείο Εφημερίδων Αθηναϊκού Τύπου-ΠΕΑΤ» το 1945 και στα νέα πρακτορεία που ίδρυσαν οι εκδότες στη συνέχεια για να φτάσει η αφήγηση μέχρι τις μέρες μας και τα πρακτορεία «Αργος» και «Ευρώπη»…
Ο επί 37 χρόνια εργαζόμενος στη διανομή Τύπου συγγραφέας στο εγχείρημα απόδοσης της ιστορίας της διανομής Τύπου δεν παραλείπει να αναφερθεί στην πορεία ακόμη και υποπρακτορείων της επαρχίας, στην άνθηση αλλά και την πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων, στην κρίση και τα λάθη του Τύπου αλλά και στις νομοθετικές απόπειρες που τελικά δεν τελεσφόρησαν, όπως η πιστοποίηση της κυκλοφορίας κ.ά.
Παρ’ όλα αυτά θεωρεί ότι ο γραπτός λόγος θα συνεχίσει να υπάρχει, αφού «αυτό που προσδιορίζει μια εφημερίδα δεν είναι το χαρτί αλλά το περιεχόμενό της». «Ο Τύπος θα κερδίσει το στοίχημα της επιβίωσής του, η εφημερίδα δεν θα πεθάνει διότι έχει γνώμονα την αξιοπιστία απέναντι στον ωκεανό των ψευδών ειδήσεων και των χυδαίων σχολίων που μεταδίδονται καθημερινά από το διαδίκτυο», όπως λέει ο Βλάσης Αλμπάνης σε συνέντευξή του στον «Παλμό Αιτωλοακαρνανίας». Αποδίδει την πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων στην «παρακμή που είναι εμφανής στην κοινωνία μας σήμερα» και παρατηρεί ότι: «Μόνο με την εφημερίδα μορφώνεσαι και διαμορφώνεσαι. Με το διαδίκτυο δεν υπάρχει σωστή αφομοίωση και ταξινόμηση της πληροφορίας. Είναι ένα είδος διανοητικής χρεοκοπίας». Για να συμφωνήσει με τον συγγραφέα και πρόεδρο στην Εθνική Βιβλιοθήκη, Σταύρο Ζουμπουλάκη, ότι «μόνο η ανάγνωση είναι η πατρίδα της σκέψης».