«Σε τι βαθμό, ο πληθωρισμός αυτός που ροκανίζει την αγοραστική αξία μπορεί να αντιμετωπιστεί από γενναίες αυξήσεις μισθών ή από μεγάλη αύξηση επιτοκίων, είναι άγνωστο. Όμως οποιαδήποτε από αυτές τις δυο λύσεις έχει μεγάλα μειονεκτήματα προοιωνίζοντας ένα δύσκολο χειμώνα, ως αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών της ηγεσίας της ΕΕ» αναφέρει σε άρθρο του για το Anatropinews, o καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Κωνσταντίνος Βέργος.
Καταλήγει de στο συμπέρασμα πως «ο πόλεμος της ενέργειας συνεχίζεται, αλλά έχει ξεκάθαρα ένα μεγάλο θύμα, τους πολίτες της ΕΕ».
Ολόκληρο το άρθρο:
Τα μέτρα της ΕΕ έναντι της Ρωσίας που επιβλήθηκαν με πανηγυρισμούς από το “κλαμπ” των Βρυξελλών, με αφορμή την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αρχίζουν πλέον να δημιουργούν όχι απλά σκεπτικισμό, αλλά και σοβαρές αρνητικές συνέπειες για όλη την Ευρώπη.
Η ΕΕ ξεκίνησε με παράνομη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων της Ρωσίας και συνέχισε με μείωση των αγορών φυσικού αερίου και πετρελαίου. Προχτές, η ΕΕ ανακοίνωσε, μέσω της Ούρσουλας Φον Λάινεν, προέδρου της ΕΕ, ότι θα επιβάλει μονομερώς ‘όριο’ στην τιμή της ενέργειας.
Αυτό που η Ευρωπαϊκή Ενωση βιώνει είναι εκτόξευση στις τιμές ενέργειας, που σε ετήσια σταθμισμένη βάση, με βάση τα δεδομένα Ιουλίου 2022, δηλαδή πριν τις πρόσφατες αυξήσεις, είναι αυξημένες μεσοσταθμικά κατά 36% στην Γερμανία, 41% στην Ισπανία, 43% στην Ιταλία και πολύ περισσότερο σε περιφερειακές χώρες όπως την Ελλάδα (+51%), σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα από την άλλη εκτοξεύτηκε σε επίπεδα δυσθεώρητα λόγω του αυξημένου κόστους στην αλίευση, ζωοτροφές και λιπάσματα.
Το Ευρωπαϊκό νόμισμα έχασε 17% από την ισοτιμία του η οποία περιορίστηκε πλέον σε 1 προς 1 προς το δολάριο, από 1,2 που βρίσκονταν, κάτι που αποτελεί πλήγμα όχι μόνο ισχύος για το νόμισμα αλλά και αιμορραγία, καθώς εισαγόμενα προϊόντα, που αποτιμώνται στο δολάριο, όπως υπολογιστές, μικροεπεξεργαστές, πρώτες ύλες κλπ, ανατιμήθηκαν ένα εξτρά 17% επί των ήδη αυξημένων τιμών.
Είδαμε επίσης ότι η παράνομη δέσμευση των καταθέσεων της Ρωσίας σε ξένο συνάλλαγμα από δυτικές χώρες, υποχρέωσαν τη Ρωσία να ζητήσει την πληρωμή σε ρούβλια, οδηγώντας σε ανατίμηση κατά 180% του Ρωσικού Ρουβλιού έναντι του ΕΥΡΩ (και 150% έναντι του δολαρίου) που πλέον καθίσταται διεθνές νόμισμα αποθεματικής και συναλλακτικής αξίας.
Παράλληλα, η Ρωσία όχι μόνο συνέχισε να πουλάει πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά αυτό διοχετεύεται με ‘καπέλο’ 50%-100% στη συνέχεια στις Ευρωπαϊκές αγορές. Η Σαουδική Αραβία ήδη κάνει αυτό προς την Ευρώπη και ΗΠΑ, καθώς είναι πλέον μεγάλος αγοραστής ρωσικού πετρελαίου. Οι κινέζικες εταιρίες Sinopec και Jovo επίσης γνωστοποίησαν ότι πωλούν τεράστιες ποσότητες υγροποιημένου Ρωσικού Φυσικού Αερίου στην Ευρώπη.
Τώρα όμως οι επιπτώσεις αγγίζουν και την παραγωγική βάση της Ευρωπαϊκής οικονομίας.
Κλείνουν προσωρινά ή μόνιμα , σειρά από Ευρωπαϊκές εταιρίες παραγωγής προϊόντων μετάλλου, όπως η Βελγική AperamMillκαι η Ισπανική Acrinox.
Να σημειώσουμε ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια στιγμή που η Αμερικάνικη οικονομία εισήλθε πλέον και επίσημα σε ύφεση (δύο τρίμηνα ύφεσης στη σειρά) , θέμα χρόνου να το δούμε και στην ΕΕ, ενώ η ΕΕ εξετάζει μέτρα όπως διακοπή παροχής ρεύματος, που μόνο σε τριτοκοσμικά καθεστώτα είναι συνήθη, και τα οποία θα οδηγήσουν αναμφισβήτητα σε ύφεση.
Παράλληλα μειώνεται η σφαίρα επιρροής της ΕΕ και αναδεικνύονται νέοι κίνδυνοι, που ξεκινούν από την προσπάθεια περιορισμού του πληθωρισμού όπως η αύξηση επιτοκίων. Η αύξηση επιτοκίων, που ξεκίνησε από ΗΠΑ και επεκτείνεται πλέον και στις υπόλοιπες χώρες, και λογικά θα αγγίξει και την ΕΕ στο επόμενο διάστημα, οδηγεί σε ‘βουτιά της αγοράς ακινήτων’ , ύφεση του κατασκευαστικού τομέα, και χρεοκοπίες εταιριών.
Σε τι βαθμό, ο πληθωρισμός αυτός που ροκανίζει την αγοραστική αξία μπορεί να αντιμετωπιστεί από γενναίες αυξήσεις μισθών ή από μεγάλη αύξηση επιτοκίων, είναι άγνωστο. Όμως οποιαδήποτε από αυτές τις δυο λύσεις έχει μεγάλα μειονεκτήματα προοιωνίζοντας ένα δύσκολο χειμώνα, ως αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών της ηγεσίας της ΕΕ. Συμπερασματικά, ο πόλεμος της ενέργειας συνεχίζεται, αλλά έχει ξεκάθαρα ένα μεγάλο θύμα, τους πολίτες της ΕΕ.
Κωνσταντίνος Βέργος
Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Μεγάλη Βρετανία