H σχολική χρονιά ξεκινά με τις πιο δυσμενείς συνθήκες εδώ και τρία χρόνια: η διαπίστωση θα μπορούσε να χρεωθεί στο «καθήκον» του αντιπολιτευτικού λόγου. Ας δούμε γιατί είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Του Νίκου Φίλη
Πρώτα από όλα το υγειονομικό μέτωπο. Αυτός είναι ο τρίτος Σεπτέμβρης μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Διανοείται να προβλέψει κανείς ότι είναι καλύτερος από τους δυο προηγούμενους; Όχι μόνο δεν έχει προηγηθεί κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία απέναντι σε μια κρίση που είναι δυστυχώς επίμονα συνεχιζόμενη. Όχι μόνο δεν έγινε ποτέ δουλειά υποδομής, όπως θα ήταν η αραίωση στις τάξεις. Κάτι που είχε ως απτό αποτέλεσμα να νοσήσει πολύ μεγάλος αριθμός παιδιών, με άδηλες για την υγεία τους συνέπειες στο μέλλον (αδιερεύνητο ακόμα το αποτύπωμα του long covid στα παιδιά). Αλλά ειδικά φέτος, έχουν καταργηθεί ακόμα και τα κοινά προστατευτικά μέτρα για την εκπαιδευτική κοινότητα. Η κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να πάρει το ρίσκο για μια νέα έξαρση και υπερμετάδοση στο σχολικό περιβάλλον και από κει στο σπίτι.
Είναι υπερβολή να εκφράζεται τέτοιος φόβος; Όχι, δεν είναι ούτε τώρα, ούτε πέρσι τέτοιο καιρό, όταν πολλοί υγειονομικοί προειδοποιούσαν με τα ίδια λόγια. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης & Ελέγχου Νόσων (ECDC) κινούμενο σε αντίθετη κατεύθυνση έχει ήδη ζητήσει τη λήψη μέτρων, συνυπολογίζοντας σε κάθε χώρα τις ιδιαίτερες συνθήκες. Τις κτιριακές υποδομές, τον αερισμό ή μη των αιθουσών με σύγχρονο εξοπλισμό, το ποσοστό εμβολιασμού μαθητών και εκπαιδευτικών και άλλα. Στην Ελλάδα της ΝΔ βλέπουμε τους υπουργούς να ανακοινώνουν άνοιγμα των σχολείων χωρίς τεστ και μάσκες, πριν καν συνεδριάσει η αρμόδια Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Έχουν εξάλλου δείξει ξανά τα τελευταία τρία χρόνια πώς αντιλαμβάνονται τη γνώμη των ειδικών. Κωφεύοντας ακόμα και όταν υπήρχαν έντονες φωνές της επιστημονικής κοινότητας για ζητήματα, όπως το επικίνδυνο πρωτόκολλο «50%+1». Αυτό που προβλέπει ότι πρέπει να νοσεί η… μισή τάξη για να περάσει σε εξ αποστάσεως διδασκαλία.
Αλλά ας πάμε πέρα από το υγειονομικό ζήτημα. Δυστυχώς, εξαιρετικά αρνητικές είναι οι περιστάσεις και στο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Η θητεία Κεραμέως μετατρέπει κάθε χρόνο όλο και περισσότερο τα σχολεία σε εξεταστικά κέντρα, με χιονοστιβάδα εξετάσεων και παιδαγωγικές κατευθύνσεις που πνίγουν την ανάπτυξη ελεύθερης κρίσης των μαθητών και καταστέλλουν τον ζωογόνο «διάλογο» με τους δασκάλους και τους καθηγητές τους. Αυτούς που πνίγει σε ένα απολύτως γραφειοκρατικό σύστημα δήθεν «αξιολόγησης», που δεν έχει ούτε στο ελάχιστο στόχο την αναγκαία διαρκή επιμόρφωσή τους και τον εφοδιασμό τους με νέα παιδαγωγικά εργαλεία.
Τα νέα προγράμματα της Ιστορίας, δουλειά εξαίρετων επιστημόνων την περίοδο 2016-2018, καταργήθηκαν πριν εφαρμοστούν. Όπως καταργήθηκαν τα διετή προγράμματα σπουδών στα πανεπιστήμια, με στόχο να ενισχυθούν ιδιωτικά ΙΕΚ και κολέγια. Και όσο για τη γραφική κάποτε άποψη αντιπολιτευόμενων (τότε) βουλευτών, υπουργών σήμερα, ότι η Κοινωνιολογία «θα κάνει… τα παιδιά αριστερά» έγινε επίσημη πολιτική του υπουργείου Παιδείας και της κυβέρνησης, με την κατάργηση μετά από 39 χρόνια (!) του μαθήματος της κοινωνιολογίας και την αντικατάστασή του, ως εξεταζόμενου στις πανελλήνιες, με το μάθημα των λατινικών. Αυτό που μαθητές που δίνουν εκ νέου πανελλήνιες δεν έχουν καν διδαχθεί. Όπως -άλλο παράδειγμα…- δεν διδάσκεται το σχέδιο σε υποψήφιους των αρχιτεκτονικών σχολών, στέλνοντας επισήμως τα παιδιά στο φροντιστήριο και το ιδιαίτερο, και ας είναι η Παιδεία μας «δωρεάν».
Την ίδια ώρα, με την ελάχιστη βάση εισαγωγής το υπουργείο μικραίνει το δημόσιο πανεπιστήμιο: από τη μια πιέζει την ελληνική οικογένεια να ξοδέψει περισσότερα σε φροντιστήρια και από την άλλη οδηγεί αναπόφευκτα σε μαρασμό τα πανεπιστήμια της επαρχίας, φτάνοντας ως και σε κλείσιμο πολλών σχολών που ήδη έχουν ξεμείνει χωρίς πρωτοετείς. Επιχειρεί με τον τρόπο αυτό να δημιουργήσει πελατεία για τα ιδιωτικά κολέγια που στις διεθνείς αξιολογήσεις βρίσκονται εκατοντάδες και χιλιάδες θέσεις κάτω από τα δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια. Αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτό, ποια είναι η πραγματική του άποψη για την «αξιολόγηση».
Την ίδια στιγμή, αντί να χρηματοδοτεί γενναία τα ΑΕΙ για να αναπτύξουν την έρευνα, την εκπαίδευση και τη φοιτητική μέριμνα, στήνει ένα νέο αστυνομικό σώμα, με κόστος που ξεπερνά τα 30 εκ. € ετησίως, όση είναι αθροιστικά η τακτική χρηματοδότηση πολλών πανεπιστημίων μαζί. Αντί για καθηγητές, διοικητικό προσωπικό και εργαστήρια, αχρείαστοι αστυνομικοί στους διαδρόμους και τις αυλές των ΑΕΙ. Ο νεοφιλελεύθερος ανορθολογισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση δε διδάχτηκε απολύτως τίποτα ούτε από την πρωτοφανή πανδημική κρίση, αλλά ούτε από την οικονομική κρίση του 2007-2010 που οδήγησε στα μνημόνια και το δραματικό brain drain. Για αυτήν, το δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο είναι οικονομικά βάρη. Έτσι, αντί να ακολουθεί την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αύξηση των πολιτών με πανεπιστημιακή μόρφωση και ισχυρά ακαδημαϊκά εφόδια κινείται αντίθετα στην υποβάθμιση του πανεπιστημίου και στην οικονομία του τουρισμού, του τζόγου, του real estate.
Για την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση, η θωράκιση της δημόσιας παιδείας και η αλλαγή εκπαιδευτικού παραδείγματος είναι πλέον ζωτικής σημασίας για την κοινωνία και τη χώρα.
Ο Ν. Φίλης είναι τομεάρχης Παιδείας και βουλευτής Α’ Αθηνών ΣΥΡΙΖΑ