«Όσοι ασχολούμαστε με τα θέματα πολιτικής υγείας έχουμε πει ότι το ΕΣΥ θέλει εκ θεμελίων αναδιάρθρωση. Είναι γερασμένο, προβληματικό και ανεπαρκές σύστημα για την σύγχρονη Ελλάδα» τόνισε μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και την εκπομπή «Ναι μεν Αλλά» με την Ευαγγελία Μπαλτατζή, ο Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Προληπτικής Ιατρικής κ. Ιωάννης Τούντας.
Το υπάρχον σύστημα πάσχει από πολλές πλευρές και μία από τις παθογένειες είναι η έλλειψη του αναγκαίου προσωπικού που επιδεινώνεται χρόνο με τον χρόνο, ανέφερε ακόμα ο κ. Τούντας. Αυτό οφείλεται εξήγησε, αφενός στο πρόβλημα με την οικονομική κρίση αλλά τώρα εστιάζεται στο ότι οι νέοι επιστήμονες δεν θέλουν να εργαστούν στο ΕΣΥ, δεδομένου ότι οι μισθοί δεν ανταποκρίνονται στα σημερινά δεδομένα της ιατρικής πρακτικής, οι συνθήκες στα νοσοκομεία δεν είναι ελκυστικές για νέο επιστήμονα. Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί κίνητρο για τους νέους γιατρούς, υπογράμμισε ο κ. Τούντας. Βρίσκουν καλύτερες δουλειές στο εξωτερικό ή στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος παρέχει αυτή τη στιγμή ένα σημαντικό ποσοστό των υπηρεσιών σε αντίθεση με ό,τι οι εμπνευστές του ΕΣΥ είχαν οραματισθεί ότι δηλ. θα είναι τόσο καλό το σύστημα υγειά που ο ιδιωτικός τομέας θα συρρικνωθεί. «Αυτή τη στιγμή είμαστε ένα από τα τρία πιο ιδιωτικοποιημένα συστήματα υγείας στον κόσμο, αφού οι Έλληνες καλύπτουν με ιδιωτικές δαπάνες το 40% των δαπανών υγείας, ποσοστό εξωφρενικό όταν υποτίθεται ότι το ΕΣΥ παρέχει δωρεάν ισότιμη και καθολική κάλυψη» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Τούντας επεσήμανε τους λόγους, για τους οποίους δεν προχωρά μια εκ βάθρων αναδιάρθρωση του ΕΣΥ. Ο πρώτος είναι η απουσία ισχυρής πολιτικής βούλησης και μάλιστα η διαχρονική άσκηση μιας τέτοιας πολιτικής για ριζική μεταρρύθμιση του ΕΥΣ, που όμως δεν υπάρχουν και τα δύο. «Από τη άλλη μεριά υπάρχουν κέντρα αντίστασης στους εργαζόμενους που αν και εκφράζουν μειοψηφία των εργαζομένων, είναι όμως το δυναμικό κομμάτι των συνδικαλιστών που αντιτίθεται σε κάθε είδους αλλαγή αφού θεωρούν ότι οι αλλαγές εγκυμονούν κινδύνους για το εργασιακό καθεστώς. Όμως δεν ισχύει αυτό γιατί γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό αλλά και σε άλλοι τομείς, θα ωφεληθούν εάν γίνουν οι απαιτούμενες αλλαγές» συμπλήρωσε.
Ο κ. Τούντας πρόσθεσε ότι η πρόσφατη μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας φροντίδας με τον Προσωπικό Γιατρό είναι ένα πρώτο βήμα. Όμως τόνισε ότι το κράτος πρέπει να εξασφαλίσει πόρους για να δίνονται ικανοποιητικοί μισθοί. «Δεν μπορεί ο δημόσιος γιατρός να αμείβεται με το 1/5 του αντίστοιχου μισθού του ιδιωτικού τομέα, να βρεθούν τρόποι να συνδεθεί η αμοιβή με την παραγωγικότητα». Η Ελλάδα ξοδεύει για τις δημόσιες δαπάνες υγείας γύρω στο 5-6% του ΑΕΠ αλλά είναι ανάγκες αυξάνουν διαρκώς γιατί η νέα τεχνολογία είναι πιο ακριβή, ο πληθυσμός γερνάει και πρέπει να υπάρχει διαφορετική προσέγγιση της έννοια δαπάνη υγείας. «Να μην την βλέπει το κράτος και ο προϋπολογισμός ως κάτι που ξοδεύεται αλλά ως επένδυση γιατί όσο πιο ψηλό το επίπεδο υγείας ενός πληθυσμού τόσο πιο γρήγορα αναπτύσσεται οικονομικά η χώρα. Αλλά υπάρχουν και άλλοι τρόποι χρηματοδότησης, να πηγαίνουν δηλαδή τα χρήματα στοχευμένα εκεί όπου υπάρχουν ανάγκες γιατί έχουμε υπολογίσει ότι ένα 30% των δαπανών υγείας είναι μαύρη τρύπα, χωρίς αντίκρισμα δεν υπάρχει αξιολόγηση, δεν υπάρχει διοίκηση αξιοκρατική» είπε ακόμα.
Το Δημόσιο σύστημα υγείας αποτελείται από δύο τομείς δήλωσε ο κ. Τούντας. Ο ένας είναι ο τομέας της δημόσιας υγείας με την πρόληψη, την προστασία και την προαγωγή της υγείας. Ο άλλος είναι των υπηρεσιών υγείας, που είναι τα νοσοκομεία, τα διαγνωστικά κέντρα, τα κέντρα υγείας, τα ιατρεία κλπ. «Αυτό απαρτίζεται από το ΕΣΥ και τον ιδιωτικός τομέα. Άρα όταν μιλάμε για δημόσια υγεία μιλάμε για το ξεχωριστό κομμάτι της πρόληψης, της προστασία και την προαγωγή της υγείας» ανέφερε χαρακτηριστικά.