Το ενδεχόμενο σύρραξης της Τουρκίας με την Ελλάδα -αν και απευκταίο- φαντάζει πιθανό αν κρίνει κανείς από την εμπρηστική ρητορική του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, των συμμάχων του, του φιλοκυβερνητικού Τύπου, αλλά και από τις δηλώσεις ακόμη και της αντιπολίτευσης στη γείτονα, όπως εκτιμά αμερικανός αναλυτής.
Ο Ράιαν Γκινγκέρας, καθηγητής της Naval Postgraduate School του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού στην Καλιφόρνια, ειδικός στην ιστορία της ύστερης οθωμανικής αυτοκρατορίας και συγγραφέας πέντε βιβλίων για την Τουρκία και πολυάριθμων άρθρο στους NY Times, το Foreign Affairs και άλλα έντυπα, επιχειρεί να αναλύσει τα ρίσκα και τους λόγους για τους οποίους ο Ερντογάν θα ριψοκινδύνευε έναν πόλεμο με την Ελλάδα προσεχώς.
Ο συντάκτης δίνει έμφαση σε όσα έχει υποστηρίξει κατά καιρούς ο πρόεδρος της Τουρκίας και κυρίως στα όσα διημείφθησαν το τελευταίο διήμερο στην Πράγα.
Ωστόσο, ο ίδιος σπεύδει να επισημάνει πως «την ίδια στιγμή υπάρχουν όμως και πολλοί λόγοι για να αμφιβάλλουμε για τη σοβαρότητα των απειλών του Ερντογάν. Μια μικρή πλειοψηφία Τούρκων ψηφοφόρων, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση, παραμένει πεπεισμένη ότι τα λόγια του είναι απλώς μια εκλογική στρατηγική που έχει σκοπό να «δημιουργήσει μια ατζέντα» πριν από τις εκλογές του επόμενου έτους».
Προσθέτει, δε, πως «μια τουρκική επίθεση στην Ελλάδα θα προκαλούσε σίγουρα ανεπανόρθωτη ζημιά στη σχέση της Άγκυρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα δεδομένης της αμυντικής συμφωνίας της Ελλάδας με τη Γαλλία και της ισχυρής παρουσίας των ΗΠΑ στο Αιγαίο».
Αναλυτικά το δημοσίευμα
«Τα νησιά που καταλαμβάνετε δεν μας δεσμεύουν, θα κάνουμε ότι χρειάζεται όταν έρθει η ώρα. Όπως λέμε, μπορεί να έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ». Έχουν περάσει πλέον εβδομάδες από τότε που ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απείλησε ότι θα εισβάλει στην Ελλάδα, χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα που χρησιμοποιούσε πριν από προηγούμενες τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία.
Ένας μεγάλος αριθμός ζητημάτων διχάζουν την Αθήνα και την Άγκυρα, αλλά ο Ερντογάν έχει επικεντρώσει το τελευταίο διάστημα την οργή του στη στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα. Ενώ η ελληνική στρατιωτική παρουσία στα νησιά αυτά παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό συνεπής τις τελευταίες δεκαετίες, η Άγκυρα επιμένει ότι παραβιάζει τις συνθήκες του 1923 και του 1947 που καθιέρωσαν την κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά.
Όπως υποστηρίξαμε και τον Ιούνιο, μια σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας φαίνεται πολύ πιθανή.
Μια προσεκτική ανάγνωση των πρόσφατων δηλώσεων από Τούρκους αξιωματούχους, καθώς και το μοτίβο των γεγονότων τους τελευταίους μήνες, έχουν απλώς αυξήσει τον κίνδυνο. Η ρητορική του Ερντογάν, καθώς και τα συμφέροντα και η ιδεολογία του, υποδηλώνουν ότι η Άγκυρα μπορεί να είναι πρόθυμη να «μπει» σε πόλεμο.
Οι φόβοι για ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο επανήλθαν ξανά στις αρχές Αυγούστου με την καθέλκυση ενός νέου τουρκικού πλοίου γεώτρησης που φέρεται να κατευθυνόταν στη Μεσόγειο. Όμως, παρά τις υψηλές προσδοκίες στον τουρκικό εθνικιστικό Τύπο, το γεωτρύπανο παρέμεινε στα τουρκικά χωρικά ύδατα.
Στη συνέχεια, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης και το τουρκικό υπουργείο Άμυνας ανέφεραν ότι η ένταση αναζωπυρώθηκε ότι όταν ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη παρενόχλησαν τουρκικά αεροσκάφη που συμμετείχαν σε αποστολή του ΝΑΤΟ πάνω από τη Μεσόγειο. Μέρες αργότερα, Τούρκοι αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι ένα ελληνικό αντιαεροπορικό σύστημα S-300 «κλείδωσε» σε τουρκικά F-16 κοντά στην Κρήτη.
Με τα δύο περιστατικά να συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των εορτασμών της εκατονταετηρίδας που σηματοδότησαν το τέλος του Τουρκικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, ο Ερντογάν επέκρινε την ανάπτυξη των ρωσικών S-300 από την Ελλάδα ως απόδειξη της ελληνικής… απιστίας προς το ΝΑΤΟ. Σε αυτό το πλαίσιο ο πρόεδρος της Τουρκίας απείλησε να έρθει χωρίς προειδοποίηση στα νησιά της Ελλάδας.
Τα λόγια του Ερντογάν προκάλεσαν την άμεση αντίδραση της Αθήνας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτήρισε την ομιλία του εσκεμμένα επιθετική. Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ επανέλαβε στη συνέχεια την επιθυμία της Ουάσιγκτον «όλα τα μέρη να αποφύγουν τη ρητορική και να αποφύγουν ενέργειες που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν περαιτέρω τις εντάσεις», δηλώνοντας ότι η κυριαρχία των ελληνικών νησιών του Αιγαίου «δεν αμφισβητείται». Ορισμένοι παρατηρητές εντός και εκτός Τουρκίας έχουν υποστηρίξει ότι η πτώση των δημοσκοπήσεων του Ερντογάν ήταν η αφορμή για το ξέσπασμά του.
Διαβάστε επίσης: «Είμαστε έτοιμοι…» – Μήνυμα του Α/ΓΕΕΘΑ με φόντο τις τουρκικές προκλήσεις
Όσον αφορά το θέμα της στρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών είναι δύσκολο σήμερα να βρεις Τούρκους αναλυτές πρόθυμους να αναλύσουν το θέμα. Την ίδια στιγμή ρεπορτάζ σε τουρκικά ΜΜΕ αναφέρονται στα εδάφη της Ελλάδας στο Αιγαίο ως «τα νησιά υπό καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης (gayri askeri statüdeki adalar). Η χρήση αυτής της έκφρασης συνοδεύτηκε από μια σειρά ρεπορτάζ σχετικά με την τοποθέτηση στρατευμάτων και εξοπλισμού στα νησιά. Πολλαπλές διαδικτυακές πηγές έχουν δημοσιεύσει άρθρα με εικόνες υποτιθέμενων παράνομων βάσεων και αεροδρομίων στο Αιγαίο. Οι σχολιαστές αναφέρουν επανειλημμένα την ύπαρξη δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών στα νησιά.
Πρόσφατα, το επίσημο πρακτορείο ειδήσεων της Τουρκίας αλλά και η Τουρκική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση, δημοσίευσαν φωτογραφίες από drone που δείχνουν ελληνικά πλοία να ξεφορτώνουν δεκάδες τεθωρακισμένα οχήματα στα ελληνικά νησιά Μυτιλήνη και Σάμο. Οι σχολιαστές στην Τουρκία άρπαξαν αμέσως τις εικόνες αποδεικτικών στοιχείων της επιθυμίας της Ελλάδας να «στρατιωτικοποιήσει» το Αιγαίο. Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι η μη αποστρατιωτικοποίηση των νησιών θα μπορούσε να θέσει επίσημα υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία τους.
Ο ίδιος ο Ερντογάν έχει ξεκαθαρίσει ότι οι ενέργειες της Ελλάδας στο Αιγαίο δεν είναι η μοναδική πηγή έντασης. Σύμφωνα με τον ίδιο η συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Αθήνας το 2019, έχει προκαλέσει την οργή του Τούρκου προέδρου.
Ο στόχος της Ουάσιγκτον, υποστηρίζεται συχνά, είναι να πολιορκήσει την Τουρκία. Η άρση του εμπάργκο όπλων των ΗΠΑ στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς και η υποστήριξη των ΗΠΑ για δραστηριότητες Κούρδων μαχητών στη Συρία, αναφέρονται συχνά ως περαιτέρω στοιχεία αυτής της συνωμοσίας. Η πώληση όπλων από την Ουάσιγκτον στην Ελλάδα, όπως δήλωσε ο Ερντογάν ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών, αποτελεί «μια συγκαλυμμένη κατοχή». Η αμερικανική και ευρωπαϊκή υποστήριξη, προειδοποίησε στη συνέχεια την Αθήνα, «δεν θα σας σώσει».
Μήπως μπλοφάρει;
Την ίδια στιγμή, υπάρχουν όμως και πολλοί λόγοι για να αμφιβάλλουμε για τη σοβαρότητα των απειλών του Ερντογάν. Μια μικρή πλειοψηφία Τούρκων ψηφοφόρων, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση, παραμένει πεπεισμένη ότι τα λόγια του είναι απλώς μια εκλογική στρατηγική που έχει σκοπό να «δημιουργήσει μια ατζέντα» πριν από τις εκλογές του επόμενου έτους. Ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό, το 64% σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση δεν πιστεύει ότι υπάρχει «εχθρότητα μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού λαού». Επίσης, υπάρχει ακόμη μεγάλη πεποίθηση ότι μια σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις στις εύθραυστες οικονομίες και των δύο κρατών.
Τα έσοδα από τον τουρισμό, ιδιαίτερα από τα θέρετρα στις ακτές του Αιγαίου, αποτελούν περίπου το 15% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Τουρκίας (και περίπου το 18% του ελληνικού). Και τα δύο κράτη εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη θαλάσσια ναυτιλία για το εμπόριο. Πριν από τον COVID-19, το 87% του τουρκικού εμπορίου μεταφερόταν μέσω παραθαλάσσιων λιμένων εισόδου.
Επίσης, εκτός από οποιαδήποτε πιθανή οικονομική ζημιά, οι διεθνείς συνέπειες της σύγκρουσης δεν θα ήταν λιγότερο σοβαρές.
Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν υποδηλώσει έλλειψη ανοχής για οποιαδήποτε επίθεση σε κυρίαρχο ελληνικό έδαφος. Επίσης, ούτε οι Βρυξέλλες ούτε η Ουάσιγκτον φαίνεται να ενστερνίζονται τους τουρκικούς ισχυρισμούς για ελληνική επιθετικότητα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει σθεναρά ότι οποιαδήποτε άμεση απειλή κατά της ελληνικής κυριαρχίας αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για τη χώρα ωστόσο υπάρχουν και άλλα, σημάδια ότι η Αθήνα προετοιμάζεται για το χειρότερο. Δημοσιεύματα τον Ιούλιο ανέφεραν ότι ο ελληνικός στρατός έχει αρχίσει να αναπτύσσει μια «ομπρέλα» κατά των τουρκικών drone στα νησιά του Αιγαίου χρησιμοποιώντας ισραηλινή τεχνολογία. Επιπλέον πρόσφατα, ελληνικά και γαλλικά πολεμικά πλοία πραγματοποίησαν κοινές ασκήσεις στο Αιγαίο Πέλαγος ως μέρος ενός ευρύτερου αμοιβαίου αμυντικού συμφώνου που υπογράφηκε το 2021.
Οι κίνδυνοι σύγκρουσης, ωστόσο, δεν φαίνεται να αποθαρρύνουν πλήρως τον Ερντογάν. Από την πλευρά του ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, επικεφαλής του μεγαλύτερου αντιπολιτευόμενου κόμματος της Τουρκίας, καταδίκασε τη δήλωση του Ερντογάν να «έρθει ξαφνικά μια νύχτα». Ένας πραγματικός ηγέτης, υποστήριξε, θα επαναλάμβανε την εισβολή της Τουρκίας το 1974 στην Κύπρο και απλά θα καταλάμβανε τα «κατεχόμενα» νησιά της Ελλάδας χωρίς απειλές ή προειδοποιήσεις.
Ένας εκπρόσωπος του εθνικιστικού Κόμματος IYI επανέλαβε αυτές τις απόψεις. Ο Ερντογάν, υποστήριξε, είχε αποδείξει την ανικανότητά του να ηγηθεί, με το να μην κάνει την Ελλάδα να «πληρώσει το κόστος» για την αποστολή τεθωρακισμένων οχημάτων στη Σάμο και τη Μυτιλήνη.
Η πιο εντυπωσιακή επίδειξη φιλοπολεμικού αισθήματος προήλθε από τον σύμμαχο του συνασπισμού του Ερντογάν, τον εθνικιστή ηγέτη Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Υπενθυμίζεται ότι ο Μπαχτσελί τον Ιούλιο, φωτογραφήθηκε χαρούμενος με έναν χάρτη που απεικονίζει τα περισσότερα από τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης, ως τουρκικό έδαφος. Πιο πρόσφατα, ο Μπαχτσελί δήλωσε ενώπιον της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης ότι η «κυριαρχία, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, η θαλάσσια δικαιοδοσία και ο εναέριος χώρος» πολλών ελληνικών νησιών «αναμφίβολα και νομικά» ανήκουν στην Τουρκία.
Αν και οι τουρκικές προκλήσεις δεν υποδηλώνον απαραίτητα πρόθεση για άμεση σύγκρουση, εγείρουν όμως ένα προφανές ερώτημα: «Τι θα ήλπιζε να πετύχει η Άγκυρα με περαιτέρω κλιμάκωση;
Γιατί ο Ερντογάν να επιλέξει να ακολουθήσει αυτή την πορεία δράσης; Ίσως, όπως υποστήριξε ένας σχολιαστής, η προσωπική απογοήτευση του Ερντογάν με την αυξημένη δύναμη της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή θα τον ωθήσει σε κλιμάκωση. Η επιθυμία για εκλογική ώθηση θα μπορούσε επίσης να παίξει κάποιο ρόλο.
Μια τουρκική επίθεση στην Ελλάδα θα προκαλούσε σίγουρα ανεπανόρθωτη ζημιά στη σχέση της Άγκυρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα δεδομένης της αμυντικής συμφωνίας της Ελλάδας με τη Γαλλία και της ισχυρής παρουσίας των ΗΠΑ στο Αιγαίο.
Στη σκιά της εισβολής στην Ουκρανία, οποιαδήποτε απόπειρα κατοχής ελληνικού εδάφους θα έκανε τον Ερντογάν να μοιάζει με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Δεδομένων αυτών των συνθηκών, φαίνεται σχεδόν αδύνατο να φανταστεί κανείς τον Ερντογάν να απορρίπτει τις σοβαρές διπλωματικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας. Ωστόσο η ιστορία έχει δείξει ότι μπορεί να είναι πρόθυμος και ικανός να αντέξει τις συνέπειες. Το 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο παρά τη ζημιά που προκάλεσε στις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Επίσης στη Συρία, ο Ερντογάν πραγματοποίησε τις απειλές του για εισβολή.
Ως εκ τούτου εάν ο Ερντογάν πιστεύει, όπως το έθεσε ένας αρθρογράφος, ότι «η Αμερική είναι ο εχθρός μας και όχι η Ελλάδα», τότε είναι πιθανό να βλέπει τους κινδύνους μιας ρήξης ως ένα λυπηρό αλλά ουσιαστικό τίμημα που πρέπει να πληρωθεί στο όνομα της τουρκικής εθνικής ασφάλειας».