Το μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία αντιστέκεται ικανοποιητικά στους κραδασμούς που προκαλεί ένα ολοένα και δυσμενέστερο διεθνές περιβάλλον εξέπεμψε ο υπουργός Οικονομικών, Χρίστος Σταϊκούρας, από την Φθινοπωρινή Σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον.
Ο Έλληνας υπουργός είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι οι αρχικές εκτιμήσεις του Ταμείου για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας έχουν αναθεωρηθεί προς το χειρότερο. Παρόλα αυτά, τόνισε ότι το ΔΝΤ συνεχίζει να αξιολογεί θετικά τις επιδόσεις που θα έχει η οικονομία της χώρας μας μέσα σε αυτό το επιδεινωμένο περιβάλλον.
«Επιβεβαιώνω πρώτα από όλα ότι οι εκτιμήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πλέον είναι δυσμενέστερες σε σχέση με τις πρόσφατες. Φαίνεται ότι θα έχουμε παγκοσμίως χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και υψηλότερο πληθωρισμό, μεγαλύτερη ακρίβεια. Σε αυτό το ακόμα δυσμενέστερο διεθνές περιβάλλον, οι εκτιμήσεις και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι θετικές για την ελληνική οικονομία: είναι θετικές για τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, είναι θετικές για τα δημόσια οικονομικά, είναι θετικές για τη μείωση της ανεργίας. Αποδεικνύουν ότι η ελληνική οικονομία έχει χτίσει γερές γραμμές άμυνας και έχει πολύ θετικές προοπτικές», σημείωσε ο υπουργός Οικονομικών.
Ωστόσο, ο Χρήστος Σταϊκούρας αναγνώρισε ότι παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, η Ελλάδα δεν έχει περιθώριο για εφησυχασμό, καθώς καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από ενδογενείς και εξωγενείς προκλήσεις. Όπως εξήγησε, «το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία κινείται τουλάχιστον ικανοποιητικά δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε πλήρη επίγνωση των προκλήσεων που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Για παράδειγμα, το ελληνικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται σημαντικά. Το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, αλλά παραμένει υψηλό. Η Ελλάδα βγήκε από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, αλλά εξακολουθεί να μην έχει επενδυτική βαθμίδα. Και γνωρίζουμε ότι η νομισματική πολιτική θα γίνει πιο συσταλτική, καθώς τα επιτόκια θα αυξηθούν και άλλο. Αυτές είναι ενδογενείς και εξωγενείς προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουμε με σύνεση και υπευθυνότητα. Και συνεχίζουμε να ενεργούμε πάνω σε αυτούς τους άξονες».
Σχετικά με τις προκλήσεις στον ενεργειακό τομέα, ο υπουργός Οικονομικών υποστήριξε ότι η Ελλάδα έχει χτίσει ισχυρές γραμμές άμυνας για να αντιμετωπίσει αυτή τη πρωτόγνωρη εξωγενή κρίση, η οποία είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που έχουν εκτινάξει τον πληθωρισμό στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, ο κ. Σταϊκούρας αναγνώρισε ότι αυτές οι γραμμές άμυνας από μόνες τους δεν επαρκούν και για αυτό τον λόγο εξήγησε τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η κυβέρνηση για να ανακουφίσει ένα μέρος από το υπέρμετρο βάρος που καλούνται να σηκώσουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.
«Αυτές οι γραμμές άμυνας δεν φτάνουν και για αυτό η ελληνική κυβέρνηση έρχεται να βοηθήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις με ένα συνολικό πακέτο της τάξεως περίπου των 12 με 13 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2022, εκ των οποίων το δημοσιονομικό κόστος είναι 4,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Μέσα από σημαντικές και μόνιμες μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, μέσα από επιδοτήσεις που καλύπτουν σημαντικό τμήμα του ενεργειακού κόστους και στον ηλεκτρισμό και στο φυσικό αέριο αλλά και μέσα από πρόσθετες παρεμβάσεις, είτε αυτές αφορούν τα καύσιμα, το πετρέλαιο θέρμανσης είτε τη βοήθεια προς συγκεκριμένα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που έχουν μεγάλη ανάγκη προς το τέλος του έτους».
Ο υπουργός Οικονομικών αναφέρθηκε και στα βασικά σενάρια για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, διευκρινίζοντας ότι η Ελλάδα θα παραμείνει σε πολύ καλύτερη θέση ακόμα και στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι πιο δυσοίωνες εξελίξεις. Ωστόσο αναγνώρισε ότι χώρα μας δεν θα μείνει απολύτως αλώβητη από το δυσμενέστερο ευρωπαϊκό περιβάλλον.
«Το βασικό σενάριο είναι ότι φέτος θα έχει μια ανάπτυξη της τάξης του 3% και ένα οριακά θετικό πρόσημο το 2023. Το αρνητικό σενάριο που έχει να κάνει με δυσμενέστερες εξελίξεις στο γεωπολιτικό πεδίο είναι η Ευρώπη να γυρίσει σε ύφεση της τάξεως περίπου του 1% το 2023 και έναν πληθωρισμό πολύ υψηλότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις του 7% το 2023. Και στα δύο αυτά σενάρια, η Ελλάδα παραμένει σε πολύ καλύτερη θέση. Θα επηρεαστεί από αυτό το δυσμενέστερο ευρωπαϊκό περιβάλλον, αλλά θα εξακολουθήσουμε να είμαστε σε πολύ καλύτερη θέση. Αρκεί μόνο να συγκρίνει κανένας τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη, τον πληθωρισμό, για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2023 και την σημαντική συρρίκνωση της ανεργίας».