Υπάρχει αριστερός ηθικός πανικός; Το ερώτημα είναι ρητορικό. Στην πραγματικότητα είναι παράλογο.
Τόσο παράλογο όσο το ερώτημα αν υπάρχουν αριστερά μαθηματικά, που έθεταν μεταξύ τους οι αριστεριστές φοιτητές στη Γαλλία μετά την εξέγερση του Μάη του ’68. Μερικά πράγματα είναι απλώς αυτά που είναι. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως τα μαθηματικά, μπορείς να τα αποκαλέσεις πολιτικά ουδέτερα. Σε κάποιες άλλες, οφείλεις να παραδεχθείς ότι ο πολιτικός τους προσανατολισμός είναι εξαρχής δεδομένος, δεν ταλαντεύεται. Ο ηθικός πανικός, ας πούμε. Είναι μια συνθήκη συντηρητική, αντιδραστική ίσως, επί της αρχής και επί της ουσίας.
Την εβδομάδα που πέρασε ο ισχυρισμός αυτός επιβεβαιώθηκε με έναν παράδοξο, αλλά όχι πρωτοφανή τρόπο. Δύσκολα κάποιος που παρακολουθούσε τις εξελίξεις μπορούσε να παραμείνει ασυγκίνητος μπροστά στην καταιγίδα φρίκης των πληροφοριών για την υπόθεση της μαστροπείας και του βιασμού του κοριτσιού στον Κολωνό. Το γεγονός ότι ο βασικός κατηγορούμενος για τη μαστροπεία ήταν στέλεχος της Ν.Δ. στην περιοχή, φρόντιζε να φωτογραφίζεται με διάφορα πολιτικά πρόσωπα της Δεξιάς στην Αθήνα, εκκλησιαζόταν τακτικά και διατηρούσε στενές σχέσεις με τους ιερείς της περιοχής, όπως επίσης και με τον διοικητή του αστυνομικού τμήματος της γειτονιάς, ενίσχυσε μια γενική ιδέα: ότι συχνά οι ηθικολόγοι γίνονται τέτοιοι στην προσπάθειά τους όχι απλώς να καλύψουν τη δική τους εξοργιστική απουσία ήθους, αλλά κυρίως να γίνουν οι ίδιοι δικαστές του ήθους ώστε να αθωώσουν τον εαυτό τους.
Η τελευταία διαπίστωση είναι, άλλωστε, η σύντομη ιστορία αυτής της κυβέρνησης. Η οποία ανήλθε στην εξουσία καβάλα σε έναν μαζικό και γενικευμένο ηθικό πανικό και κάθε ημέρα αποδεικνύεται ότι βασίζει την ηγεμονία της στα πιο λούμπεν, διεφθαρμένα, μαφιόζικα και κακοποιά στοιχεία του κοινωνικού σχηματισμού. Και αυτό θα ήταν αρκετό για να επιχειρηθεί το άνοιγμα μιας συζήτησης η οποία να αφορά την εναλλακτική οργάνωση της κοινωνίας, που να αντιμετωπίζει την παθογένεια με όρους βελτίωσης και όχι κραυγών. Αντί για αυτό, γίναμε την τελευταία εβδομάδα μάρτυρες ενός εναλλακτικού ηθικού πανικού, ενός -θα λέγαμε- «ηθικού πανικού της Αριστεράς». Η συζήτηση που άνοιξε πάνω στην φρικιαστική ιστορία του Κολωνού υπήρξε η αγαπημένη συζήτηση της αντίδρασης: αυτή που αφορά το είδος της τιμωρίας. Θανατική ποινή, χημικός ευνουχισμός (sic), «νόμος της φυλακής», «ισόβια που να σημαίνουν ισόβια» και, βέβαια, η διαπόμπευση, αίτημα που δύσκολα κρυβόταν πίσω από την πάνδημη απαίτηση να δοθούν όλα τα ονόματα που με κάποιον τρόπο εμπλέκονταν στην υπόθεση – ή και όχι. Το τελευταίο, ρητά διατυπωμένο από το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς, σύντομα έχασε στο λαϊκό θυμικό κάθε συσχέτιση με τη διερεύνηση της υπόθεσης και έγινε ανοιχτά αίτημα να κορεσθεί η πείνα για ενόχους. Ενόχους που κυρίως θα αθωώσουν όλους εμάς: αν αυτοί είναι βρόμικοι, εμείς είμαστε καθαροί.
Ιδού, όμως, η σκέψη που βρίσκεται στη ρίζα της αντιδραστικής ηγεμονίας και του ηθικισμού που γίνεται ασπίδα των διεφθαρμένων. «Θέλω να δω τα ονόματά τους κρεμασμένα στα μανταλάκια» γράφτηκε κάπου στα εξ αριστερών κοινωνικά δίκτυα. Από κάτω χιλιάδες εξέφραζαν τον ενθουσιασμό τους ή απλώς την αρέσκειά τους. «Να γίνουν ξεφτίλα όλοι τους» συμπλήρωσε ορμώμενος από μια τέτοια ενθάρρυνση ο ποιητής.
Και να πώς, κάπως έτσι, η κουβέντα για την κοινωνική προστασία και πρόνοια, η ανάγκη για θεραπεία και βελτίωση δίνουν τη θέση τους στη συζήτηση για την τιμωρία και την ενοχή που ανακουφίζουν αυτόν τον στρεβλό συναισθηματισμό ο οποίος τροφοδοτεί τον απόλυτο λόγο χωρίς αποχρώσεις.
Να πώς, χρησιμοποιώντας τη σκέψη της αντίδρασης τάχα εναντίον της, αναπαράγουμε την ηγεμονία της και θρέφουμε τον ηθικισμό που γεννά τέρατα.
«Vous n’avez pas le monopole du cœur»
Το 1974 η γαλλική Αριστερά ένιωθε έτοιμη να ξαναβρεθεί στην κυβέρνηση μετά από μια εικοσαετία. Ο Φρανσουά Μιτεράν, επικεφαλής της συνεργασίας Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών και γνωστός για τις φραμπαλάδικες ομιλίες του, αναμετριόταν με τον ελάχιστα χαρισματικό εκπρόσωπο της Δεξιάς, τον Ζισκάρ. Στην τηλεμαχία μεταξύ των δύο χρησιμοποίησε πολλά ρητορικά σχήματα βασισμένα στην καρδιά. Η ισότητα, η κοινωνική δικαιοσύνη, όλα ήταν ζητήματα καρδιάς. «Κύριε Μιτεράν, σταματήστε να μιλάτε για την καρδιά σας. Δεν έχετε το μονοπώλιο της καρδιάς. Έχετε μία, όπως έχω κι εγώ και όλοι» απάντησε ψυχρά ο Ζισκάρ. Η πολιτική Ιστορία κατέγραψε τη φράση ως αυτήν που έκρινε τις εκλογές. Η Δεξιά κέρδισε, η Αριστερά έχασε.
Από το 2015 και μετά, στην Ελλάδα, βρισκόμαστε στη δίνη μιας Αριστεράς που μιλάει πάρα πολύ για την καρδιά της – σημαίνει μια αυτοαναφορική Αριστερά που θρηνεί ακατάπαυστα κάποιες αδιόρατες αξίες, που συνήθως δεν είναι καν οι δικές της. Και το πρόβλημα της γαλλικής Αριστεράς δεν είναι ότι η μεγάλη ενασχόληση με την καρδιά της τής στέρησε απλώς τις εκλογές του 1974. Είναι ότι όταν τελικά εκλέχθηκε, μιλώντας τόσο πολύ για την καρδιά της, είχε χάσει το μυαλό της και ακολούθησε πολιτικές που τις πληρώνει ακόμα και σήμερα.
Γιάννης Ανδρουλιδάκης
πηγή: Αυγή