«Πράγματι, περάσαμε μια ταραχώδη περίοδο (κατά την οικονομική κρίση). Και αυτή ακριβώς απέδειξε ότι το Ινστιτούτο Γκαίτε είναι αναγκαίο για να συνεχίσουμε να συζητάμε! Διότι όταν οι πολιτικές ρωγμές έγιναν πολύ σαφείς, κατέστη δυνατό να διατηρηθεί η συνέχεια με το πολιτιστικό έργο και τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Η εγκυρότητα του έργου του Ινστιτούτου Γκαίτε δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Είμαστε πολύ ευγνώμονες», λέει η πρόεδρος όλων των Ινστιτούτων Γκαίτε Καρόλα Λεντς, η οποία ήλθε στη χώρα μας από την έδρα του στο Μόναχο, για τον εορτασμό των 70 χρόνων του Γκαίτε της Αθήνας, στη συνέντευξή της στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Για την ίδρυσή του, το 1952, η πρώην καθηγήτρια εθνολογίας στα πανεπιστήμια του της Φρανκφούρτης και του Μάιντς αναφέρει πως «καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο Βέρνερ Γκιούντερ, ένας αποδεδειγμένα γνώστης της Ελλάδας και της Αθήνας, ο οποίος είχε ήδη εργασθεί ως λέκτορας στην (προπολεμική) Γερμανική Ακαδημία Αθηνών. Από αυτή την ώθηση προέκυψε το πρώτο Ινστιτούτο Γκαίτε του κόσμου στην Αθήνα».
«Η ιστορία δείχνει πώς (το Ινστιτούτο Γκαίτε) εξελίχτηκε από εξαγωγέας πολιτισμού, ο οποίος ήθελε να μεταφέρει την μεταπολεμική εικόνα της “καλής Γερμανίας” στο εξωτερικό, σε ένα Ινστιτούτο που υποστηρίζει διεθνή πολιτιστικά δίκτυα. Προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα πιο ανθρώπινο μέλλον μαζί, είναι απαραίτητο να συναντιόμαστε πέρα από τα κοινωνικά και εθνικά σύνορα, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη νεότερη γενιά». Μάλιστα «σε χώρες όπου οι εμπλεκόμενοι από τον χώρο του πολιτισμού και της τέχνη που υποστηρίζουν μια ανοιχτή και φιλελεύθερη κοινωνία υφίστανται αυξανόμενη πίεση, τα Ινστιτούτα Γκαίτε είναι συχνά οι μόνοι χώροι όπου είναι ακόμη δυνατές οι ελεύθερες συζητήσεις και οι πολιτιστικές ανταλλαγές», τονίζει.
Η Λέντς σπούδασε στο Γκέτινγκεν τη δεκαετία του 1970, είχε καθηγητή τον Κοσμά Ψυχοπαίδη, Έλληνα πολιτικό επιστήμονα και φιλόσοφο από τον οποίο και επηρεάστηκε έντονα. Συναναστράφηκε δε εκεί στα φοιτητικά της χρόνια με εξόριστους Έλληνες επιστήμονες. Για πρώτη φορά ήρθε στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας «πριν ήταν αδιανόητο», και έκτοτε την επισκέπτεται συχνά. «Παρεμπιπτόντως, την ερχόμενη άνοιξη έχει προγραμματιστεί μια μεγάλη περιπατητική εκδρομή στην Πελοπόννησο, για την οποία χαίρομαι πάρα πολύ», καταλήγει.
Ακολουθεί η συνέντευξη της προέδρου των Ινστιτούτων Γκαίτε Καρόλα Λεντς στο Αθηναϊκό-Μακεδονικο Πρακτορείο Ειδήσεων και στον Αντώνη Πολυχρονάκη
Κυρία πρόεδρε, είστε η μια εκ των συντακτών του βιβλίου «Το Ινστιτουτο Γκαίτε – Η ιστορία του από το 1951 έως σήμερα». Με ποια αφορμή γράφτηκε;
Αφορμή για το βιβλίο ήταν αφενός η 70η επέτειος της ίδρυσής του στο Μόναχο το 1951 διότι δεν υπήρχε κάποια επισκόπηση της ιστορίας του ούτε κάποιο με την δέουσα αναφορά στην συμβολή των συνεργατών και αφετέρου, όταν εκλέχτηκα πρόεδρος των Ινστιτούτων Γκαίτε προ διετίας, ήθελα να κατανοήσω καλύτερα την ιστορία και την εξέλιξή του. Και έτσι άρχισα να γράφω το βιβλίο μαζί με την Μαρί-Κριστίν Γκάμπριελ. Πήραμε πολυάριθμες συνεντεύξεις από νυν και πρώην συναδέλφους του Ινστιτούτου, εξετάσαμε υπάρχουσες έρευνες και επεξεργαστήκαμε ιστορικά ντοκουμέντα και επετηρίδες των περασμένων δεκαετιών.
Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε την εξέλιξή του;
Το Ινστιτούτο Γκαίτε ιδρύθηκε αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, έζησε τόσο τον Ψυχρό Πόλεμο, την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, μια Ευρώπη που αναπτύσσεται από κοινού όσο και τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές στη Γερμανία λόγω της μετανάστευσης. Η ιστορία του δείχνει πώς εξελίχτηκε από εξαγωγέας πολιτισμού, ο οποίος ήθελε να μεταφέρει την μεταπολεμική εικόνα της «καλής Γερμανίας» στο εξωτερικό, σε ένα Ινστιτούτο που υποστηρίζει διεθνή πολιτιστικά δίκτυα. Προωθεί τις ισότιμες, πολύπλευρες συναντήσεις, είναι ανοιχτό σε διαφορετικές απόψεις και θέλει να καταστήσει δυνατό τον διάλογο για θέματα εκπαίδευσης και πολιτισμού. Αυτό συνεχίζει να πραγματοποιείται με τις στενές και πλήρους εμπιστοσύνης πολιτιστικές/εκπαιδευτικές ανταλλαγές με τους εταίρους μας στις διάφορες χώρες που μας φιλοξενούν. Και το να ακούει κανείς προσεκτικά είναι συχνά το πιο σημαντικό πράγμα.
Τι έχει αλλάξει εν τω μεταξύ;
Οι μορφές και οι θεματικές προτεραιότητες της δουλειάς μας έχουν φυσικά αλλάξει. Η ψηφιοποίηση επιτρέπει μεγαλύτερη εμβέλεια και την προσέγγιση νέων ομάδων-αποδεκτών. Μας έδωσε τη δυνατότητα, ειδικά κατά τη διάρκεια του κορονοϊού, να παραμείνουμε σε επαφή, να συνεχίσουμε να προσφέρουμε μαθήματα γλώσσας ή να διοργανώνουμε διαδικτυακά φεστιβάλ. Σε χώρες όπου οι εμπλεκόμενοι από τον χώρο του πολιτισμού και της τέχνης που υποστηρίζουν μια ανοιχτή και φιλελεύθερη κοινωνία υφίστανται αυξανόμενη πίεση, τα Ινστιτούτα Γκαίτε είναι συχνά οι μόνοι χώροι όπου είναι ακόμη δυνατές οι ελεύθερες συζητήσεις και οι πολιτιστικές ανταλλαγές.
Ποια θέματα σας απασχολούν σήμερα, ποιές είναι οι σημαντικότερες προκλήσεις;
Μας απασχολούν οι τρέχουσες συζητήσεις για τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό και θέματα ή παγκόσμιες προκλήσεις λόγω των μετα-αποικιοκρατικών ασυμμετριών, της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής. Είναι σημαντικό να παραμείνει το Ινστιτούτο Γκαίτε πιστό στην πολιτιστική και εκπαιδευτική του αποστολή και ταυτόχρονα να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες και προκλήσεις. Η τρέχουσα κρίση ως επακόλουθο της βάναυσης επίθεσης της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο εύθραυστη είναι η παγκόσμια κατάσταση.
Ήλθατε στην Ελλάδα για τον εορτασμό των 70 χρόνων από την ίδρυση του Ινστιτούτου Γκαίτε της Αθήνας του πρώτου εκτός Γερμανίας. Πώς προέκυψε αυτό;
Όπως συμβαίνει συχνά, πρέπει να δραστηριοποιηθούν κάποιοι άνθρωποι. Στην Αθήνα καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο Βέρνερ Γκιούντερ, ένας αποδεδειγμένα γνώστης της Ελλάδας και της Αθήνας, ο οποίος είχε ήδη εργασθεί ως λέκτορας στην (προπολεμική) Γερμανική Ακαδημία Αθηνών. Από αυτή την ώθηση προέκυψε το πρώτο Ινστιτούτο Γκαίτε του κόσμου στην Αθήνα.
Πώς εξελίχτηκε έκτοτε το Γκαίτε στην Αθήνα και στην Ελλάδα γενικότερα;
Το Ινστιτούτο εξελίχθηκε γρήγορα από απλό πάροχο γλωσσικών μαθημάτων και εξετάσεων σε έναν κεντρικό πολιτιστικό παράγοντα που ασχολήθηκε με νέες καλλιτεχνικές τάσεις ενώ ταυτόχρονα παρέμεινε ανοιχτό και στο δικό του παρελθόν. Αντί να προσφέρουμε απλώς τα δικά μας προγράμματα, εστιάσαμε και εστιάζουμε στην αρχή του διαλόγου και της συμμετοχής. Μαζί με το Ινστιτούτο Γκαίτε στη Θεσσαλονίκη και τα δύο Κέντρα Γκαίτε στα Χανιά και την Πάτρα, κατέστη δυνατόν να επεξεργαστούμε θέματα όπως λ.χ. η κουλτούρα της μνήμης και να τα φωτίσουμε από καλλιτεχνική, κοινωνική και επιστημονική άποψη.
Ποια είναι η κατάσταση των πολιτιστικών σχέσεων μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας μετά την ταραχώδη περίοδο της οικονομικής κρίσης;
Πράγματι, περάσαμε μια ταραχώδη περίοδο. Και αυτή ακριβώς απέδειξε ότι το Ινστιτούτο Γκαίτε είναι αναγκαίο για να συνεχίσουμε να συζητάμε! Διότι όταν οι πολιτικές ρωγμές έγιναν πολύ σαφείς, κατέστη δυνατό να διατηρηθεί η συνέχεια με το πολιτιστικό έργο και τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Η εγκυρότητα του έργου του Ινστιτούτου Γκαίτε δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Είμαστε πολύ ευγνώμονες. Η τρέχουσα παγκόσμια κατάσταση δείχνει περισσότερο από ποτέ ότι τα πολιτιστικά ιδρύματα εκπληρώνουν ένα σημαντικό καθήκον. Προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα πιο ανθρώπινο μέλλον μαζί, είναι απαραίτητο να συναντιόμαστε πέρα από τα κοινωνικά και εθνικά σύνορα, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη νεότερη γενιά. Τα εργαστήρια ή οι συναντήσεις νέων είναι σχήματα στα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο κάποια καλλιτεχνική ανταλλαγή ή ένα κοινό θέμα. Εάν λ.χ. οι νέοι ασχολούνται με πτυχές της βιωσιμότητας, τότε η εθνική τους προέλευσή τους δεν παίζει και τόσο αποφασιστικό ρόλο. Πολύ πιο σημαντικό είναι το κοινό συμφέρον για τη διαμόρφωση ενός βιώσιμου μέλλοντος.
Λόγω του πολέμου στην Ουκρανία το γερμανικό κοινοβούλιο συζήτησε για ενδεχόμενες περικοπές στα Ινστιτούτα σας. Θα έχουν αντίκτυπο και στα ελληνικά Ινστιτούτα Γκαίτε;
Δεν γνωρίζουμε ακόμη τον ακριβή προϋπολογισμό για την επόμενη χρονιά. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι οι προκλήσεις θα είναι τεράστιες. Για τα ινστιτούτα μας στην Ελλάδα – καθώς και σε όλο τον κόσμο- είναι σημαντικό να διατηρήσουμε την ικανότητα δράσης σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Γι αυτό και έρχονται όλο και περισσότερο στο επίκεντρο προγράμματα που χρηματοδοτούνται από άλλες πηγές, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ταυτόχρονα, δεν θα σταματήσουμε να ζητούμε από τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων στη Γερμανία να μην αποδυναμώσουν αλλά να ενισχύσουν τη διεθνή πολιτιστική και εκπαιδευτική πολιτική ακριβώς σε αυτούς τους καιρούς που η Ευρώπη πρέπει να είναι ενωμένη.
Ως επιστήμονας, ως εθνολόγος, έχετε ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο. Έχετε έρθει ποτέ στην Ελλάδα;
Σπούδασα στο Γκέτινγκεν τη δεκαετία του 1970 και επηρεάστηκε έντονα από τον Κοσμά Ψυχοπαίδη, Έλληνα πολιτικό επιστήμονα και φιλόσοφο. Εκείνη την περίοδο δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν πριν επιστρέψει τελικά στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Και άλλοι Έλληνες επιστήμονες ήταν όμως επίσης εξόριστοι στο Γκέτινγκεν, και βρισκόμουν σε στενή επαφή με αυτόν τον κύκλο. Μαζί με την πνευματική ανταλλαγή, τα ελληνικά εστιατόρια και η ελληνική μουσική ήταν επίσης πολύ σημαντικά μέρη της φοιτητικής μας ζωής στο Γκέτινγκεν. Το ταξίδι στην Ελλάδα ήταν βέβαια αδιανόητο για εμάς πριν από το τέλος της χούντας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ερχόμουν όμως συχνά στην Αθήνα, για να επισκεφτώ Έλληνες φίλους ή απλώς ως τουρίστας – κάνοντας πεζοπορίες στη Ρόδο και στα Κύθηρα, ιστορικές αναζητήσεις σε Βόλο, Σκιάθο και Σκόπελο και πολλά άλλα. Η φιλοξενία και η χαρά της συζήτησης: αυτά ήταν μαζί με τα ίχνη της εντυπωσιακής ιστορίας, οι καθοριστικές εντυπώσεις! Παρεμπιπτόντως, την ερχόμενη άνοιξη έχει προγραμματιστεί μια μεγάλη περιπατητική εκδρομή στην Πελοπόννησο, για την οποία χαίρομαι πάρα πολύ.