Τα στοιχεία που ανακοίνωσε πρόσφατα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) για το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) το δεύτερο τρίμηνο του 2022, αλλά και η πορεία του τουρισμού και των βραχυχρόνιων δεικτών για το τρίτο τρίμηνο, καθιστούν βάσιμη την εκτίμηση ότι η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας το 2022 θα παραμείνει ισχυρή, προσεγγίζοντας σε ετήσια βάση ακόμα και το 6%
Θεόδωρος Μητράκος
Η ανάκαμψη του 2021 (8,3%) και των πρώτων τριμήνων του 2022 ήταν εξαιρετικά ευπρόσδεκτη, καθώς ήρθε να καλύψει τις μεγάλες απώλειες από τη βαθιά ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας που καταγράφηκε το 2020 (-9%) εξαιτίας της πανδημίας. Ωστόσο, η σχετικά γρήγορη επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε υψηλούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε θριαμβολογία και εφησυχασμό, για πολλούς λόγους. Μεταξύ αυτών επισημαίνονται ως πιθανώς πιο σημαντικοί οι εξής:
Χάσμα
Πρώτον, παρά τη δυναμική ανάκαμψη των δύο τελευταίων ετών μας χωρίζει πολύ μεγάλο χάσμα σε όρους βασικών οικονομικών δεικτών (κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ποσοστό απασχόλησης κ.ά.) από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης (PPS) διαμορφώθηκε το 2021 στο 64,6% του μέσου όρου της ΕΕ και η χώρα κατέλαβε την προτελευταία θέση πριν από την Βουλγαρία. Η μικρή, ανοικτή και ιδιαίτερα ευάλωτη σε κάθε είδους αναταράξεις ελληνική οικονομία έχει να καλύψει πολύ μεγάλη απόσταση για να προσεγγίσει το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Σημαντικούς κινδύνους ενέχει όχι μόνο η έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας των τίτλων του ελληνικού δημοσίου, αλλά και η υπερβολική εξάρτηση της οικονομίας από τον τουριστικό κλάδο. Για να είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο το τουριστικό προϊόν της χώρας, θα πρέπει να αποτραπεί η διαφαινόμενη υπερεκμετάλλευση που θα οδηγήσει σε απώλεια της αξίας του. Παράλληλα, η ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει μετάβαση σε ένα παραγωγικό μοντέλο προσανατολισμένο στις εξαγωγές με έμφαση και σε άλλους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας (μεταποίηση, πρωτογενής ποιοτική παραγωγή, νέες τεχνολογίες κ.ά.).
Μη διατηρήσιμη
Δεύτερον, η ανάκαμψη της οικονομίας από το 2021 δεν φαίνεται να είναι διατηρήσιμη μεσο-μακροπρόθεσμα καθώς στηρίχθηκε κυρίως σε έκτακτους παράγοντες, που όχι μόνο δεν υφίστανται πλέον αλλά έχουν ήδη αντιστραφεί. Μεταξύ των παραγόντων αυτών είναι η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που επέτρεψε τη χωρίς προηγούμενο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, αλλά και το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω της πανδημίας (PEPP) της ΕΚΤ, που παρείχε άφθονη ρευστότητα. Επιπλέον, τη μεγαλύτερη συμβολή στην ανάπτυξη του πρώτου εξαμήνου του 2022 είχε η ιδιωτική κατανάλωση (7,9%), επωφελούμενη από τα κυβερνητικά μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων και από τις συσσωρευμένες αναγκαστικές αποταμιεύσεις της περιόδου της πανδημίας. Ωστόσο, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών μάλλον εξαντλούνται, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική έχει απωλέσει τις δικές της δυνατότητες μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων, ενώ έχει ήδη γίνει λιγότερο διευκολυντική η νομισματική πολιτική με την αύξηση των επιτοκίων παρέμβασης να βρίσκεται σε εξέλιξη.
Υψηλό δημοσιονομικό κόστος
Τρίτον, η στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων τα τελευταία έτη στο πλαίσιο αντιμετώπισης των επιπτώσεων της πανδημίας και στη συνέχεια της ενεργειακής κρίσης είχαν ιδιαίτερα υψηλό δημοσιονομικό κόστος, που θα επιβαρύνει την ανάκαμψη από το 2023 και μετά. Τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα το 2020 (πρωτογενές έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης 7,2%) και το 2021 (5,0%) επιβάρυναν δυσανάλογα το δημόσιο χρέος, μεταθέτοντας ουσιαστικά την προσπάθεια για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του και τη σταδιακή μείωσή του στα πρωτογενή πλεονάσματα που θα απαιτηθούν μετά το 2022. Η επιβάρυνση αυτή συνεχίζεται και το 2022 καθώς, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα ύψους 3,6 δισεκ. ευρώ ή 1,7% του ΑΕΠ, (βλ. ΥΠΟΙΚ, Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2023, Οκτώβριος 2022). Επισημαίνεται ακόμα ότι τα μέτρα στήριξης της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της υγειονομικής και της ενεργειακής κρίσης (που ξεπέρασαν τα 50 δισεκ. ευρώ) δεν είχαν την απαιτούμενη αποτελεσματικότητα. Η περιορισμένη αποτελεσματικότητα των δημόσιων παρεμβάσεων μπορεί να αποδοθεί κυρίως στην πολύ μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από κλάδους που επλήγησαν δυσανάλογα από την πανδημία (τουρισμός, εστίαση κ.ά.), στην ατελή στόχευση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων, αλλά και στην ιδιαίτερα χαμηλή ποιότητα που χαρακτηρίζει τη διακυβέρνηση των δημόσιων πόρων στη χώρα μας (βλ. IMD World Competitiveness Booklet 2022, Government Efficiency Index, 15.6.2022).
Ο παράγοντας των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων
Τέταρτον, οι ρυθμοί ανάπτυξης τα επόμενα έτη δεν αρκεί μόνο να είναι υψηλοί, θα πρέπει ταυτόχρονα να περιορίζουν τις ήδη αυξημένες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και να διασφαλίζουν την ισόρροπη ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Αυτό τουλάχιστον δεν συνέβη τα δύο τελευταία έτη. Από τα αποτελέσματα της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) που ανακοινώνονται από την ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι η αποκλιμάκωση της εισοδηματικής ανισότητας την περίοδο 2017-2019 αντιστρέφεται με βάση τα νεότερα στοιχεία. Πράγματι, ο ευρέως χρησιμοποιούμενος συντελεστής ανισότητας Gini από 31,0 το 2019 αυξήθηκε σε 31,4 το 2020 και 32,4 το 2021 (βλ. ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο Τύπου «Οικονομική Ανισότητα», 27 Ιουλίου 2022). Ομοίως, ο δείκτης S80/S20 εκτιμήθηκε σε 5,8 για το 2021, αυξημένος κατά 13,7% σε σχέση με το 2019. Δηλαδή το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία είναι 5,8 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Κατά συνέπεια, τα υψηλότερα κλιμάκια της κατανομής του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών, ενίσχυσαν τα δύο τελευταία έτη σημαντικά το εισοδηματικό τους μερίδιο έναντι των πιο φτωχών κλιμακίων. Ως αποτέλεσμα, το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα στην έρευνα του 2021 κατέχει το 45,7% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, έναντι μόλις 9,6% που κατέχει το 25% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα. Σχετική επιδείνωση μετά το 2019 υποδηλώνουν και άλλοι κοινωνικοί δείκτες, όπως είναι το ποσοστό των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας, που προσεγγίζει το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού (2019: 17,9%, 2021: 19,6%, βλ. ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο Τύπου «Κίνδυνος Φτώχειας», 27 Ιουλίου 2022).
Τέλος, η διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων τα τελευταία έτη επιβεβαιώνεται και σε όρους καταναλωτικής δαπάνης από την πιο πρόσφατη Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021. Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν το 2021 τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2020 κατά 2,6%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 10,7%. Ταυτόχρονα, εντείνονται τα τελευταία τρίμηνα οι πληθωριστικές πιέσεις, με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή να αυξάνεται σε ετήσια βάση κατά 12,0% το Σεπτέμβριο του 2022. Η ανάλυση των στοιχείων αυτών έχει καταδείξει ότι η δραματική αύξηση των τιμών επιβαρύνει δυσανάλογα τα φτωχότερα νοικοκυριά που καταναλώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους και επηρεάζονται περισσότερο από τις ανατιμήσεις στην ενέργεια και στα είδη πρώτης ανάγκης. Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και στέγαση (περιλαμβάνει ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα θέρμανσης) των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58,1% των δαπανών τους, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 36,3% (βλ. ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο Τύπου «Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών», 29 Σεπτεμβρίου 2022).
Συνοψίζοντας, τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το 2020 και 2021 δημιουργούν ανησυχίες για μία νέα φάση όξυνσης της εισοδηματικής ανισότητας, αλλά και επιδείνωσης άλλων κοινωνικών δεικτών (κίνδυνος φτώχειας, υλικές στερήσεις, κοινωνικός αποκλεισμός κ.ά.). Η διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων που καταγράφεται τα δύο τελευταία έτη, σε συνδυασμό με το κύμα ανατιμήσεων στα ενεργειακά προϊόντα και στα είδη πρώτης ανάγκης, θέτουν πλέον σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, δυσχεραίνοντας έτσι τη διατήρηση των θετικών ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και υπονομεύοντας την πορεία σύγκλισης με τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Ο Θεόδωρος Μητράκος είναι πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος
πηγή: Εποχή