Μπορεί η ελληνική οικονομία να γίνει “κυκλική”; Τι χρειάζεται να αλλάξει και ποια θα ήταν τα οφέλη που θα προέκυπταν από αυτήν την αλλαγή;
Μελέτη υπό τον τίτλο, «Κυκλική οικονομία: Ευκαιρίες, προκλήσεις και επιδράσεις στην ελληνική οικονομία» στην οποία περιγράφονται οι αλλαγές που πρέπει να συμβούν και στην ελληνική οικονομία προς αυτή την κατεύθυνση, εκπόνησε ερευνητική ομάδα του ΙΟΒΕ, υπό τον συντονισμό του γενικού διευθυντή Νίκου Βέττα και με τη συμμετοχή των Ηλία Ντεμιάν, Κώστα Βαλάσκα, Σοφίας Σταυράκη, Αλέξανδρου Μουστάκα, Svetoslav Danchev και Γιώργου Μανιάτη.
Όπως επισημαίνεται στη σύνοψή της μελέτης, καθώς ο πληθυσμός του πλανήτη μεγαλώνει και οι κοινωνίες αναπτύσσονται, εμφανίζεται ολοένα και πιο έντονο το πρόβλημα της διαχείρισης των διαθέσιμων πόρων. Πλέον οι παραγωγικές δραστηριότητες και η κατανάλωση χρησιμοποιούν πολύ μεγάλες ποσότητες υλικών πόρων που, εξ ορισμού, είναι πεπερασμένοι, ενώ το περιβάλλον επίσης επιβαρύνεται από απόβλητα και τα κατάλοιπα διαδικασιών. Έχει εμφανιστεί ως επιτακτική ανάγκη παγκοσμίως, λοιπόν, η εφαρμογή μετατροπών στην αλυσίδα παραγωγής προϊόντων αλλά και στην κατανάλωση, για να γίνει συνολικά ολόκληρη η οικονομική δραστηριότητα πιο βιώσιμη και λιγότερο σπάταλη. Η μετατροπή, ουσιαστικά, της οικονομίας από γραμμική σε “κυκλική”.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, είναι μια ανάγκη επιτακτική και για τη χώρα μας που έχει, άλλωστε, αναλάβει και τις αντίστοιχες δεσμεύσεις μαζί με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πολυσέλιδη έκθεσή τους, αναλύουν τα βασικά δεδομένα, τις θεσμικές αλλαγές που έχουν υλοποιηθεί ή δρομολογηθεί, τους στόχους της χώρας για το μέλλον και τις σημαντικότερες προκλήσεις που προκύπτουν. Κάνουν, δε, και μια εκτίμηση για το όφελος μιας στροφής σε μια κυκλική οικονομία με όρους επίδρασης στο ΑΕΠ και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Για παράδειγμα, υπολόγισαν πως αν όντως υλοποιηθούν επενδύσεις ύψους € 2,4 δισ. για την κατασκευή νέων μονάδων ανακύκλωσης και επεξεργασίας υλικών στη χώρα, όπως περιγράφονται στον Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης Αποβλήτων, σε ορίζοντα δεκαετίας η επίπτωση στο ΑΕΠ θα φτάνει το € 1,1 δισ., ενώ σε όρους εργασίας, η αναμενόμενη επίδραση υπολογίζεται σε περίπου 4,6 χιλ. θέσεις εργασίας ανά έτος, σταθερές σε ορίζοντα οκταετίας. Στο ίδιο διάστημα, τα επιπλέον έσοδα του Δημοσίου από φόρους και εισφορές θα φτάνουν τα 390 εκατομμύρια.
Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την έρευνα είναι τα εξής:
1. Τι είναι “κυκλική οικονομία”;
Όλα τα προϊόντα που αγοράζουμε και καταναλώνουμε παράγονται μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία που πάντα ξεκινά με την εξαγωγή/εξόρυξη κάποιων πρώτων υλών από το περιβάλλον. Οι πόροι αυτοί πωλούνται, μεταφέρονται, και μετατρέπονται σε άλλες μορφές μέσα από τις διαδικασίες της βιομηχανικής παραγωγής. Μετά από διάφορα στάδια, φτάνουν στη διαμόρφωση του τελικού προϊόντος, το οποίο καταναλώνεται και, όταν ο κύκλος ζωής του ολοκληρωθεί, πετιέται στα σκουπίδια, καταστρέφεται ή ανακυκλώνεται. Κάθε αντικείμενο που υπάρχει μπροστά σας αυτή τη στιγμή, από την οθόνη που κοιτάζετε και την καρέκλα στην οποία κάθεστε μέχρι το κυπελάκι του καφέ (και τον ίδιο τον καφέ), περνάει από αυτή τη διαδικασία. Σήμερα αυτή είναι κατά κανόνα μία διαδικασία σπάταλη, όχι πάντα ορθολογικά σχεδιασμένη, που σε πολλές περιπτώσεις δημιουργεί πιέσεις και προβλήματα στο φυσικό περιβάλλον. Γι’ αυτό η συζήτηση εδώ και μερικές δεκαετίες είναι έντονη για τη μετάβαση από το παραπάνω μοντέλο σε έναν πιο βιώσιμο, πιο “κυκλικό” τρόπο λειτουργίας της οικονομίας.
Τι είναι, όμως, “κυκλική οικονομία”; Ο όρος ουσιαστικά περιγράφει ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στη δραστική μείωση των αποβλήτων που παράγει η οικονομική δραστηριότητα, με την ανακύκλωση/επαναχρησιμοποίηση μεγάλου μέρους των πόρων που χρησιμοποιεί. Έρχεται να αντικαταστήσει το “γραμμικό” μοντέλο που χρησιμοποιείται ακόμα σε μεγάλο βαθμό στο οποίο, όπως το περιγράψαμε και παραπάνω, οι πόροι και οι πρώτες ύλες μετατρέπονται σε προϊόντα τα οποία διανέμονται, καταναλώνονται και, όταν φτάνουν στο τέλος του κύκλου ζωής τους, απορρίπτονται.
Η “κυκλική οικονομία”, ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνει μόνο την ανακύκλωση των απορριμμάτων στο τελευταίο στάδιο, αλλά και παρεμβάσεις σε όλα τα προηγούμενα στάδια, για πιο αποτελεσματική χρήση των πρώτων υλών και για την επιμήκυνση του χρόνου ζωής του προϊόντος, με τελικό στόχο την ελαχιστοποίηση της σπατάλης φυσικών πόρων.
Για παράδειγμα, τα προϊόντα μιας κυκλικής οικονομίας πρέπει να είναι σχεδιασμένα εξαρχής έτσι ώστε να επισκευάζονται ευκολότερα και να μην χρειάζεται να αντικαθίστανται (και να πετιούνται) όποτε χαλάνε. Η ίδια η διαδικασία της παραγωγής, εξάλλου, πρέπει να είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να περιορίζει τα απόβλητα και να επαναχρησιμοποιεί διαθέσιμους πόρους. Δεν είναι καθόλου απλό πράγμα.
Ποια είναι τα οφέλη; Πρώτα απ’ όλα, ο περιορισμός της σπατάλης (για οικονομικούς αλλά και για ηθικούς λόγους). Είναι γνωστό ότι περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως -1,3 δισ. τόνοι, αξίας 1 τρισ. δολαρίων- καταλήγει ως απόβλητα ή αλλοιώνεται λόγω κακών πρακτικών μεταφοράς και συγκομιδής. Παράλληλα, η μείωση των αποβλήτων μειώνει τις πιέσεις στο φυσικό περιβάλλον, και όλες τις επάλληλες δραματικές συνέπειες (οικολογικές, κοινωνικές, οικονομικές) που προκύπτουν από αυτές. Υπάρχουν, όμως, και άλλα οφέλη. Μια κυκλική οικονομία μπορεί να προστατεύει τις επιχειρήσεις από απρόοπτα, όπως προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, αιφνίδιες αλλαγές στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών, ή άλλους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την οικονομική δραστηριότητα. Η υιοθέτηση της κυκλικής οικονομίας από τις χώρες του πλανήτη, δε, σχετίζεται με τουλάχιστον 7 από τους 17 στόχους του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
2. Πόσο κυκλική είναι η ελληνική οικονομία;
Στην Ελλάδα, ως γνωστόν, κατά κανόνα εισάγουμε πολλά πράγματα και εξάγουμε λιγότερα. Αυτό ισχύει για τα περισσότερα πράγματα, αλλά ισχύει και για τα υλικά που χρησιμοποιεί η βιομηχανία και η μεταποίηση. Οι περισσότεροι υλικοί πόροι που μπαίνουν στην ελληνική οικονομία εισάγονται από το εξωτερικό. Και στις τέσσερις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται τα διάφορα υλικά, η Ελλάδα εμφανίζεται πιο εξαρτημένη από τις εισαγωγές από ό,τι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Εκτός από τις εισαγωγές, όμως, διαφέρουμε σε σχέση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη και στην κατανάλωση. Στην Ελλάδα καταναλώνουμε λιγότερα υλικά κατά κεφαλήν από ό,τι οι περισσότερες χώρες της ΕΕ: 9,8 τόνους ο καθένας και η καθεμιά μας κατά μέσο όρο το 2021, έναντι 35 τόνων για κάθε Φινλανδό την ίδια χρονιά. Μάλιστα, η ποσότητα των υλικών που καταναλώνουμε έχει μειωθεί κατά 34% την τελευταία 20ετία, κυρίως χάρη στη δραματική μείωση (σχεδόν 60%) της κατανάλωσης ορυκτών ενεργειακών υλικών στη χώρα σε αυτό το διάστημα, με τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που έχει υλοποιηθεί σε αξιοσημείωτο βαθμό.
Τα απόβλητα που παράγονται σήμερα στην Ελλάδα προέρχονται από διάφορες πηγές, κάποιες εκ των οποίων πολλοί και πολλές δεν γνωρίζουν. Για παράδειγμα, το 2018 το μεγαλύτερο μέρος των 45,6 εκατ. τόνων στερεών αποβλήτων που δημιουργήθηκαν στη χώρα -σχεδόν τα μισά- προέρχονταν από τα ορυχεία και τα λατομεία. Άλλες κατηγορίες αποβλήτων περιλαμβάνουν τις ηλεκτρικές μπαταρίες, ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, αυτοκίνητα και άλλα προϊόντα, ενώ πολλά απόβλητα παράγει και ο πρωτογενής τομέας (εκτιμώνται περί τους 12,5 εκατ. τόνους το 2018 -εκ των οποίων το 80% από την κτηνοτροφία). Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2015, παράγουμε, δε, 142 κιλά απόβλητα τροφίμων ανά κάτοικο κάθε χρόνο -τα περισσότερα στην ΕΕ- την ώρα που ως χώρα είμαστε πέμπτοι ως προς το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε επισιτιστική ανασφάλεια.
Μια πολύ σημαντική υποκατηγορία των στερεών αποβλήτων είναι τα αστικά στέρεα απόβλητα (ΑΣΑ) που περιλαμβάνουν τα σκουπίδια των νοικοκυριών, αλλά και σκουπίδια από γραφεία, καταστήματα και δημόσιους οργανισμούς. Κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα κατά μέσο όρο παράγουμε πάνω από μισό τόνο τέτοια απόβλητα κάθε χρόνο. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, το πόσα ΑΣΑ παράγουμε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της οικονομίας μας -πάντως κατά κεφαλήν παράγουμε περισσότερα από ό,τι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Τι τα κάνουμε αυτά τα απόβλητα; Τα θάβουμε σε χωματερές, σχεδόν όλα. Το 77,6% των ΑΣΑ οδηγούνται σε ταφή, το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Μόνο το 19,9% πάνε για ανακύκλωση ή κομποστοποίηση (έναντι 48,5% στη Γερμανία και 32,5% στη Σουηδία), ενώ μόνο το 1,3% χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας.
Η Ελλάδα ανακυκλώνει περίπου το 60% των αποβλήτων συσκευασιών (που πάνε στους γνωστούς μπλε κάδους), ένα ποσοστό κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. Ανακυκλώνουμε σχεδόν όλες τις χάρτινες και μεταλλικές συσκευασίες που πετιούνται, αλλά μόνο το 1/3 των πλαστικών συσκευασιών και ένα μικρότερο ποσοστό συσκευασιών από γυαλί και ξύλο.
Η όποια ανακύκλωση, δε, γίνεται κυρίως στο εξωτερικό. Το 55,6% των χάρτινων συσκευασιών που πετιούνται στην Ελλάδα, εξάγονται σε τρίτες χώρες για να ανακυκλωθούν. Όλες οι γυάλινες συσκευασίες που πετιούνται, εξάλλου, ανακυκλώνονται στη Βουλγαρία, από εργοστάσιο ελληνικών συμφερόντων.
Υπάρχουν και άλλες δομές που ανακυκλώνουν ή επαναχρησιμοποιούν. Στην Ελλάδα έχουμε 143 εγκεκριμένα διαλυτήρια αυτοκινήτων. Ένα μεγάλο ποσοστό των αποβλήτων από εκσκαφές, κατασκευές και κατεδαφίσεις (περίπου 44%) επαναχρησιμοποιούνται σε άλλες χρήσεις (επιχώσεις, επιστρώσεις αγροτικών δρόμων κλπ.). Ένα επίσης μεγάλο ποσοστό, όμως, (άγνωστο πόσα ακριβώς) απορρίπτονται ανεξέλεγκτα στα φυσικά οικοσυστήματα.
Όλα αυτά οδηγούν στο αποτέλεσμα ότι η ελληνική οικονομία απέχει πάρα πολύ από το να μπορεί να χαρακτηριστεί “κυκλική”. Το 2020 μόλις το 5,4% των υλικών πόρων που χρησιμοποιούνται από την οικονομία προέρχονταν από ανακυκλωμένα απόβλητα -έναντι 12,8% στην ΕΕ, 21,6% στην Ιταλία και 30,9% στην Ολλανδία. Πώς μπορεί να αλλάξει αυτή η κατάσταση; Χρειάζονται τα συνήθη συστατικά μεγάλων μεταβολών: ένα στιβαρό θεσμικό πλαίσιο και ένας πλούτος από εργαλεία, χρηματοδοτικά και άλλα.
3. Τα εργαλεία και το πλαίσιο
Το τρέχον Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία, που παρουσιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2020, καθώς και μια σειρά από οδηγίες, προτάσεις και αποφάσεις που περιγράφουν το πώς πρέπει να διαχειρίζονται διάφορες κατηγορίες αποβλήτων τα κράτη-μέλη, αποτελούν το βασικό θεσμικό πλαίσιο πάνω στο οποίο τα κράτη-μέλη αναπτύσσουν τις επιμέρους σχετικές στρατηγικές. Η ΕΕ σε αυτά τα κείμενα θέτει φιλόδοξους στόχους σε διάφορους τομείς, όπως για την οριζόντια ανακύκλωση των αστικών στέρεων αποβλήτων για το 2025 (55%) και το 2030 (60%) και για τον περιορισμό της ταφής στο 10% των διαχειριζόμενων αποβλήτων ως το 2035.
Στην Ελλάδα, που βεβαίως απέχει πάρα πολύ από αυτούς τους στόχους, το θεσμικό πλαίσιο περιλαμβάνει κείμενα όπως το νέο Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία (2021), τον Εθνικό Σχεδιασμό για τη Διαχείριση Αποβλήτων (2020), το Εθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης Δημιουργίας Αποβλήτων (2021), αλλά και τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο (2022). Όλα αυτά τα κείμενα πολιτικής ουσιαστικά περιγράφουν τη συμμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και κρίνονται επαρκή και πλήρη.
Σήμερα υπάρχει, δε, και μια μεγάλη ποικιλία από εργαλεία (τεχνολογικά και άλλα) σε κάθε στάδιο της διαδικασίας παραγωγής, από τη συλλογή-διαλογή των αποβλήτων και τη μηχανική ή βιολογική επεξεργασία με διάφορες τεχνικές και μεθόδους σε ειδικές εγκαταστάσεις, μέχρι οικονομικά κίνητρα για τον περιορισμό της σπατάλης και την αποτελεσματικότερη διαχείριση των αποβλήτων.
Αλλά μόνο τα στρατηγικά σχέδια και οι τεχνικές και μέθοδοι δεν αρκούν: χρειάζονται και χρήματα. Ο Εθνικός Σχεδιασμός Διαχείρισης Αποβλήτων που αναφέρθηκε παραπάνω περιγράφει την ανάγκη για επενδύσεις ύψους μεταξύ € 3 και € 3,5 δισ., που περιλαμβάνουν την κατασκευή ειδικών Μονάδων Επεξεργασίας Αποβλήτων (με κόστος € 1,1 δισ. περίπου), μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης υπολειμμάτων (άλλο € 1 δισ. περίπου) και άλλες δαπάνες για μελέτες, χώρους υγειονομικής ταφής, μονάδες επεξεργασίας βιοαποβλήτων κλπ.
Κάποια πρώτα έργα έχουν ήδη δρομολογηθεί, όπως η Μονάδα Επεξεργασίας Αποβλήτων του Κεντρικού Πάρκου Κυκλικής Οικονομίας Αττικής, το αντίστοιχο “Πάρκο” στον Πειραιά, δύο Μονάδες Επεξεργασίας Αποβλήτων σε Χίο και Κεφαλονιά, αλλά και ιδιωτικά έργα για παραγωγή πλαστικών συσκευασιών, για τη διαχείριση των αποβλήτων της Τήλου κλπ. Χρειάζονται, όμως, πολύ περισσότερες επενδύσεις. Ευτυχώς, από ό,τι φαίνεται, κεφάλαια για τη χρηματοδότησή τους υπάρχουν. Η έρευνα περιγράφει τις διαθέσιμες πιθανές πηγές χρηματοδότησης αυτών των έργων, όπως το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027 (με συνολικό προϋπολογισμό € 3,61 δισ. στον αντίστοιχο άξονα), οι πόροι που έχουν προβλεφθεί για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (γνωστό ως “Ελλάδα 2.0”), από τον εθνικό προϋπολογισμό και (κυρίως) από το Ταμείο Ανάκαμψης, το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης της πενταετίας 2021-2025, το Πράσινο Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και διάφορα τομεακά ευρωπαϊκά προγράμματα.
Αν όμως υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο, τα τεχνικά εργαλεία και οι πηγές χρηματοδότησης, γιατί δεν έχουμε ήδη μια “κυκλική οικονομία”; Τι πρέπει να γίνει για να προχωρήσει η μετάβαση;
4. Το πρόβλημα και οι λύσεις
Όπως αναφέρεται στην έρευνα, ως προς τη μετάβασή μας σε μια κυκλική οικονομία “τα βασικά προβλήματα στη χώρα είναι τα διοικητικά εμπόδια και η καταναλωτική συμπεριφορά”. Υπάρχουν οικονομικά και νομοθετικά εμπόδια για τις σχετικές επενδύσεις, παρουσιάζονται δυσκολίες και καθυστερήσεις στη χωροθέτηση των υποδομών, αλλά εμφανίζονται και αντικειμενικά γεωγραφικά ή τεχνολογικά εμπόδια.
Εξάλλου, εμφανίζονται αρκετά μεγάλα προβλήματα και ελλείψεις στην καταγραφή και τη συλλογή στοιχείων -κι αν δεν γνωρίζουμε πόσα και τι είδους απόβλητα έχουμε, δεν υπάρχει περίπτωση να υλοποιηθεί σχεδιασμός για τη συλλογή και την ανακύκλωσή τους. Όπως αναφέρεται στην έρευνα, σήμερα η καταγραφή είναι πολύ προβληματική, κυρίως για κάποια είδη αποβλήτων -στοιχεία για τα απόβλητα τροφίμων, ας πούμε, αναμένονται στο τέλος του 2022 ενώ σε άλλες κατηγορίες τα στοιχεία είναι ένα ή δύο χρόνια πίσω.
Στην μελέτη καταγράφονται προτάσεις πολιτικής στις οποίες καταλήγουν οι ερευνητές. Περιλαμβάνουν μια σειρά από κρίσιμες και απαραίτητες παρεμβάσεις, από την εφαρμογή πιο αποτελεσματικής μεθοδολογίας για την καταγραφή των αποβλήτων και την αξιοποίηση του ηλεκτρονικού μητρώου αποβλήτων, μέχρι την υλοποίηση παρεμβάσεων για την καλύτερη παρακολούθηση της μετάβασης, που σήμερα είναι ελλιπής και εξαιτίας της απουσίας δεδομένων.
Γίνεται εκτενής αναφορά, επιπλέον, και στην εφαρμογή οικονομικών κινήτρων και την υιοθέτηση (ακριβότερων) τεχνολογικών λύσεων για τη διαχείριση στέρεων αποβλήτων από τις επιχειρήσεις και την υιοθέτηση του τέλους ταφής για τα απόβλητα, το οποίο πρέπει να αντικατοπτρίζει το πραγματικό περιβαλλοντικό κόστος της ταφής των αποβλήτων. “Ο σκοπός”, γράφουν οι ερευνητές, “είναι η ταφή να μετατραπεί σε “ακριβή” λύση για τη διαχείριση των αποβλήτων, αναγκάζοντας τους φορείς που τα διαχειρίζονται να αναζητήσουν άλλες λύσεις”.
Επιπλέον, οι ερευνητές δίνουν μεγάλη έμφαση σε δράσεις ενημέρωσης και εκπαίδευσης για καταναλωτές, σε σχολεία και εταιρείες, -για το ότι “κυκλική οικονομία” δεν είναι μόνο τα σκουπίδια. Είναι η διαχείριση τροφίμων, το πώς αγοράζουμε, νοικιάζουμε και χρησιμοποιούμε προϊόντα. Τέτοιες δράσεις είναι κρίσιμες, μεταξύ άλλων, και για την κάμψη των αντιδράσεων που εμφανίζονται συχνά σε τοπικές κοινωνίες που εμποδίζουν ή καθυστερούν επενδύσεις. Ο Εθνικός Σχεδιασμός Διαχείρισης Αποβλήτων, θυμίζει η μελέτη, προβλέπει την αύξηση του αριθμού Μονάδων Επεξεργασίας Αποβλήτων στην Ελλάδα σε 38 μέχρι το τέλος του 2023, αλλά πολλές τοπικές κοινωνίες αντιδρούν. Χωρίς αυτές τις υποδομές, δεν μπορεί να υπάρξει κυκλική οικονομία στην Ελλάδα.
5. Ένας υπολογισμός για το όφελος μιας κυκλικής οικονομίας
Στην Ελλάδα το 2019 οι κλάδοι που συνδέονται με την κυκλική οικονομία δημιούργησαν € 735 εκατ. προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία, ένα ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 0,4% του ΑΕΠ το ίδιο έτος, ενώ απασχολούσαν περίπου 68 χιλιάδες εργαζόμενους. Κι αυτό, χωρίς να υπολογίζεται ο ρόλος των ΟΤΑ σε ένα μεγάλο κομμάτι της σχετικής δραστηριότητας (τη συλλογή απορριμμάτων). Αυτά είναι τα μεγέθη σε μια οικονομία που είναι ελάχιστα “κυκλική”. Τι θα γινόταν αν υλοποιούνταν τα σχέδια που περιέχουν τα στρατηγικά σχέδια; Στο κεφάλαιο 6 οι ερευνητές διατυπώνουν μια σειρά από διαφορετικά σενάρια, και αποτιμούν την επίπτωση του καθενός στην οικονομία της χώρας.
Για παράδειγμα, υπολόγισαν πως αν όντως υλοποιηθούν επενδύσεις ύψους € 2,4 δισ. για την κατασκευή νέων μονάδων ανακύκλωσης και επεξεργασίας υλικών στη χώρα, όπως περιγράφονται στον Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης Αποβλήτων, σε ορίζοντα δεκαετίας η επίπτωση στο ΑΕΠ θα φτάνει το € 1,1 δισ., ενώ σε όρους εργασίας, η αναμενόμενη επίδραση υπολογίζεται σε περίπου 4,6 χιλ. θέσεις εργασίας ανά έτος, σταθερές σε ορίζοντα οκταετίας. Στο ίδιο διάστημα, τα επιπλέον έσοδα του Δημοσίου από φόρους και εισφορές θα φτάνουν τα 390 εκατομμύρια.
Οι επιπτώσεις όμως μιας μετάβασης σε μια κυκλική οικονομία μπορεί να είναι θετικές μόνο υπό κάποιες προϋποθέσεις. Αν οι ανάγκες μιας ελληνικής κυκλικής οικονομίας για δευτερογενείς πρώτες ύλες καλύπτονται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά από εγχώρια ανακύκλωση, τότε η επίπτωση μπορεί να είναι θετική στο ΑΕΠ (κατά € 70 εκατ. τον χρόνο μέχρι το 2030, σύμφωνα με το βέλτιστο σενάριο), δημιουργώντας και δεκάδες χιλιάδες θέσεις απασχόλησης (44.000 στο ίδιο σενάριο). Αυτό όμως δεν είναι το μόνο ρεαλιστικό σενάριο. Οι ελληνικές επιχειρήσεις στον κλάδο της μεταποίησης οφείλουν κι αυτές να συμμορφώνονται με ευρωπαϊκούς στόχους και θα είναι αναγκασμένες στο μέλλον να χρησιμοποιούν ανακυκλωμένους δευτερογενείς υλικούς πόρους. Αν δεν γίνουν οι απαραίτητες επενδύσεις στη χώρα και αυτές οι ανάγκες της οικονομίας καλύπτονται μόνο ή κυρίως από εισαγωγές, τότε η μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ερευνητών, σε αυτό το σενάριο θα έχουμε απώλεια θέσεων εργασίας (19.000 σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο) αλλά και συρρίκνωση του ΑΕΠ της τάξης των € 220 εκατ. τον χρόνο.