Το πρώτο σταυρουδάκι άγγιξε το λαιμό του νεοφώτιστου. Μια μίξη αρχαιοελληνικού κυκλαδίτικου αγαλματιδίου και εσταυρωμένου. Η μάζωξη έχρισε νέους κουμπάρους και χαλύβδωσε σχέσεις διαχρονικές.
Η παρέα βάφτισε, κουμπάριασε, δέθηκε ακόμα περισσότερο. Το άγγιγμα του νονού, φευγαλέο ίσως στη διάρκεια του χρόνου, ήταν η επισφράγιση της αγνής, αληθινής και μεστής σχέσης των ζευγαριών.
Άνθρωποι περνούν από δίπλα μας και άλλοτε σφραγίζουν, άλλοτε χαράσσουν, άλλοτε σημαδεύουν σαν ουλές τις στιγμές και τις ζωές μας. Μικρές, σύντομες ζωές στην αιωνιότητα. Και τα αγγίγματα, στη διάρκεια αυτών, θωπεύουν περιστασιακά τον νου, ταράσσοντας τα γαλήνια (και ρουτινιάρικα) νερά, άλλοτε σε ταξίδια, άλλοτε σε γάμους, άλλοτε σε κηδείες. Το σημαντικό είναι πως οι άνθρωποι της ζωής μας, οι σημαντικοί, οι δικοί μας, είναι εκεί είτε στις χαρές, είτε στις λύπες σαν φάροι.
Οι φάροι άλλοτε λάμπουν κι άλλοτε σκοτεινιάζουν, ανάλογα πού κοιτούν στην αέναη φρουρά τους επάνω στους βράχους. Λειτουργούν όμως δίχως διακοπή. Κι όποτε κι αν βλέπουμε τη λάμψη τους, το άγγιγμά τους θυμίζει πως, κάποτε, το λιμάνι υπήρξε. Κι ας είναι το ταξίδι, στις θάλασσες, μεγάλο.
Ένα άρωμα, ένα μπάνιο στη θάλασσα γυμνοί, μια βραδιά κάτω από τον αστερισμό του Δράκοντα πλάι σε ένα ρυάκι, ένα μεθύσι σε κάποιο άγνωστο χωριό της Μακεδονίας, ένα χειμερινό διάλειμμα σε κάποιο χιονοδρομικό, μια μερίδα καθαρισμένες πατάτες έτοιμες να τηγανιστούν δίπλα στη σκηνή κάπου στη Χαλκιδική. Αγγίγματα ανά τα χρόνια και οι πλάκες ίδιες, σαν να μην υπήρξαν ποτέ οι αποστάσεις και ο χρόνος που βαμβάκιασε τις κώμες.
Αν εξαιρέσει κανείς τα τετριμμένα της καθημερινότητας, αυτά που μας κάνουν να απομονωνόμαστε από όλους, από τους «περιττούς» και που μας αποστειρώνουν από την ξεγνοιασιά, κάθε άγγιγμα που πέρασε, που βιώσαμε, έφτιαξε κοινές αναμνήσεις. Οι αποστάσεις – συχνά – δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως άλλοι υπήρξαν πρωταγωνιστές τέτοιων αναμνήσεων. Ακόμα και ο χρόνος που περνά μας κάνει να ξεχνάμε πως ζήσαμε, υπήρξαμε, τρελαθήκαμε, γελάσαμε, κλάψαμε και όλοι μαζί κοιμηθήκαμε ένα βράδυ στρωματσάδα.
Αγγίγματα είναι οι άνθρωποι. Τα αγγίγματα δεν είναι ποτέ περιττά, ποτέ επιπόλαια. Σαν φάροι οι άνθρωποι ρίχνουν το φως τους επάνω μας ανά διαστήματα. Είτε αυτά είναι μακρά είτε βραχεία. Οι φάροι, άρρηκτα συνδεδεμένοι με τα λιμάνια, την ασφάλεια, την ηρεμία του απάνεμου, είναι αναμμένοι όσο κρατά αυτό το πέρασμα του ταξιδιού της ζωής. Κι αν κάποτε κάποιος από αυτούς εκκλείψει, τα φώτα όλων ενώνονται για άλλη μια φορά, ισχυρά, βαμβακερά, μεστά για να θυμίσουν πως κάποτε…αγγίξαμε.
(Edward Hopper, Sea Watchers)