Εις την κίνησιν, ήτις επροκάλεσε την ανατροπήν της ολιγαρχίας, ανήκει η «ιαπωνική ομάς». Η επωνυμία της εδόθη από τον Γαβριηλίδην της «Ακροπόλεως», όστις παρέβαλλε τον ριζοσπαστικόν εκείνον όμιλον προς το ανανεωθέν διά των καινοτομιών και του συγχρονισμού ανατολικόν έθνος.
Πριν ακόμη ιδρυθή το νέον κόμμα, είχε παρατηρηθή η πρωτότυπος εναντίον της αρχούσης τάξεως κριτική του βουλευτού Πατρών Δημητρίου Γούναρη. Ο νέος πολιτευτής είδεν ότι το εσωτερικόν πρόβλημα ήτο προ πάντων οικονομικόν – κοινωνικόν. Δεν επρόκειτο περί αντιθέσεως προσωπικών κομμάτων, αλλά περί βαθυτέρας διαστάσεως δύο χωριστών τάξεων. Με ονομαστικόν αρχηγόν τον Στέφανον Δραγούμην, αλλ’ αληθή τοιούτον προ του λαού τον Γούναρην, συνεστήθη, κατά Οκτώβριον του 1906, εντός της Βουλής, ομάς εκ των δύο πρώτων και από τους Εμμανουήλ Ρέπουλην, Π. Πρωτοπαπαδάκην, Απόστολον Αλεξανδρήν, Ανδρ. Παναγιωτόπουλον, Χαρ. Βοζίκην.
Ενώ όμως θεωρητικώς ο Γούναρης είχεν ακριβώς διαγνώση το εσωτερικόν ζήτημα του τόπου, μόλις αναλαβών υπεύθυνον αντιπολίτευσιν, έκαμε ριζικόν συμβιβασμόν με τον κοινοβουλευτισμόν. Είτε πλανηθείς, είτε νομίσας ότι η δράσις του θα εγίνετο θετική μόνον εάν ησκείτο εντός του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, ο Γούναρης παρήτησε την αρχικήν του θέσιν εναντίον της ολιγαρχίας. Μαζί με τα άλλα μέλη του «ιαπωνικού ομίλου» εκινήθη εις το στενόν κοινοβουλευτικόν επίπεδον. Ήσκησε φωτισμένην κριτικήν, ύψωσε τας συζητήσεις και εισήγαγεν εις την βουλήν πνεύμα μεταρρυθμίσεων.
Μετά τον πρώτον συμβιβασμόν, ο Γούναρης ώθησε την πρακτικήν καιροσκοπίαν μέχρι του σημείου να γίνη υπουργός των Οικονομικών εις την κυβέρνησιν Θεοτόκη. Η ιαπωνική ομάς διελύθη και ο Γούναρης απεχώρει μετ’ ολίγον εκ του υπουργείου, διότι ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου δεν του επέτρεψε να εφαρμόση το πρόγραμμα των φορολογικών ανακουφίσεων υπέρ των απορωτέρων τάξεων (Φεβρουάριος 1909).
Η πικρά αυτή πείρα δεν επανέφερε τον Γούναρην εκεί από όπου είχεν αρχίση. Τουναντίον, αυτομολήσας εις τον εχθρόν, έμεινεν έκτοτε εις το ξένον στρατόπεδον και έγινεν εκ των αρχηγών του.
Επανειλημμένως αναδειχθείς από τους αστούς των Πατρών, ο Γούναρης δεν είχε την υπερηφάνειαν της καταγωγής του και έντονον το αίσθημα της αποστολής του. Όπως αι περισσότεραι από τας θεωρητικάς ιδιοσυγκρασίας, μόλις ήλθεν εις επαφήν με τα πράγματα, δηλαδή με τον κοινοβουλευτισμόν του Δηλιγιάννη, του Ράλλη, του Θεοτόκη, παρεσύρθη. Η μετά το 1897 λαϊκή ψυχολογία και αι βαθείαι κοινωνικαί μεταβολαί, αι θέτουσαι αντιμέτωπα τα αστικά – αγροτικά στρώματα προς την ολιγαρχίαν, του διέφυγαν.
Εθεώρει πράγματι ειλικρινές το επικρατούν αντιπροσωπευτικόν σύστημα; Δεν έβλεπεν ότι η βουλή είχε καταντήση υπηρέτρια μιας μειοψηφίας, ήτις εξεμεταλλεύετο την πολιτικήν ανεπάρκειαν των μαζών διά να τας κρατή υπό την εξουσίαν της;
Η πίστις του Γούναρη εις τον κοινοβουλευτισμόν, στερουμένη της βάσεως της πραγματικότητος, ήτο μάλλον δεισιδαιμονία. Ένεκα τούτου, ενώ εστάθη κατ’ αρχάς επί κεφαλής της εποχής του, ευρέθη μετ’ ολίγον εις την ουράν της. Τριάντα έτη μετά τον Χαρίλαον Τρικούπην επανήρχιζε την ιδίαν προσπάθειαν. Το έδαφος ήτο τώρα εντελώς διάφορον. Ακόμη ο Γούναρης δεν επροχώρησεν ούτε εκεί όπου έφθασεν ο Τρικούπης. Όλα τον προώριζαν εις την θέσιν αρχηγού και αναμορφωτού της νέας ελληνικής κοινωνίας. Έμεινεν απλούς εισηγητής μερικών προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, τας οποίας άλλοι εφήρμοσαν.
Η ώρα της αλλαξοπιστίας του Δημητρίου Γούναρη θα μεταβή εις την ιστορίαν της Ελλάδος πλήρης δραματικότητος και εγκυμονούσα βαρυτάτας συνεπείας. Κατά το 1898 ο Γεώργιος Θεοτόκης περιεφρόνησε κυριολεκτικώς την ευκαιρίαν να οργανώση, άνευ ανατροπών, το νέον αστικόν κράτος. Μίαν δεκαετίαν κατόπιν ο Δημήτριος Γούναρης έκαμε το ίδιον σφάλμα. Το ιδικόν του υπήρξεν απείρως βαρύτερον. Ο Θεοτόκης παρέμεινεν ειλικρινής και συνεπής προς τας αρχάς του. Ο Γούναρης ελησμόνησεν όσα αυτός εκήρυξε και εκείνους τους οποίους είχε καταπείση. Η καταστρεπτική διά την Ελλάδα περιπέτεια του 1915-1922 δεν θα είχε πιθανώς τον γνωστόν αδιάλλακτον χαρακτήρα της, αν ο Γούναρης δεν απηρνείτο τον εαυτόν του.
Οι «Ιάπωνες» είναι οι καθυστερημένοι της εποχής των. Οι «Κοινωνιολόγοι» επήγαν πολύ εμπρός από την ιδικήν των.
*Απόσπασμα από την ιστορική μελέτη του Γεωργίου Βεντήρη «Η Ελλάς του 1910-1920» (τόμος Α’, εκδόσεις «Πυρσός», Αθήνα, 1931).
Ο Γεώργιος Βεντήρης (1890-1954), δημοσιογράφος, ερευνητής της νεότερης ιστορίας και πολιτικός, καταθέτει στο ανωτέρω κείμενο την άποψή του για το ρόλο που διαδραμάτισε ο Δημήτριος Γούναρης στον ελληνικό πολιτικό βίο κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Ο Γούναρης γεννήθηκε στην Πάτρα τον Ιανουάριο του 1867.
Πρωτοεμφανίστηκε στον πολιτικό στίβο το 1902, με κύριο σύνθημά του την πολιτική εξυγίανση.
Ιδιαίτερα δραστήριος αλλά και ασταθής από την άποψη των πολιτικοκοινωνικών αντιλήψεων, ο Γούναρης συγκρότησε κατά τη δεύτερη θητεία του στη Βουλή (μετά τις εκλογές του 1906) μια μικρή κοινοβουλευτική ομάδα προοδευτικών καταβολών, την αποκληθείσα από τον Βλάση Γαβριηλίδη «ομάδα των Ιαπώνων», που εμφανιζόταν αποφασισμένη να συγκρουστεί με τον παλαιοκομματισμό και τη φαυλοκρατία.
Οι «Ιάπωνες» έδωσαν πολλές και σκληρές μάχες εντός του Κοινοβουλίου κατά του πολιτικού κατεστημένου της εποχής εκείνης, μέχρι τη στιγμή όπου κλήθηκαν από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη να αναλάβουν υπουργικά καθήκοντα.
Ο ίδιος ο Γούναρης διορίστηκε υπουργός Οικονομικών τον Ιούνιο του 1908, απογοητεύοντας ασφαλώς όσους συντάσσονταν με τις μέχρι τότε απόψεις του και θεωρούσαν αναγκαία μια ριζική αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό εκείνης της περιόδου.
Αφού πρώτα προσπάθησε ανεπιτυχώς να μειώσει τα φορολογικά βάρη των λαϊκών τάξεων, ο Γούναρης υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Οικονομικών το Φεβρουάριο του 1909, διαφωνώντας με τη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης Θεοτόκη.
Ο Γούναρης έλαβε μέρος στις κρισιμότατες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 ως επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος (πρώην Κόμματος Εθνικοφρόνων) και ουσιαστικός ηγέτης ολόκληρου του αντιβενιζελικού συνασπισμού, της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως.
Αν και θριαμβευτής των εκλογών αυτών, ο Γούναρης δεν ανέλαβε αρχικά την πρωθυπουργία, προκειμένου να μην προκληθούν έντονες αντιδράσεις από την πλευρά της Αντάντ.
Ορκίστηκε τελικά πρωθυπουργός το Μάρτιο του 1921 και κυβέρνησε τη χώρα έως το Μάιο του 1922, όταν η κυβέρνησή του παραιτήθηκε.
Μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, και στο πλαίσιο της ιστορικής Δίκης των Εξ, ο Γούναρης βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 15 Νοεμβρίου 1922, στη συνοικία Γουδή.