«Λάδι σε καμβά» είναι ο τίτλος του καινούργιου μυθιστορήματος του Αλέξη Πανσέληνου, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από το Μεταίχμιο και έχει ως κεντρικό ήρωα έναν ζωγράφο ο οποίος αρχίζει τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αλλά δεν κατορθώνει να προχωρήσει μετά την κατάρρευση της δικτατορίας: καθηλωμένος σε έναν άχαρο επαγγελματικό ρόλο, πιστό αντίγραφο της παράδοσης του πατέρα του, από τον οποίο θα κληρονομήσει και τη μοίρα της πτώσης και της αφάνειας, είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει μια πορεία πλήρους διάψευσης των φιλοδοξιών του, που δεν θα αποκτήσουν κατά κανέναν τρόπο σάρκα και οστά.
Ο ήρωας είναι περίπου συνομήλικος του συγγραφέα και το διάστημα που καλύπτει ο μυθιστορηματικός χρόνος από την «καχεκτική δημοκρατία» της προδικτατορικής περιόδου και τη χούντα φτάνει μέχρι και τον 21ο αιώνα. Στα ιστορικά μυθιστορήματα του Πανσέληνου η πολιτική και η Ιστορία συναντιούνται με την τέχνη, είτε εκφράζοντας μια εξεγερμένη συνείδηση είτε κάνοντας λόγο για τη μετωπική αντιπαράθεση του χιτλερισμού με τον μουσικό μοντερνισμό. Το αμέσως προηγούμενο μυθιστόρημά του, τα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» (2018), δεν είναι ιστορικό, εκτυλίσσεται, όμως, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1950, δοκιμάζοντας μια πολύ περιεκτική τοιχογραφία της: η Αριστερά, οι δυνάμεις του Κέντρου, οι εκτελέσεις των κομμουνιστών, ο βασιλιάς, ο ρόλος της Αυλής, οι παρεμβάσεις των ΗΠΑ, η δράση της κατασκοπείας, καθώς και πλήθος κοινωνικά ή καθημερινά ζητήματα: από τα κέντρα διασκέδασης, τα εμπορικά μαγαζιά, τα ζαχαροπλαστεία, τα τυπογραφεία, τις ταβέρνες και τα ξενοδοχεία μέχρι τα δημοφιλή αναγνώσματα, τις μάρκες τσιγάρων και τα αστυνομικά περιοδικά. Η αφήγηση δεν τείνει προς την πύκνωση και τη σύνθεση, αλλά προς την πολυκεντρικότητα και την πολυμέρεια εφόσον οι ιστορίες τις οποίες στεγάζει αποφεύγουν να συνταιριαστούν οργανικά μεταξύ τους, σε μια Αθήνα που μολονότι εξακολουθεί να βρίσκεται στη μέγγενη του Εμφυλίου, προσπαθεί απεγνωσμένα να ατενίσει την ελπίδα.
Το «Λάδι σε καμβά» επικεντρώνεται όχι σε πολλές και διαφορετικές, αλλά σε μία και μοναδική ιστορία. Εκείνο που συμβαίνει τώρα είναι η ισχύς του συνόλου εν τη ενώσει των επιμέρους. Τον Αύγουστο του 1966, στο νησί της οικογένειας του ζωγράφου Φαίδωνα Καραλή, ένα κορίτσι με κοψιά ώριμης γυναίκας, η Γωγώ, και η μεγαλύτερη αδελφή της, η Ειρήνη, ερωτεύονται τον Σπύρο, τον επίδοξο ζωγράφο από την Αθήνα, με αποτέλεσμα την τραυματική απογοήτευση της Γωγώς, αλλά και την αρχή του ξετυλίγματος του μίτου πρώτα για την καλλιτεχνική αποτυχία του Σπύρου και κατόπιν για τη μετατροπή του σε έμπορο ηλεκτρικών ειδών. Με την επικράτηση της χούντας, ο Πανσέληνος θα εγγράψει στην κεντρική ροή διάφορες αποκλίνουσες ή παρένθετες ιστορίες, όπως και «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια», παραμένοντας, ωστόσο, έντονα προσηλωμένος στον Σπύρο, που ως σπουδαστής φλερτάρει με τους χώρους των νέων ρεαλιστών. Ο Πανσέληνος έχει ασχοληθεί, στα ιστορικά και σε άλλα μυθιστορήματά του, με το μπαλέτο και με τη μουσική (Μότσαρτ, Σένμπεργκ, Σκαλκώτας). Πληθώρα μουσικών αναφορών διακρίνουμε και στο «Λάδι σε καμβά» (από Ντεμπισί, Πουλένκ και Μπετόβεν μέχρι Rolling Stones και Mick Jagger). H ζωγραφική, όμως; «Όντως», λέει ο συγγραφέας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Αναφέρομαι στους “νέους Έλληνες ρεαλιστές” και στη γενιά της Κλεοπάτρας Δίγκα, του Κυριάκου Κατζουράκη και του Χρόνη Μπότσογλου και πρέπει να πω πως η ζωγραφική με ενδιέφερε από παιδί. Ήθελα να μπω στο πετσί του ζωγράφου, να καταλάβω τον τρόπο που δουλεύει, να αποκτήσω επαφή με τα μέσα που χρησιμοποιεί και με το εργαστήριό του. Ο ήρωάς μου, βέβαια, στο ”Λάδι σε καμβά” διαγράφει μια διαδρομή ακύρωσης και ματαίωσης».
Το πέρασμα από τη δεκαετία του 1960 στη χούντα γίνεται υπό τους ήχους των Rolling Stones, που είναι σαν να προαναγγέλλουν την τροχιά την οποία θα διαγράψει στο μέλλον ο Σπύρος. Μένοντας πιστός στο κλίμα του μαγικού καλοκαιριού του 1966 και στον νεανικό του έρωτα, που είναι η ανέγγιχτη Γωγώ και όχι η πλήρης εφήμερων υποσχέσεων αδελφή της, ο Σπύρος θα σταθεί μακριά από τη φοιτητική δράση της δικτατορίας, θα ρίξει την τέχνη του στο μαγκανοπήγαδο των καθημερινών αναγκών και θα καταλήξει πρωταγωνιστής της μοναξιάς και του αποκλεισμού από οιαδήποτε ζείδωρη πηγή. Εκπρόσωπος μιας γενιάς που είδε τον δυναμισμό και την ορμή της να τσακίζονται στα βράχια της δικτατορίας και στο αποπνικτικό κλίμα το οποίο επιβλήθηκε στους πολλά υποσχόμενους γόνους της εποχής. «Το υποσυνείδητο του ήρωα», εξομολογείται ο Πανσέληνος στη συνομιλία μας, «τον παρακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του: ο πανικός για τον στρατιωτικό που φλερτάρει χωρίς επιτυχία τη Γωγώ στο νησί, και ο οποίος λίγο μετά θα γίνει ευνοούμενος του χουντικού καθεστώτος, τρομοκρατώντας τον, η σχέση με την Ειρήνη, που θα εγκλωβιστεί στα γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού, το δια βίου τραύμα της Γωγώς που θα αποτυπωθεί σε έναν πίνακά της όταν η ίδια θα είναι πια επιτυχημένη ζωγράφος. Ο Σπύρος θα γίνει αυτό που ήταν ο πατέρας του: ένας αριστερός που παραιτήθηκε απ’ όλα, από φόβο για τις συνέπειες των πεποιθήσεών του. Εκείνο που με ενδιέφερε πρωτίστως ήταν να δώσω μια πυκνή αλληλουχία των γεγονότων».
Αλληλουχία των γεγονότων. Ο Πανσέληνος γράφει γρήγορα, χωρίς καθυστερήσεις και με πυκνές εναλλαγές του ατομικού βίου των ηρώων, ο οποίος προβάλλεται έτσι σε ολόκληρες δεκαετίες, συσχετίζει πολύ προσεκτικά τα πρόσωπά του, και πάντοτε αιτιωδώς, με τις δημόσιες εξελίξεις (μια επίτομη εξιστόρηση της μετάβασης από τη δεκαετία του 1960 στη χούντα και από τη χούντα στη μεταπολίτευση), ξέρει πώς να κατευθύνει όλα τα ξέχωρα νήματα του μυθιστορήματος (χωρίς, εντούτοις, να το κάνει μηχανικά ή πιεστικά) προς τον δεσμό του Σπύρου με τη Γωγώ και, το κυριότερο όλων, κρατάει μέχρι και την τελευταία αράδα ολοζώντανη τη σπίθα που άναψε ανάμεσα στους δύο τον Αύγουστο του 1966, χωρίς έκτοτε να σβήσει ποτέ, τουλάχιστον για τον Σπύρο.