Σοβαρότατες ενστάσεις για τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης που στοχεύει στην αντιμετώπιση των υποκλοπών και παρακολουθήσεων διατυπώνει και η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων τονίζοντας ότι το νομοσχέδιο «δεν επιτυγχάνει τους διακηρυσσόμενους στόχους», παραβιάζει βασικές αρχές της «δίκαιης δίκης» και δημιουργεί «δίκαιο δύο ταχυτήτων».
Μετά την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνίων (ΑΔΑΕ), τα κόμματα της αντιπολίτευσης και άλλους εκπροσώπους του νομικού κόσμου ήρθε χθες η σειρά της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων να διατυπώσει τις αντιρρήσεις της σε σειρά διατάξεων του αμφιλεγόμενου νομοσχεδίου που έχει θέσει η κυβέρνηση σε διαβούλευση. Πιο συγκεκριμένα η ένωση των ποινικολόγων αναγνωρίζει μεν ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο είναι ελλιπές και ότι παρίσταται επιτακτική ανάγκη για τον εκσυγχρονισμό του αλλά σημειώνει ότι «δεν επιτυγχάνεται ο διακηρυσσόμενος στόχος» του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου. Περαιτέρω υπογραμμίζει ότι το νομοσχέδιο δεν λαμβάνει υπόψη την υποχρέωση προστασίας και του απορρήτου των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας δηλαδή των δεδομένων κίνησης και θέσης καθώς και των λεγόμενων «μεταδεδομένων» (πρόσθετα δεδομένα που παρέχουν πληροφορίες για ένα σύνολο δεδομένων). Επισημαίνεται δε ότι αυτή η παράλειψη είναι αντίθετη με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Σημαντικές επιφυλάξεις διατυπώνονται, όμως, και αναφορικά με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου που ρυθμίζουν την δικαστική αξιοποίηση του υλικού που αποκτάται από τις «επισυνδέσεις» της ΕΥΠ για την διακρίβωση εγκλημάτων. Ειδικότερα η αξιολόγηση της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων σημειώνει ότι το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι αρμόδιοι δικαστικοί λειτουργοί θα μπορούν να επιλέγουν από το σύνολο του υλικού των παρακολουθήσεων μόνο περιεχόμενο «που κρίνεται ότι εισφέρει στη διακρίβωση των εγκλημάτων». Όμως, με αυτό τον τρόπο αφαιρείται από τους δικαστικούς λειτουργούς «η δυνατότητα αξιολόγησης υλικού που οδηγεί στην αθώωση του κατηγορουμένου ή στην υποστήριξη αυτοτελών ισχυρισμών του». Μάλιστα η έκθεση προειδοποιεί ότι η αυτή η ρύθμιση «παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας, της ανεξαρτησίας και της ισότητας» στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης. «Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει αφενός να επιλέγει το υλικό, το οποίο κατατείνει όχι μόνο στην καταδίκη αλλά και στην αθώωση του κατηγορουμένου αφετέρου να παρέχει στην υπεράσπιση τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής του υλικού» αναφέρει η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων.
«Καθοδηγείται από την επικαιρότητα και εξυπηρετεί επικοινωνιακές ανάγκες»
Η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων επικρίνει, όμως, και τις διατάξεις με τις οποίες επανέρχεται στον απόηχο των αποκαλύψεων το κακούργημα των εγκλημάτων της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και της προφορικής συνομιλίας. «Στο πεδίο των διατάξεων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο αποτελεί ένα ακόμη δείγμα συμβολικής ποινικής νομοθεσίας, η οποία καθοδηγείται από την εκάστοτε επικαιρότητα και εξυπηρετεί επικοινωνιακές ανάγκες» σημειώνεται σχετικά.