Υπό το φως των στοιχείων που έχουν έλθει όλο το προηγούμενο διάστημα στη δημοσιότητα και αυτών που όπως φαίνεται ακολουθούν, αυτό το σαββατοκύριακο, σχετικά με το εύρος των παρακολουθήσεων δύο -και μόνο δύο- τινά μπορούν να συμβαίνουν, εφόσον βεβαίως επαληθευτούν:
Είτε πρόκειται για μία εκτεταμένη επιχείρηση Κατασκοπείας σε βάρος της χώρας και σειράς προσώπων που έχουν σχέση με τους θεσμούς, τη δικαιοσύνη, τη δημοσιογραφία αλλά και τις ένοπλες δυνάμεις και τις αρχές ασφαλείας. Είτε πρόκειται για ένα Κύκλωμα Εκβιαστών που στόχο είχαν τη χειραγώγηση των συγκεκριμένων προσώπων και των έλεγχο των κινήσεων και πράξεών τους στο παρόν και στο μέλλον.
Κάτι άλλο, από αυτά τα δύο, δεν μπορεί να έχει συμβεί…
Στην πρώτη και βαρύτερη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με τη δράση ξένου παράγοντα (χώρας, ξένης μυστικής υπηρεσίας ή άλλη εθνικής ή υπερεθνικής οντότητας, εταιρείας, επιχείρησης, οργανισμού) η οποία εγκατέστησε λογισμικό παρακολούθησης με τη συνδρομή εγχώριων συνεργατών τους. Κάτι που υπονόησε και επίσημα η ελληνική κυβέρνηση στην αρχή της υπόθεσης, όταν αποκαλύφθηκε η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, αφήνοντας να διαρρεύσει ότι η παρακολούθηση μπορεί να έγινε από την… Ουκρανία ή την Αρμενία. Κάτι βεβαίως που μάλλον ακούγεται φαιδρό αν αναλογιστεί κανείς τα ονόματα στόχων που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι και σήμερα.
Στη συνέχεια βέβαια το επίσημο αφήγημα άλλαξε καθώς υπήρξε η παραδοχή ότι τόσο ο Νίκος Ανδρουλάκης όσο και ο Θανάσης Κουκάκης ήταν νομίμως υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ (αλλά όχι από το Predator) για εθνικούς λόγους. Τι γίνεται όμως με τα δεκάδες άλλα πρόσωπα που τόσο οι Reportrs United όσο και το ΒΗΜΑ και η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και το Documento αποκαλύπτουν με σειρά δημοσιευμάτων που ουδείς εκ των ενδιαφερομένων έχει διαψεύσει;
Για ποιό λόγο να να ήθελε η Ουκρανία, η Αρμενία, ακόμη και η… Τουρκία να μάθει τι έλεγε και τι έκανε ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο Κωστής Χατζηδάκης, ο Λάκης Λαζόπουλος και η Νίκη Κεραμέως;
Βεβαίως θα μπορούσε να πει κάποιος ότι οι παρακολουθήσεις από τον «ξένο παράγοντα» να γινόταν μαζικά και στο σωρό και ο,τι «πιάσουν». Το βέβαιο είναι ότι γίνονταν παρακολουθήσεις αφού το έχει παραδεχτεί και σειρά δηλώσεων και συνεντεύξεών του και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης προσθέτοντας πάντως πως ο ίδιος δεν έχει καμιά σχέση με αυτές.
Ήταν λοιπόν επιχείρηση Κατασκοπείας; Αν, ναι, τότε υπάρχουν τεράστιες ευθύνες από τις ελληνικές υπηρεσίες αντικατασκοπείας που δεν την είχαν εντοπίσει, διότι ποιός άλλος είναι ο λόγος ύπαρξής τους από το να μην είναι η χώρα μία τρύπια κουρελού για ξένους πράκτορες και κατασκόπους. Επίσης, σε μία τέτοια περίπτωση, βέβαιο είναι ότι υπάρχουν έλληνες συνεργάτες που είτε βοήθησαν τον «ξένο παράγοντα» να διεισδύσει στη χώρα είτε έκαναν τα «στραβά μάτια». Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας.
Το δεύτερο ενδεχόμενο, να πρόκειται δηλαδή για Κύκλωμα Εκβιαστών που με τη χρήση λογισμικού παρακολουθήσεων αλλά και παράκεντρων εντός της ΕΥΠ επιχειρούσαν να συλλέξουν στοιχεία και δεδομένα που θα μετέτρεπαν σειρά προσώπων σε υποχείριά τους, δεν συνιστά υπόθεση προδοσίας. Ομως δεν είναι και λιγότερο σοβαρό καθώς κάτι τέτοιο υποσκάπτει την ίδια τη λειτουργία των θεσμών και της Δημοκρατίας με απώτερο σκοπό την υπονόμευση ή και την ανατροπή της.
Και πάλι εδώ πρέπει να υπάρχουν ομάδες ανθρώπων, πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων που είτε συνέδραμαν την επιχείρηση είτε έκαναν και αυτοί πως δεν βλέπουν τι συμβαίνει. Οπως και άλλοι που επιχείρησαν -και συνεχίζουν να επιχειρούν- να εξαφανίσουν τα ίχνη και να συγκαλύψουν την υπόθεση. Και βέβαια οι συνεργάτες τους από το εξωτερικό που παρείχαν το σχετικό λογισμικό (το Predator), την τεχνογνωσία και τις υποδομές.
Κατάσκοποι λοιπόν, ή Εκβιαστές; Τρίτη εκδοχή δεν υπάρχει και όποιος κωλυσιεργεί, καθυστερεί τη σχετική έρευνα και δεν επισπεύδει την εξιχνίαση της υπόθεση, γίνεται αυτόματα συνένοχος. Σε όποια από τις τρεις Εξουσίες και αν ανήκει: Την Εκτελεστική, την Νομοθετική ή τη Δικαιοσύνη. Καθαρές κουβέντες.