Κάθε φορά που γίνεται γνωστή στο ευρύ κοινό η κατάσταση στα ιδρύματα για παιδιά στη χώρα όλοι μοιάζουν να σοκάρονται. Αμέσως μετά βεβαίως μηχανισμοί άμυνας κινητοποιούνται για να μας βγάλουν από το πρώτο σοκ, να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα και εντέλει να μας ξαναγυρίσουν στη σφαλερή μας πεποίθηση ότι όλα είναι «καλώς καμωμένα». Ο ίδιος ο ιδρυματικός τομέας κάνει ό,τι μπορεί για να προβάλει και να αναπαράγει αυτές τις αμυντικές δικαιολογίες, αυτές τις «προφάσεις εν αμαρτίαις».
Γιώργος Νικολαΐδης
Σε αυτή την κατηγορία μπορεί να θεωρηθεί πως ανήκουν οι συνήθεις δημόσιες δηλώσεις «υπευθύνων» και παραγόντων της παιδικής προστασίας που προσπαθούν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι τάχα δεν γίνονται τέτοια πράγματα σε όλα τα ιδρύματα και πως σε κάθε περίπτωση τα όσα τραγικά έχουν αποκαλυφθεί για ένα ίδρυμα δεν ισχύουν για το «δικό τους», για τα «καλά» ιδρύματα. Λες και δεν είναι διεθνώς τεκμηριωμένο ότι φαινόμενα επαναθυματοποίησης παιδιών σε ιδρύματα συμβαίνουν σε ποικίλους βαθμούς, εντάσεις και διάρκειες σε όλα ανεξαιρέτως τα ιδρύματα, κοσμικά και εκκλησιαστικά, δημόσια και ιδιωτικά, παλιομοδίτικα και μοντέρνα.
Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι πομπώδεις εξαγγελίες για ελεγκτικούς μηχανισμούς και εγχειρήματα «εξυγίανσης» του χώρου. Λες και δεν έχει αποδειχθεί διεθνώς ότι η δυσλειτουργία και ο κακοποιητικός για τα παιδιά χαρακτήρας των ιδρυμάτων δεν εξαρτώνται από τις καλές προθέσεις των ιθυνόντων ή από τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις όποιες θέσεις ευθύνης στα ιδρύματα.
Μια ακόμα πιο περίεργη απολογητική των ιδρυμάτων, που κι αυτή ωσαύτως κατατείνει στο να μένουν εντέλει τα πράγματα εσαεί ως έχουν, είναι εκείνη η οποία ξεκινώντας από τις όποιες αποκαλύψεις διατυπώνει το αίτημα να φτιαχτούν πολλά, καινούργια, «σύγχρονα και στελεχωμένα δημόσια ιδρύματα». Λες και το περισσότερο προσωπικό ή ο δημόσιος χαρακτήρας ενός ιδρύματος αναιρούν το πόσο βλαπτικό μπορεί να αποβεί για την ψυχική υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών.
Σε μια άλλη εκδοχή αυτών των απολογητικών αφηγημάτων ακούμε το επιχείρημα πως σε τελική ανάλυση και στην αναδοχή τα παιδιά θυματοποιούνται. Λες και υπάρχει κοινωνικός θεσμός χωρίς καμία δυσλειτουργία ή λες και δεν είναι γνωστό ότι τα παιδιά που τοποθετούνται σε ανάδοχη φροντίδα (και με τη στήριξη και επιτήρηση κοινωνικών υπηρεσιών) έχουν 3-4 φορές περισσότερες πιθανότητες να κακοποιηθούν εκεί σε σχέση με τις πιθανότητες κακοποίησης ενός παιδιού στη φυσική του οικογένεια, ενώ σε οποιοδήποτε ίδρυμα οι πιθανότητες αυτές είναι 50-100 φορές περισσότερες (οπότε τι θα διάλεγε οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος; τις τετραπλάσιες ή τις εκατονταπλάσιες πιθανότητες;).
Ακούγεται ακόμα μερικές φορές πως η ανάπτυξη εναλλακτικών, οικογενειακού τύπου μηχανισμών παιδικής προστασίας που να αντικαταστήσουν πλήρως τα ιδρύματα είναι στόχος ουτοπικός, ρομαντικός ή αδύνατος. Αυτό όμως είναι η πραγματικότητα σε όλη τη γεωγραφική Ευρώπη σήμερα. Στη Ρουμανία τη δεκαετία του 1990 υπήρχαν γύρω στα 120.000 παιδιά σε πανθομολογουμένως πανάθλια ιδρύματα. Σήμερα υπάρχουν μόλις 6.500, με προοπτική σε λίγα χρόνια να εξαλειφθούν τελείως. Το ίδιο και στη Βουλγαρία, για να αναφερθεί κανείς μόνο στο τι συμβαίνει σε σχετικά φτωχότερες ευρωπαϊκές χώρες (καθώς η σύγκριση στον τομέα της παιδικής προστασίας με άλλες χώρες καλύτερης ή παρόμοιας κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης με την Ελλάδα είναι καταθλιπτική για τη χώρα μας…).
Λέγεται ακόμα ότι η αναδοχή «δεν είναι στην κουλτούρα των Ελλήνων». Λες και στην Κύπρο όπου ούτε υπήρξαν ούτε υπάρχουν καθόλου ιδρύματα και η αναδοχή λειτουργεί ως θεσμός κανονικά έχουν πολύ διαφορετική κουλτούρα από την Ελλάδα.
Λέγεται, τέλος, ότι θεσμοί τέτοιοι όπως οι κοινωνικοί μηχανισμοί στήριξης των ευάλωτων οικογενειών με παιδιά, η αναδοχή, η υποστηριζόμενη ημιαυτόνομη διαβίωση των εφήβων και εν γένει το να αναπτυχθεί και στην Ελλάδα ένα συνεκτικό δίκτυο κοινωνικοπρονοιακών υπηρεσιών για το παιδί και την οικογένεια είναι μια πολυτέλεια, κάτι πολύ ακριβό για τις δημοσιονομικές συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας στους καιρούς που ζούμε. Ωστόσο εδώ και δεκαετίες ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει υπολογίσει ότι, για κάθε δολάριο που ξοδεύεται στην πρόληψη της θυματοποίησης των παιδιών, οι κοινωνίες εξοικονομούν 19 περίπου δολάρια από την αποτροπή των συνεπειών των περιστατικών κακοποίησης και επαναθυματοποίησης των παιδιών, συμπεριλαμβανόμενων των συνεπειών υγείας, ψυχικής και σωματικής, της εμπλοκής με τον νόμο για την απονομή δικαιοσύνης, των χαμηλότερων εκπαιδευτικών και επαγγελματικών επιδόσεων των θυμάτων, της αέναης αναπαραγωγής της βίας στην οικογένεια και ενάντια στα παιδιά, όπου θύματα γίνονται θύτες παγιδευμένοι σε έναν διαρκή φαύλο κύκλο βίας και θυματοποίησης.
Το μόνο ερώτημα λοιπόν είναι ένα: θα υπάρξει ποτέ η πολιτική βούληση και η κοινωνική δυναμική να αλλάξουν τα πράγματα και στην Ελλάδα; Ή θα παραμένει η χώρα μας ουραγός των εξελίξεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο;
Γιώργος Νικολαΐδης,
Ψυχίατρος, Διευθυντής της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού