Προβληματισμούς, ενστάσεις, αλλά και προτάσεις κατέθεσαν στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής οι αρμόδιοι εξωκοινοβουλευτικοί φορείς που κλήθηκαν να καταθέσουν τις απόψεις τους επί του νομοσχεδίου Υπουργείου Δικαιοσύνης, που αφορά τη «διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και την προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών».
Με εξαίρεση τον εκπρόσωπο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, ο οποίος υπεραμύνθηκε του νέου νομοθετικού πλαισίου, χαρακτηρίζοντας το «εκσυγχρονιστικό» και τονίζοντας ότι οι διατάξεις του έχουν θετικό πρίσμα, οι άλλοι εκπρόσωποι άσκησαν έντονη κριτική εστιάζοντας, κυρίως, στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, τη διαγραφή των στοιχείων έξι μήνες μετά την λήξη της παρακολούθησης και τη δυνατότητα ενημέρωσης του θιγόμενου μετά τα τρία έτη.
Ειδικότερα:
Ο Kωνσταντίνος Μενουδάκος, πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, υποστήριξε ότι «με το νομοσχέδιο θίγεται ο πυρήνας των ατομικών δικαιωμάτων διότι δεν υπάρχει ανεξάρτητη εποπτική αρχή».
Ο κ. Μενουδάκος, εξέφρασε ενστάσεις για τις «μεγάλες αρμοδιότητες της ΕΥΠ στην άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλεια και την εξαίρεση της συναρμοδιότητας της ΑΔΑΕ από τον γενικό κανονισμό».
«Οι λόγοι εθνικής ασφάλειας υπόκεινται στους κανόνες προστασίας προσωπικών δεδομένων του συντάγματος που δεν κάνει διάκριση και στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου φαίνεται να στερούν ατομικά δικαιώματα πέρα από τα επιτρεπόμενα, ενώ δεν προβλέπεται κάποια αρμόδια εποπτική αρχή σε αυτό τον τομέα δραστηριοτήτων», ανέφερε ο κ. Χριστόπουλος και πρόσθεσε:
«Το σύνταγμα προβλέπει ότι η εγγύηση, η παρακολούθηση, ο έλεγχος των κανόνων προστασίας προσωπικών δεδομένων πρέπει να εξασφαλίζεται από εποπτική αρχή. Από τη στιγμή που εξαιρείται η ΑΔΑΕ πρέπει να συσταθεί κάποια εποπτική αρχή».
Ακόμα, χαρακτήρισε «πολύ γενικού χαρακτήρα την εξουσιοδότηση για την προμήθεια συσκευών παρακολούθησης», τονίζοντας ότι «δεν παρέχει εγγυήσεις για τον περιορισμό της χρήσης αυτών των συσκευών».
«Βλέπουμε να επιτρέπεται για το δημόσιο, χωρίς να τίθενται όρια στη δυνατότητα των δημοσίων υπηρεσιών που θα είχαν σχέση. Είναι πολύ ευρεία η έννοια και ενδεχομένως να τεθεί θέμα. Χωρίς εγγυήσεις προβλέπεται η προμήθεια τέτοιου είδους λογισμικών από δημόσια υπηρεσία, που κινδυνεύει να καταρρεύσει όχι μόνο το απόρρητο των επικοινωνιών αλλά και το σύστημα προστασίας των προσωπικών δεδομένων», υπογράμμισε.
Η Ελευθερία Κώνστα, γενική γραμματέας της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος, χαρακτήρισε ως θετικό βήμα της βελτιώσεις που έγιναν στο νομοσχέδιο, σημειώνοντας παράλληλα ότι «πρέπει να βασίζεται η στάθμιση των δεδομένων στην αρχή της αναλογικότητας και η επέμβαση της αρμόδιας κρατικής αρχής να αποτελεί το μέτρο το οποίο σε μία δημοκρατία είναι αναγκαίο».
Όπως είπε, «δεν μπορεί να εξαρτάται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος από μια απόφαση του διοικητή της ΕΥΠ».
«Για την αποτελεσματικότερη διασφάλιση εγγυήσεων διαφάνειας και προάσπισης του συνταγματικού δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών, πρέπει η αρμοδιότητα για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, να ανατεθεί σε πολυπρόσωπο δικαιοδοτικό όργανο και όχι σε μονοπρόσωπο εισαγγελικό. Και αυτό πρέπει να γίνει για να υπάρξει συναπόφαση κατά την στάθμιση, μεταξύ αφενός της ανάγκης προστασίας του δημοσίου συμφέροντος για λόγους εθνικής ασφάλειας, και αφετέρου της προστασίας του θεμελιωδώς δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών. Πρέπει η στάθμιση να βασίζεται στην αρχή της αναλογικότητας και η επέμβαση της αρμόδιας κρατικής αρχής να αποτελεί το μέτρο το οποίο σε μία δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από ένα συλλογικό όργανο το οποίο θα παρέχει τα εχέγγυα μεγαλύτερης διαφάνειας και θα αποφεύγονται τυχόν στρεβλώσεις», επεσήμανε η κ. Κώνστα.
Ενστάσεις εξέφρασε και στο ότι, «το αίτημα για άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας που αφορά πολιτικά πρόσωπα ανατίθεται μόνο στην ΕΥΠ», τονίζοντας ότι «θα πρέπει να γίνει παρέμβαση ώστε αρμόδια να είναι και η δικαστική αρχή».
«Το αίτημα της ΕΥΠ για άρση του απορρήτου για πολιτικά πρόσωπα, θα πρέπει να υποβάλλεται προς έγκριση στους προέδρους των τριών ανωτάτων δικαστηρίων. Η διάταξη για άρση του απορρήτου, πρέπει επίσης να εμπεριέχει και αιτιολογία της λήψης μέτρων ώστε να ελέγχεται κάθε φορά η δράση της κρατικής εξουσίας σχετικά με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας και αναλογικότητας και την διατήρηση της εμπιστευτικότητας άκρως απορρήτων για την εθνική ασφάλεια ή τις διεθνείς σχέσεις της χώρας», ανέφερε η κ. Κώνστα.
Ακόμα, επεσήμανε ότι «για την άρση απορρήτου των επικοινωνιών πρέπει από την ΕΥΠ να κατατίθενται όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να την δικαιολογούν», καθώς όπως είπε «με αυτό τον τρόπο θα υπάρχει καλύτερη τεκμηρίωση της απόφασης του οργάνου».
Επίσης ανέφερε ότι:
-Είναι πολύ μεγάλο το διάστημα των 3 ετών που τίθεται ως ανώτατο χρονικό διάστημα για την παύση ισχύος της διάταξης και τη δυνατότητα να ενημερωθεί ο παρακολουθούμενος.
-Ορίζεται ότι επιτρέπεται υπέρβαση του ανωτάτου ορίου παρακολούθησης 10 μήνες για περιπτώσεις μόνο άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας και εφόσον η υπέρβαση στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία. Ωστόσο πρέπει να οριστεί ανώτατο όριο υπέρβασης για περιπτώσεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών πέραν του οποίου δεν θα επιτρέπεται καμία παράταση.
-Τα σοβαρότερα προβλήματα δημιουργούνται από την ανακολουθία των διατάξεων του νομοσχεδίου με την ύλη του ποινικού δικαίου. – Ο ορισμός της συγκατάθεσης ή ο ορισμός των ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν εξηγείται επαρκώς ο λόγος που διαγράφονται πλέον από τον κατάλογο των ορισμών.
-Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος δεν συμφωνεί με την διεύρυνση του ορισμού των δημοσίων αρχών, ώστε να περιλαμβάνονται και ιδιωτικοί φορείς γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τέτοιοι που να εμπλέκονται στην πρόληψη, διερεύνηση, ανίχνευση ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων.
-Στη δημοσιοποίηση στοιχείων προσωπικών δεδομένων από την εισαγγελική αρχή πρέπει να περιλαμβάνεται και ο ύποπτος καθώς είναι ιδιαίτερα σημαντικό.
Από την πλευρά του, ο Νικόλαος Χριστόπουλος, μέλος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, υπεραμύνθηκε των νέων διατάξεων περί άρσης του απορρήτου, υπογραμμίζοντας ότι «είναι σε θετικό πρίσμα».
«Ουσιαστικά εκσυγχρονίζεται η όλη διαδικασία και διασφαλίζονται οι προϋποθέσεις τήρησης της νομιμότητας», είπε και πρόσθεσε ότι «η Ένωση συμφωνεί με την θέσπιση αυστηριοποίησης των ποινών». Θετική χαρακτήρισε και την ενσωμάτωση της αστυνομικής οδηγίας. «Η άποψη της Ένωσης Εισαγγελέων είναι ότι σαφώς έπρεπε να εκσυγχρονιστεί το νομοθετικό πλαίσιο», σημείωσε.
Έμφαση έδωσε στο άρθρο για την δημοσιοποίηση των απόρρητων στοιχείων κατηγορουμένων και καταδίκων, τονίζοντας ότι «γίνεται ένας εκσυγχρονισμός, αυστηριοποιούνται οι σχετικές διατάξεις και πλέον η δημοσιοποίηση επιτρέπεται για όλα τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα τα οποία τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών».
«Οι ρυθμίσεις κινούνται σε σύγχρονο επίπεδο και ήταν αναγκαίες για να διευκολυνθούν οι αρμόδιες αρχές στη διαλεύκανση των εγκλημάτων. Η υποβολή αιτήματος για την δημοσιοποίηση τηρείται μόνο από τις αρμόδιες αρχές, αστυνομικές και δικαστικές και όχι από ιδιώτες. Σωστά εξαιρείται από την δημοσιοποίηση ο ύποπτος», ανέφερε ο κ. Χριστόπουλος.
Αντίθετος με τις θέσεις που εξέφρασε ο εκπρόσωπος της Ένωσης Εισαγγελέων, δήλωσε ο πρόεδρος των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, Δημήτρης Βερβεσός.
«Σε αντίθεση με την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος εμείς είμαστε κάθετα αντίθετοι με το νομοσχέδιο, που στόχο έχει την επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος που προέκυψε με τις παρακολουθήσεις πολιτικών και δημοσιογράφων. Με το νομοσχέδιο μας χωρίζει άβυσσος, ως προς την προσέγγιση των ζητημάτων», τόνισε ο κ. Βερβεσός και συνέχισε.
«Η παρουσία εισαγγελέα που αποφασίζει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών αποδείχθηκε αλυσιτελής. Πρέπει το θέμα να παραπεμφθεί σε δικαστικό συμβούλιο. Θεωρούμε ότι είναι αρμοδιότητα των δικαστών και όχι ειδικών εισαγγελέων
Διαφωνούμε με την απουσία πλήρους αιτιολόγησης των εισαγγελικών διατάξεων για την αίρεση. Την στιγμή που αίρεται το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφαλείας, είναι υποχρεωτικό να αιτιολογείται και δεν αρκεί να παραπέμπει στο αίτημα της ΕΥΠ. Θα πρέπει να είναι ρητή και επαρκώς αιτιολογημένη ή άρση του απορρήτου».
Ακόμα, ο πρόεδρος των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, χαρακτήρισε «γράμμα κενό το ζήτημα της τριετίας για τη χορήγηση στοιχείων σε περίπτωση παρακολούθησης προσώπου με αίτηση του στην ΑΔΑΕ».
«Πέραν του ότι το διάστημα αυτό είναι πολύ μεγάλο, σε συνδυασμό με τη διάταξη για την καταστροφή στοιχείων μετά από έξη μήνες από το τέλος της παρακολούθησης είναι γράμμα κενό. Μετά από τους έξη μήνες δεν θα υπάρχουν στοιχεία για να τα δώσουν στο θιγόμενο», ανέφερε.
Όπως υποστήριξε ο κ. Βερβεσός, «ο έλεγχος των αιτήσεων χορήγησης θα πρέπει να γίνεται μόνο από την ΑΔΑΕ που είναι και η μόνη αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή -κατά το σύνταγμα- να ελέγχει, και δεν μπορεί να παραπέμπεται σε τριμελές συμβούλιο το οποίο απλά προεδρεύει ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, ενώ οι άλλοι δύο είναι εισαγγελείς οι οποίοι έχουν χορηγήσει τις άδειες άρσης απορρήτου».
«Διαφωνούμε κάθετα με την χορήγηση της αρμοδιότητας, για την άρση της ενημέρωσης, στον πρόεδρο της βουλής που είναι μονοπρόσωπο. Πρέπει να είναι πολυπρόσωπο όργανο ώστε να έχει μεγαλύτερη αξιοπιστία και φερεγγυότητα, όπως είναι η Σύνοδος της Βουλής», σημείωσε.
Ενστάσεις εξέφρασε «στη δυνατότητα το κράτος να λειτουργεί με ένα λογισμικό νόμιμο την ώρα που υπάρχουν παράνομα λογισμικά από ιδιώτες, με απλή υπουργική απόφαση».
«Πρέπει να προβλέπεται ρητά πότε το κράτος μπορεί να έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί με ειδικά λογισμικά ιδιώτες και να υπάρχουν ειδικές προβλέψεις και όχι να παραπέμπεται σε απλή ανέλεγκτη υπουργική απόφαση», πρόσθεσε.
«Δεν καλύπτεται ούτε με τον παρόντα νόμο η διαδικασία που μέχρι σήμερα εφαρμόζεται και η οποία όπως αποδείχτηκε είναι τελείως κενή περιεχομένου για την προστασία ατομικών δικαιωμάτων μείζονος σημασίας, ιδιωτών αλλά και πολιτικών προσώπων.
Θεωρούμε ότι ο νέος νόμος παραβιάζει βασικές συνταγματικές αρχές και δεν διασφαλίζει κανένα νομικό δικαίωμα των πολιτών», κατέληξε ο κ. Βερβεσός.
Ο Χρήστος Ράμμος, πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Απορρήτου των Επικοινωνιών, υποστήριξε ότι «το νομοσχέδιο υποβαθμίζει πλήρως την ΑΔΑΕ, η οποία είναι ο εγγυητής της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών». Δήλωσε αντίθετος «στην άρση του απορρήτου, για λόγους εθνικής ασφάλειας, με απόφαση του εισαγγελέα που είναι εγκατεστημένος στην ΕΥΠ». «Δεν καλύπτει το σύστημα εδώ τις εγγυήσεις που χρειάζονται για την ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού.
Δεν είναι δυνατόν ένα μόνο πρόσωπο να αποφασίζει για τόσο σοβαρές συνέπειες και να μην υπάρχει διαβούλευση την οποία θα εξασφαλίζει ένα κρατικό συμβούλιο, όπως γίνεται σε όλες τις χώρες. Ένα δεύτερο σημείο σημαντικό, είναι η έλλειψη αιτιολογίας που είναι βασικό του κράτους δικαίου, της αρχής της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Δεν είναι δυνατόν για μια πράξη με τόσες σημαντικές συνέπειες να μην υπάρχει πουθενά αιτιολογία, έστω και απόρρητη», ανέφερε και συμπλήρωσε:
«Είμαστε εντελώς αντίθετοι διότι αφαιρεί την αρμοδιότητα και την ενημέρωση από την ΑΔΑΕ. Δεν υπάρχει καμία εξήγηση για ποιο λόγο αυτή η αρμοδιότητα κατά το σύνταγμα αφαιρείται για να δοθεί σε τριμελές όργανο.
Και μόνο η συμμετοχή εισαγγελέα της ΕΥΠ στη σύνθεση αυτή, καθιστά το όργανο μη ανεξάρτητο και δεν καλύπτει τις εγγυήσεις».
Στη συνέχεια, έκανε λόγο για, «εντελώς αδικαιολόγητη και μη εξηγήσιμη που δημιουργεί πρόβλημα με την αρχή αναλογικότητας, την επιβολή διαστήματος τριών χρόνων μετά την λήξη της παρακολούθησης για να εξεταστεί αν θα μπορεί να ενημερωθεί ο θιγόμενος». «Δεν προκύπτει καμία δικαιολογητική βάση. Επίσης δεν υπάρχει καμία εγγύηση δικαστικής προστασίας σε όλη αυτή τη διαδικασία», είπε.
Αντίθετος δήλωσε και «στα ήδη ληφθέντα από την ΑΔΑΕ αρχεία να κρυπτογραφούνται και να μπαίνουν στο αρχείο» τονίζοντας ότι «επιβάλλεται να έχει δικό της αρχείο». Ακόμα ανέφερε ότι, «η δυνατότητα να προμηθευτεί η ΕΥΠ κατασκοπευτικό λογισμικό ενέχει τεράστιους κινδύνους».
Όπως είπε, «πρέπει η ΑΔΑΕ να έχει τη δυνατότητα να εκδώσει πρώτα έναν κανονισμό, ο οποίος θα προβλέπει τις εγγυήσεις κάτω από τις οποίες θα μπορεί να παρακολουθείται ότι η χρήση αυτή δεν θα δημιουργεί αδιαφάνεια στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών».
«Θα πρέπει να ενταχθεί στη νόμιμη επισύνδεση και όχι να γίνεται εν κρυπτώ και απαραβιάστω», κατέληξε.