Τον Νοέμβριο του 2021, ο Σταύρος Μαλιχούδης ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος που έγινε γνωστό ότι παρακολουθείται από την ΕΥΠ. Ένα χρόνο μετά, γράφει ένα προσωπικό κείμενο για το πώς είναι να δημοσιογραφείς στην τελευταία χώρα στην ελευθερία του Τύπου στην Ευρώπη.
Ας παίξουμε ένα παιχνίδι: πάρτε στυλό ή μολύβι κι ένα χαρτί. Ξέρω πως δεν θα το κάνετε, εντάξει. Αλλά το εννοώ. Δώστε μια ευκαιρία: πάρτε στιλό ή μολύβι κι ένα χαρτί.
Τα πήρατε; Ας πούμε πως τα πήρατε. Σκεφτείτε τώρα και γράψτε στο χαρτί τις 15 εταιρείες που θεωρείτε πως καθορίζουν περισσότερο την καθημερινότητά σας, εκείνες που συναντάτε περισσότερο γύρω σας μια τυπική ημέρα, ίσως.
Ξεκινάω εγώ: Cosmote (το κινητό). Vodafone (το σταθερό). Τράπεζα Πειραιώς (τα χρήματα). E-food ή Wolt (το φαγητό). Public και Πλαίσιο (πέφτω πάνω τους με το που βγω απ’ το σπίτι). ΟΠΑΠ (συναντώ το πρώτο πρακτορείο ήδη πριν πέσω πάνω σε Public και Πλαίσιο). Αθηναϊκή Ζυθοποιία, Ολυμπιακή Ζυθοποιία, Coca-Cola (υπάρχει μεγάλη πιθανότητα οτιδήποτε καταναλώσω σε κάποιο επαγγελματικό ραντεβού ή κάποιο μπαρ το βράδυ να ανήκει στις ετικέτες τους). Aegean Airlines. Ελληνικά Πετρέλαια. ΔΕΗ. Μυτιληναίος. Και φυσικά οι κατασκευαστικές: Ελλάκτωρ, ΓΕΚ Τέρνα, Μυτιληναίος και πάλι.
Τώρα αναλογιστείτε: Πότε ήταν η τελευταία φορά που είδατε μια ερευνητική εκπομπή στη δημόσια ή ιδιωτική τηλεόραση γι’ αυτές τις εταιρείες; Πότε διαβάσατε τελευταία φορά ένα ερευνητικό ρεπορτάζ —για εργασιακές συμβάσεις που γίνονται φυσαρμόνικα, για πιθανή κρατική προνομιακή μεταχείριση, για τυχόν αθέμιτη στάση απέναντι σε μικρότερους της αγοράς— σε κάποιο μεγάλο ΜΜΕ;
Μάλλον πάει πολύς καιρός. Και θα αναρωτιέται κανείς: Τι συμβαίνει; Στην Ελλάδα συναντώνται κακώς κείμενα οπουδήποτε κοιτάξει κανείς αλλά, με κάποιον μαγικό τρόπο, τα κυρίαρχα συμφέροντα και μόνο κατορθώνουν να μείνουν ανεπηρέαστα από το φαινόμενο; Οι παθογένειες που όλοι γνωρίζουμε αφορούν οποιαδήποτε άλλη εταιρεία πέραν αυτών;
Τώρα σκεφτείτε και γράψτε στο ίδιο χαρτί ποιες απ’ αυτές τις ίδιες εταιρείες έχετε προσέξει να διαφημίζονται σε μεγάλα ΜΜΕ ή και να παρίστανται ως χορηγοί σε εκδηλώσεις στις οποίες έχετε παραβρεθεί.
Τώρα, ναι. Δεν μοιάζουν κάπως πιο καθαρά τα πράγματα;
Πώς η γερμανική e-food κατάλαβε σε ποια χώρα βρίσκεται
Στην Ελλάδα, η ιδιωτική διαφήμιση προς τα ΜΜΕ υπηρετεί κυρίως έναν σκοπό: τη δημιουργία μιας σχέσης εξάρτησης με αυτά. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ προφανώς αυτό δεν αποτελεί κάτι καινούριο, αλλά είναι χρήσιμο να παρατηρήσει κανείς πώς προσαρμόζονται σε αυτή την πραγματικότητα οι ξένες εταιρείες.
Τον Σεπτέμβριο του 2021 ξέσπασε σάλος με την e-food, την γερμανικών συμφερόντων εταιρεία που φέρνει πίτσα, σουβλάκι ή εσχάτως και τα ψώνια του σούπερ μάρκετ στην πόρτα μας. Όταν διέρρευσε ένα ατυχές μήνυμα που η εταιρεία είχε στείλει σε ορισμένους οδηγούς ντελίβερι, ενημερώνοντάς τους πως από μισθωτοί θα μπορούσαν πλέον είτε να συνεχίσουν ως ελεύθεροι επαγγελματίες είτε να αποχαιρετήσουν την e-food, στα κοινωνικά δίκτυα δημιουργήθηκε γρήγορα ένα κύμα υποστήριξής τους.
Τα ΜΜΕ αναπαρήγαγαν γενναιόδωρα τόσο την είδηση όσο και τα αιτήματα και τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Η δημοσιότητα είχε ως αποτέλεσμα μέσα σε κάποιες ώρες η βαθμολογία της εταιρείας να πέσει στο ένα αστεράκι — και να ανακληθούν οι απολύσεις.
Από τις πρώτες ημέρες, παρατηρώντας τη θέρμη με την οποία τα εγχώρια ΜΜΕ συνέχιζαν να καλύπτουν το ζήτημα, είχα μια απορία. Λίγο καιρό αργότερα, μια πηγή με πολύ καλή γνώση των πραγμάτων μπόρεσε να μου τη λύσει: όχι, η e-food δεν έδινε διαφήμιση σε εγχώρια ΜΜΕ. Καθώς το μοντέλο της εστιάζει στους χρήστες του Διαδικτύου, που χαζεύοντας κάποιο βίντεο στο Youtube ή τα νέα των φίλων τους στο Facebook όλο και κάτι θα παραγγείλουν, η εταιρεία δεν το θεωρούσε απαραίτητο για την εμπορική της ανάπτυξη. Αυτό μερικώς εξηγούσε την πρωτοφανή ελευθερία με την οποία ΜΜΕ έβαλαν εναντίον της.
Στον ένα χρόνο που μεσολάβησε, η e-food έχει πάρει το μάθημά της: πλέον διαφημίζεται σε μεγάλους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς της χώρας. Με αυτό τον τρόπο υπέγραψε το δικό της συμβόλαιο προστασίας απέναντι στο να απασχολήσουν μελλοντικά παραπτώματά της τον Τύπο και, άρα, τους καταναλωτές.
Η θέση 108 στην ελευθερία του Τύπου
Το 2022, η Ελλάδα βρέθηκε στην 108η θέση μεταξύ 180 χωρών παγκοσμίως στην ετήσια κατάταξη των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF). Έχοντας χάσει 38 θέσεις σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, κατατάχθηκε τελευταία στην Ευρώπη.
Από τη μέρα της γνωστοποίησης της φετινής κατάταξης, στο εσωτερικό της χώρας ζούμε μια ιδιότυπη κατάσταση: τμήμα της αντιπολίτευσης φέρεται σαν να πρόκειται για κάτι πρωτοφανές, περίπου σαν έως πέρυσι η λέξη «Ελλάδα» να θεωρούνταν συνώνυμη της ελευθερίας του Τύπου, ενώ η κυβέρνηση απαξιώνει ολοκληρωτικά όχι μόνο την έκθεση αλλά και τον φορέα που τη δημοσιεύει.
Πατώντας πάνω στα εγχώρια αντανακλαστικά (οι ΜΚΟ βρίσκονται τελευταίες στους δείκτες εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς), η κυβέρνηση αναφέρεται υποτιμητικά στους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα ως «μια ΜΚΟ» ενώ ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε την έκθεση «σκατά».
Βεβαίως, δυσκολεύεται να αντιληφθεί κανείς γιατί η νομική τους μορφή ως μη κερδοσκοπικού οργανισμού (όπως οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, το Χαμόγελο του Παιδιού, ο ερευνητικός οργανισμός Διανέοσις) σημαίνει περισσότερα για την ποιότητα της ετήσιας έκθεσής τους, που λαμβάνεται υπόψη παγκοσμίως, από το ότι π.χ. οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα έχουν βραβευτεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η εγχώρια άρνηση της κατάταξης εστιάζει στις αφρικανικές χώρες που βρίσκονται πάνω από την Ελλάδα, θέτοντας το ερώτημα: Μα, πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να τα πάει χειρότερα απ’ αυτές;
Στο διεθνές δημοσιογραφικό συνέδριο που διοργάνωσε στην Αθήνα πριν λίγες εβδομάδες ο μη κερδοσκοπικός δημοσιογραφικός οργανισμός iMedD, ο Πάβoλ Σζαλάι, υπεύθυνος της οργάνωσης για τα Βαλκάνια και την Ευρώπη, έδωσε μια απάντηση που απέσπασε το χειροκρότημα του κοινού: είπε πως θα πρέπει να σταματήσουμε επιτέλους να θεωρούμε αυτονόητο ότι οι αφρικανικές χώρες τα καταφέρνουν χειρότερα από τις ευρωπαϊκές ως προς την ελευθερία του Τύπου.
Και εξήγησε πως η Ελλάδα συγκεντρώνει σήμερα συνδυαστικά όλα τα κακώς κείμενα που συναντώνται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. «Υπάρχει μόνο μία χώρα στην οποία δολοφονήθηκε πρόσφατα ένας δημοσιογράφος, οι δημοσιογράφοι βρίσκονται υπό αυθαίρετη παρακολούθηση, υπάρχουν πολλές υποθέσεις SLAPP (σ.σ. αγωγές μεγάλων συμφερόντων που στόχο έχουν να αποθαρρύνουν δημοσιογράφους), αστυνομική βία, επιθέσεις σε δημοσιογράφους και παρενόχληση δημοσιογράφων που καλύπτουν το μεταναστευτικό, έλλειψη ανεξαρτησίας των δημόσιων μέσων ενημέρωσης — και θα μπορούσα να συνεχίσω με αυτόν τον μακρύ κατάλογο», είπε.
Οι διεθνείς δημοσιογραφικές ενώσεις (και όχι μόνο οι RSF) και ξένοι Ευρωβουλευτές ζητούν επίμονα τη διαλεύκανση της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ. Κι αυτό είναι το πρώτο που θα έπρεπε να γίνει, εάν η κυβέρνηση θέλει να βελτιώσει την εικόνα της χώρας. Αλλά ενάμιση χρόνο μετά, παρά τις αρχικές εξαγγελίες δεν έχει σημειωθεί καμία απολύτως πρόοδος.
Η πρώτη επίπτωση ενός πρωτοφανούς γεγονότος, όπως ήταν η δολοφονία του αστυνομικού ρεπόρτερ μέρα μεσημέρι, είναι πως πλέον θέτει στο τραπέζι την υποψία ότι μπορεί να συμβεί ξανά.
Εάν δεν διαφαίνεται καμία σπουδή για τη διαλεύκανση της δολοφονίας ενός προβεβλημένου δημοσιογράφου, που γνώριζαν οι κάτοικοι του πιο απομονωμένου ελληνικού χωριού μέσα από την καθημερινή τηλεοπτική του παρουσία, τι μπορούμε να προσμένουμε εάν συμβεί κάτι σε κάποιον από εμάς;
Η απόκρυψη της παρακολούθησης δημοσιογράφων
Τον Νοέμβριο του 2021, ρεπορτάζ της Εφημερίδας των Συντακτών αποκάλυψε την παρακολούθησή μου από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) στο πλαίσιο ρεπορτάζ για το Solomon.
Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η αιτία για να ξεκινήσει η παρακολούθηση, που αρχικώς διαψεύστηκε και μήνες αργότερα αποδόθηκε στην «εθνική ασφάλεια» (όπως και η παρακολούθηση τουλάχιστον 15.000 πολιτών ετησίως). Από το έγγραφο που δημοσιεύτηκε προκύπτει πως κάποια στιγμή, κατά τη διάρκειά της, οι μυστικές υπηρεσίες ενδιαφέρονταν για ρεπορτάζ που ετοιμάζαμε για ένα 12χρονο προσφυγόπουλο από τη Συρία που βρισκόταν έγκλειστο σε μια δομή στην Κω.
Ακολούθησε η ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ. Της Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου. Διεθνών δημοσιογραφικών ενώσεων. Έγιναν ερωτήσεις στην Ευρωβουλή και ρεπορτάζ σε διεθνή ΜΜΕ που θεωρούνται αξιόπιστα.
Καθώς η υπόθεση άρχισε να γίνεται γνωστή, με τους συναδέλφους μου στο Solomon κάναμε μια συμφωνία: δεν θα σπεύδαμε να μιλήσουμε γι’ αυτήν σε κανένα αριστερό ή αντιπολιτευόμενο ΜΜΕ, απ’ αυτά που ήταν επόμενο να εκφράσουν ενδιαφέρον είτε για λόγους αρχής είτε λόγω σκοπιμότητας, προκειμένου να μη στερήσουμε τη δυνατότητα από κάποιο άλλο ΜΜΕ να αναδείξει ένα ζήτημα που βάλλει κατά συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών.
Ακόμα περιμένουμε.
Έχει ενδιαφέρον: οι ενημερωτικές ιστοσελίδες στην Ελλάδα απασχολούν στη ροή ειδήσεων δημοσιογράφους που σε μια εργάσιμη υποχρεούνται να ανεβάζουν έως και 25 διαφορετικές ειδήσεις έκαστος. Αλλά πουθενά δεν θεωρήθηκε σημαντικό να διατεθούν δέκα λεπτά προκειμένου ένας εργαζόμενος να συντάξει μια είδηση 100 λέξεων με βάση την ανακοίνωση του συνδικαλιστικού μας οργάνου, έστω, για την παρακολούθηση ενός συναδέλφου.
Ας αναλογιστούμε τη δύναμη της πλήρους αποσιώπησης ενός γεγονότος από ένα ΜΜΕ, είναι τεράστια: σημαίνει πως για τους αναγνώστες του αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Αυτό διαφάνηκε ακόμα περισσότερο με την υπόθεση του Θανάση Κουκάκη, ενός οικονομικού συντάκτη που διερευνά τραπεζικά σκάνδαλα για ελληνικά και ξένα Μέσα όπως οι Financial Times, ο οποίος βρέθηκε να παρακολουθείται τόσο από την ΕΥΠ όσο και με το κακόβουλο λογισμικό Predator, και η κυβέρνηση άλλαξε τη νομοθεσία δεκαετιών ακριβώς για να μην μπορεί πλέον να ενημερωθεί πως αυτή είχε συμβεί.
Παρά τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, η κάλυψη ήταν επίσης ισχνή. Ελάχιστα ΜΜΕ μετέδωσαν την είδηση της παρακολούθησης ενός συναδέλφου τους, ενός ανθρώπου που γνώριζαν.
Η ερευνήτρια δημοσιογράφος Ελίζα Τριανταφύλλου από το inside story, που μαζί με το Reporters United αφέθηκαν μόνα τους για πάνω από μισό χρόνο στην αποκάλυψη του σκανδάλου που σήμερα εντός και εκτός της χώρας αποκαλείται Predator Gate, έχει κάνει μια πολύ εύστοχη παρατήρηση.
Έχει πει πως τα εγχώρια ΜΜΕ αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν (και να ενημερώσουν το κοινό τους) ότι υπάρχει όντως ζήτημα όταν προέκυψε η περίπτωση του Νίκου Ανδρουλάκη — πώς, άλλωστε, να αποκρύψεις την παρακολούθηση ενός εκλεγμένου Ευρωβουλευτή και αρχηγού του τρίτου Κόμματος;
Ο ρόλος του ΑΠΕ
Στην Ελλάδα, για να εξασφαλίσει μια είδηση πιθανότητες να φτάσει στο ευρύτερο κοινό θα πρέπει να μεταδοθεί από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ), το μοναδικό κρατικό πρακτορείο.
Το επιχειρηματικό μοντέλο εκατοντάδων ιστοσελίδων ανά τη χώρα βασίζεται στην αυτούσια αναπαραγωγή των τηλεγραφημάτων του ΑΠΕ, με ελάχιστο ή και συχνά καθόλου πρωτογενές περιεχόμενο. Ίσως έως και οκτώ στις δέκα ειδήσεις που διαβάζουμε καθημερινά στο Διαδίκτυο προέρχονται από το πρακτορείο.
Μια από τις πρώτες ενέργειες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, αμέσως μετά την εκλογή του τον Ιούλιο του 2019, ήταν να πάρει υπό την εποπτεία του το ΑΠΕ, την ΕΡΤ, και την ΕΥΠ.
Εάν η απόφασή του να πάρει υπό την ευθύνη του την ΕΥΠ γεννά σήμερα προβληματισμούς, καθώς ολοένα μεγαλώνει ο κατάλογος των δημοσιογράφων, πολιτικών και θεσμικών προσώπων που φέρονται να βρέθηκαν υπό παρακολούθηση από τις μυστικές υπηρεσίες, η απόφαση του πρωθυπουργού να πάρει υπό τον έλεγχό του ΕΡΤ και ΑΠΕ μπορεί να θεωρηθεί ένα αχρείαστο άλμα: και οι δύο κρατικοί φορείς, άλλωστε, υπηρετούσαν ούτως ή άλλως ανέκαθεν τους σκοπούς της εκάστοτε κυβέρνησης και όχι του κοινού που τους πληρώνει.
Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Όταν ξένα ΜΜΕ, όπως ο Guardian και η Le Monde, δημοσιεύουν στοιχειοθετημένες έρευνες μηνών για τις επαναπροωθήσεις προσφύγων από την Ελλάδα, το ΑΠΕ τηρεί σιγή ιχθύος. Δεν έχει ίδια στάση όταν με σύντομα ταξιδιωτικά τους ρεπορτάζ τα ίδια ΜΜΕ εκθειάζουν τις παραλίες κάποιου ελληνικού νησιού, για τα οποία δημοσιεύει τηλεγράφημα που με τη σειρά του αναδημοσιεύουν εκατοντάδες ιστότοποι.
Ένα παράδειγμα που αναδεικνύει τη μοναδική δυνατότητα του κρατικού πρακτορείου να κάνει γεγονότα να μην καταγράφονται δημοσιογραφικά, άρα να μην έχουν συμβεί, παρουσιάζεται από την συνέντευξη που έδωσε ο πρωθυπουργός στη δημοσιογράφο της Washington Post Lally Weymouth.
Όταν το ΑΠΕ μετέφρασε και αναδημοσίευσε την συνέντευξη έλειπαν τα μόνα σημεία στα οποία η δημοσιογράφος είχε στριμώξει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καλώντας τον να πάρει πίσω έναν προβληματικό νόμο κατά των fake news που είχε φέρει η κυβέρνησή του.
Οι Έλληνες αναγνώστες δεν έμαθαν ποτέ πως κάτι τέτοιο είχε συμβεί. Για την ιστορία, σε επόμενο χρόνο και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραδέχθηκε πως ήταν ένας νόμος στον οποίο η κυβέρνηση είχε λάθος εκτίμηση.
Αλλά, το πιο διαφωτιστικό παράδειγμα από τη λειτουργία του ΑΠΕ μας επιστρέφει και πάλι στους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα και τη γνωστοποίηση της έκθεσής τους από το κρατικό πρακτορείο. Όταν έγινε γνωστή η θέση της χώρας μας, χρειαζόταν αν μη τι άλλο πραγματική προσπάθεια για να καταφέρει κανείς να την παρουσιάσει εντός της Ελλάδας δίχως να αναφέρει πως η Ελλάδα βρισκόταν πλέον τελευταία στην Ευρώπη.
Οι συντάκτες του ΑΠΕ όμως τα κατάφεραν. Κι έτσι, οι πολίτες στην Ελλάδα ενημερώθηκαν για την προβληματική κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου στην Ρωσία, την Κίνα, και άλλες χώρες — αλλά δεν διάβασαν τίποτα για τη δική τους.
Δεν μπορείς να υπηρετήσεις τη δημοκρατία δίχως δεδομένα
Τον χειμώνα του 2019, εγκλωβισμένοι σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα βρίσκονταν περίπου 2.500 ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες. Ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, έστειλε επιστολή στους Ευρωπαίους ομολόγους του, προτείνοντας ένα σχέδιο μετεγκατάστασής τους ανάλογα με το μέγεθος κάθε χώρας.
Το σχέδιο του Έλληνα υπουργού έπεσε στην αδιαφορία των άλλων κυβερνήσεων, αλλά δεν είναι αυτό που εξετάζουμε — το επίμαχο εδώ είναι το περιεχόμενο της επιστολής και η προσπάθεια να λάβουμε γνώση αυτού.
Το Investigate Europe, μια πανευρωπαϊκή ομάδα δημοσιογράφων, ζήτησε την επιστολή από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ακριβώς οι μισές από τις 28 κυβερνήσεις απάντησαν. Παρότι η γνωστοποίηση του θέματος ήταν προς όφελος των ελληνικών διεκδικήσεων, οι ελληνικες Αρχές αρνήθηκαν να παραχωρήσουν την επιστολή ή να μοιραστούν τι περιείχε. Την πλήρη αντίθεση σε επίπεδο διοικητικής νοοτροπίας υπογραμμίζει η στάση της Φινλανδίας, όπου η επιστολή όχι μόνο δόθηκε, αλλά το σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου υπέγραφε κοπέλα που έκανε την πρακτική της στο αρμόδιο υπουργείο.
Στην Ελλάδα, η πρόσβαση στα δημόσια δεδομένα αποτελεί ένα τεράστιο αγκάθι. Φορείς και υπηρεσίες τα διαχειρίζονται περίπου σαν προσωπικά τους μυστικά. Και όσοι δημοσιογράφοι συνεργαζόμαστε σε διασυνοριακές έρευνες πρέπει διαρκώς να πείθουμε τους συναδέλφους μας ότι δεν είμαστε τεμπέληδες, που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε πρόσβαση στα στοιχεία που εκείνοι λαμβάνουν ακούραστα (συχνά ακόμα και εντός της ίδιας ημέρας!) στις χώρες τους.
Είναι χαρακτηριστικό πως, παρότι στο εξωτερικό η έκρηξη της δημοσιογραφίας δεδομένων μετράει ήδη πολλά χρόνια αφενός, και δημοσιογράφοι ή ομάδες ειδικεύονται στις αιτήσεις πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία αφετέρου, στην Ελλάδα κανένα από τα μεγάλα ΜΜΕ δεν έχει κάποιο τέτοιο τμήμα. Θα ήταν άχρηστο.
«Κανένα πρόβλημα στην Ελλάδα»
Όλα αυτά τα ζητήματα δεν αφορούν μονάχα την παρούσα κυβέρνηση.
Αλλά μόνο μια κυβέρνηση μπορεί να προσφέρει ένα πλαίσιο στο οποίο οι συντάκτες δεν θα αυτολογοκρίνονται, επειδή γνωρίζουν ποιο ρεπορτάζ θα δυσαρεστήσει τον ιδιοκτήτη του ΜΜΕ στο οποίο εργάζονται ή τους διαφημιστές.
Μόνο μια κυβέρνηση μπορεί να θέσει τα θεμέλια ούτως ώστε τα μεγάλα συμφέροντα να μην μένουν στο απυρόβλητο, και να δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο η κρατική τηλεόραση θα υπηρετεί τη δημόσια πληροφόρηση και όχι την εκάστοτε κυβερνητική εικόνα.
Και κανείς άλλος πέραν της κυβέρνησης ενός κράτους δεν μπορεί να περάσει την νομοθεσία για τους πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος — την οποία, παρότι αποτελεί κοινοτική οδηγία, η Ελλάδα εξακολουθεί να αρνείται να εισάγει στο εθνικό δίκαιο.
Η κυβέρνηση αρκείται να επαναλαμβάνει πως «κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει με την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα», και να υπενθυμίζει πως η ελευθερία του Τύπου κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Αρνείται να αναγνωρίσει τα εν λόγω ζητήματα ως υπαρκτά.
Όσο αρνείται να τα αντιμετωπίσει, στερεί από τους πολίτες το δικαίωμα να ζήσουν ελεύθεροι απ’ αυτά. Άλλωστε, η ελευθερία του Τύπου καταπνίγεται πολύ πιο αποτελεσματικά όταν δεν χρειάζεται να χυθεί αίμα, όταν δεν υπάρχουν εντάσεις, όταν στη θεωρία όντως προβλέπεται και αθόρυβα αμφισβητείται.
Όταν οι δημοσιογράφοι απλώς γνωρίζουν πως υπάρχουν ιστορίες, θέματα, θεματικές ολόκληρες στη χώρα μας, που «δεν ακουμπάς».
Πηγή: Solomon