«Αρκεί να κλείσω τα μάτια μου, για να δω πεντακάθαρα μπροστά μου την κουζίνα της γιαγιάς μου της Ελένης, ακριβώς όπως ήταν, όταν ήμουν παιδί. Μεγάλωσα στην κουζίνα της. Μου είχε ένα χαμηλό σκαμνάκι, πάνω στο οποίο στεκόμουν, για να φτάνω να βλέπω πώς μαγειρεύει και φτιάχνει τα γλυκά της. Είχα το δικό μου καθαρό μαντήλι και ποδιά, όπως εκείνη είχε τα δικά της. Κι όταν έφτιαχνε το ρυζόγαλό της, που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο, την παρακαλούσα να με αφήσει να ανακατέψω το μίγμα, “δώσε μου γιαγιά για λίγο την κουτάλα!”, αλλά εκείνη δεν με άφηνε, παρά μόνο από ένα σημείο και μετά, γιατί η τέχνη του ανακατέματος κάνει μεγάλη διαφορά»: Η Ελένη Καραντώνα μοιράζεται με το ΑΠΕ-ΜΠΕ τις μνήμες της από την κουζίνα της γιαγιάς της, μητέρας του πατέρα της, η οποία -πέρα από όμορφες παιδικές αναμνήσεις- τής παρέδωσε μια «συλλογή» από γεύσεις και αρώματα και μια πολύ παλιά και «τολμηρή» συνταγή για ρυζόγαλο. Μια συνταγή, που έδωσε άλλη «γλύκα» στην επαγγελματική στροφή της πολύτεκνης μητέρας τεσσάρων παιδιών, από εργαζόμενη σε συμβολαιογραφείο επί μια εικοσαετία, σε επιχειρηματία στον χώρο του παραδοσιακού τροφίμου.
Το «ρυζόγαλο της Ελένης», όπως έχει βαφτιστεί το βιολογικό προϊόν προς τιμήν της συνονόματης γιαγιάς της, διατίθεται από τη γαστρονομική γωνιά «The Dreamers Point» στην Αρναία της Χαλκιδικής, την οποία εγκαινίασαν τον περασμένο Ιούλιο μαζί με τη μικρότερη αδερφή της, την Αγγέλα, που «έτρεχε» ένα ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο. Η γιαγιά Ελένη, λέει, ήταν ντόπια Νεοχωρίτισσα (σ.σ. το Νεοχώρι είναι ένα απ’ τα μαντεμοχώρια τού δήμου Αριστοτέλη, στο τρίτο «πόδι» της Χαλκιδικής), αλλά δεν έφτιαχνε το ρυζόγαλο όπως συνήθως φτιαχνόταν τότε στην περιοχή, αλλά με μια σημαντική διαφορά: Έβραζε το ρύζι σε φρέσκο χυμό πορτοκαλιού με ξύσμα και μπαχαρικά, πριν το προσθέσει στο γάλα, όπου ξανάβραζε, αυτή τη φορά με την προσθήκη ζάχαρης.
Πόσο παλιά να είναι άραγε αυτή η ιδιαίτερη συνταγή; «Θα μπορούσε να την έχει μάθει από τη δική της γιαγιά ή να την έχει επινοήσει εκείνη, δεν τη ρώτησα, αλλά όπως και να έχει είναι πολύ παλιά» διηγείται η Ελένη, η οποία με τη σειρά της «πείραξε» ελαφρώς τη συνταγή που κληροδότησε η γιαγιά, χτίζοντας πάνω στη γαστρονομική κληρονομιά της. Ως εργαζόμενη πολύτεκνη μητέρα, η Ελένη ποτέ δεν είχε αρκετό χρόνο για να ευχαριστηθεί πραγματικά τη μαγειρική, όπως λέει. Η περίοδος της πανδημίας και των καραντινών όμως, αλλά και το γεγονός ότι νωρίτερα είχε αφήσει τη δουλειά της στο συμβολαιογραφείο, της έδωσαν τον χρόνο και τον χώρο για μια περίοδο έντονου πειραματισμού στην κουζίνα, πάνω σε τσουρέκια, πίτες, φαγητά και, φυσικά, στο ρυζόγαλο της γιαγιάς.
Ο πρώτος δοκιμαστής και τα βοσκοτόπια του Αριστοτελικού Όρους
Ο πρώτος …δοκιμαστής της τελικής εκδοχής της συνταγής ήταν ο 13χρονος γιος της Ελένης, ο οποίος επιδοκίμασε τη γεύση και έδωσε το …πράσινο φως, για να τη γευτούν περισσότεροι. Μάλιστα, το «ρυζόγαλο της Ελένης», που παρασκευάζεται στην Αρναία με γάλα από τα βοσκοτόπια του Αριστοτελικού Όρους και χυμό πορτοκαλιού, απέσπασε πρόσφατα το σήμα ποιότητας «ΤΟΠΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ» από την Αριστοτελική Σύμπραξη Επαγγελματιών του Δήμου Αριστοτέλη. «Έχοντας στη διάθεσή μας άριστης ποιότητας γάλα, προερχόμενο από ζώα που βόσκουν σε ημι-δασικές natura περιοχές της Ανατολικής Χαλκιδικής και το βράδυ αφήνονται ελεύθερα, δημιουργήσαμε ένα βιολογικό προϊόν, συνδυάζοντας γεύσεις που ενώ μοιάζουν αταίριαστες, “δένουν” τόσο μεταξύ τους, ώστε να εξασφαλίζουν γευστική ιδιαιτερότητα και φυσικά αρμονία», εξηγεί η Ελένη Καραντώνα.
Κατά τη θερινή τουριστική σεζόν περίπου 20 κιλά γάλακτος απορροφούνταν εβδομαδιαίως για τις χειροποίητες δημιουργίες που γλυκαίνουν τους ουρανίσκους στη γαστρονομική «γωνιά των ονειροπόλων» (όπως θα μεταφραζόταν ελεύθερα το «The Dreamers Point»). Το γάλα δε που χρησιμοποιείται αφήνει από μόνο του ιδιαίτερο γευστικό αποτύπωμα, καθώς πέραν των ζώων από δεσποζόμενα κοπάδια, πρώτη ύλη (ένα πιο «παχύ» γάλα) αρμέγεται και από άγρια κατσίκια και ελεύθερες αγελάδες, που ανεβοκατεβαίνουν το βουνό κι ανακατεύονται με τα κοπάδια των βοσκών.
Ίσως η γιαγιά Ελένη να μην μπορούσε να φανταστεί πως το ρυζόγαλο που φέρει το όνομά της θα είναι το πρώτο σε κατανάλωση προϊόν από τα πολλά παραδοσιακά, που προσφέρονται στο «The Dreamers Point», το μοσχοβολιστό κατάστημα των δύο εγγονών της, της Ελένης και της Αγγέλας. Πιθανότατα ούτε ότι στόχος είναι το προϊόν αυτό να διοχετευθεί στα πρωινά των τοπικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, αλλά και στα επιδόρπια των εστιατορίων του τρίτου «ποδιού» της Χαλκιδικής, ώστε να προσθέσει σε αυτά την αξία του ντόπιου γάλακτος μέσα από μια αντιπροσωπευτικά παραδοσιακή συνταγή. Φαίνεται όμως πως οι γεύσεις και τα αρώματα που παραδίδονται με αγάπη μπορεί να φτάσουν τελικά πολύ μακριά…