Οι αβεβαιότητες έχουν κατακλύσει την παγκόσμια οικονομία, με αποτέλεσμα οι εκτιμήσεις να προβλέπουν επιβράδυνση ή ακόμα και ύφεση στις περισσότερες οικονομίες.
Διονύσης Χιόνης, καθηγητής Οικονομικών του ΔΠΘ
Τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, η αύξηση των τιμών της ενέργειας και των αγαθών, εξαιτίας και του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς και οι περιορισμοί στην κίνηση από την πρόσφατη πανδημία έχουν οδηγήσει σε αναθεώρηση επί τα χείρω των προβλέψεων για το επόμενο έτος.
Η Ευρώπη για άλλη μια φορά, φάνηκε αδύνατη να αντιμετωπίσει καίρια και αποφασιστικά τις εξελίξεις, με αποτέλεσμα να βιώνει μια πρωτοφανής κρίση. Η ενεργειακή της εξάρτηση της από τη Ρωσία και η αναβλητικότητά της στη λήψη καίριων αποφάσεων, αποτελούν δύσβατο τροχοπέδη για τα κράτη μέλη.
Αρχικά, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι ο πληθωρισμός δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο και η αναμενόμενη αύξηση των μισθών, που θα αιτηθούν τα συνδικάτα, μπορεί να οδηγήσει σε ένα ανοδικό σπιράλ μισθών – τιμών. Η νομισματική πολιτική έχει την τιμητική της και οι αρμόδιες αρχές παρεμβαίνουν με στόχο την επιστροφή του πληθωρισμού σε επίπεδα κοντά του 2%. Όμως, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη ότι ο πληθωρισμός δεν ανταποκρίνεται άμεσα στα αντιπληθωριστικά νομισματικά μέτρα. Αντίθετα, σύμφωνα με εκτιμήσεις απαιτούνται έως και δύο χρόνια από την στιγμή που η αύξηση των επιτοκίων θα επηρεάζει τον ρυθμός αύξηση των τιμών.
Η μείωση του πληθωρισμού δεν είναι χωρίς κόστος στην οικονομία. Συγκεκριμένα, η αρνητική σχέση μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας έχει παρατηρηθεί σε πολλές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα σήμερα να αποτελεί ένα θέσφατο στην οικονομική θεωρία. Υπάρχουν οικονομολόγοι που θεωρούν ότι η μείωση του πληθωρισμού θα οδηγήσει σε ραγδαία αύξηση της ανεργίας, ενώ άλλοι θεωρούν ότι μπορεί να αποφευχθεί η αύξηση της ανεργίας, με την κάλυψη των προσφερόμενων (κενών) θέσεων εργασίας.
Επιπλέον, ο πληθωρισμός που παρατηρούμε ιδιαίτερα στην ΕΕ δεν είναι πληθωρισμός ζήτησης. Η αύξηση των τιμών δεν προέκυψε από την αύξηση της ζήτησης των προϊόντων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ποσοτική χαλάρωση συνέβαλε στην αύξηση των τιμών, αλλά δεν ήταν η κύρια αιτία. Η παρούσα άνοδος των τιμών οφείλεται στα προβλήματα που σχετίζονται με την αύξηση των τιμών στην ενέργεια, στις πρώτες ύλες και στα ενδιάμεσα βιομηχανικά προϊόντα. Άρα έχουμε να κάνουμε με πληθωρισμό προσφοράς, και μπορεί να διαφαίνεται ότι αγγίζει το απόγειό του, όμως η αποκλιμάκωσή του θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο.
Η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει ανάπτυξη πέριξ του 1% το επόμενο έτος, υψηλότερα από το μέσο όρο των κρατών μελών της ευρωζώνης, προβλέψεις όμως που τις χαρακτηρίζει μεγάλος βαθμός αβεβαιότητας. Γιατί μια οικονομία που στηρίζεται στην κατανάλωση, δεν μπορεί να επιτύχει βιώσιμη ανάπτυξη. Ήδη τα στοιχεία του τρίτου τριμήνου είναι άκρως ανησυχητικά για την ελληνική οικονομία. Επίσης, η Πολιτεία έχει δώσει μεγάλη έμφαση στις επενδύσεις καθώς και στο Ταμείο Ανάκαμψης, όπου η απορροφητικότητα των κονδυλίων εγκυμονεί κινδύνους. Τέλος, τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, φανερώνουν ότι ο πληθωρισμός θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα για το επόμενο διάστημα, ενώ η εκλογική διαδικασία του 2023 μπορεί να εκτροχιάσει τα δημόσια οικονομικά.
Συνοψίζοντας, για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού χρειάζεται ένας συνδυασμός συνετής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Η αύξηση των βασικών επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο στην φαρέτρα των υπευθύνων χάραξης πολιτικής, αλλά το τελικό ύψος και η διάρκεια των υψηλών επιτοκίων θα επηρεάσουν αναμφίβολα την αναπτυξιακή τροχιά των χωρών.