Χειμερινό ηλιοστάσιο απόψε, η μικρότερη ημέρα του χρόνου, και το γιορτάζουμε με μια κλασική δοξασία (η πρώτη του βιβλίου «Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη), ελαφρώς αναθεωρημένη, το Αμείλικτο Χειμερινό Ηλιοστάσιο:
Στον ανήφορο για το Πετροχώρι των Αγράφων, που βγάζει στο σπανό της Καράβας, λίγο πριν τις στρούγκες της Πατλιάς, παράμερα απ’ τα πουρνάρια στέκει σαν παρατημένο ένα δέντρο θεριό με τον κορμό σκισμένο στα δύο. Ίσως κάποτε να ήταν βελανιδιά ή καρυδιά απλωμένη, που δεχόταν τις χειμερινές προσφορές των βοσκών. Πάνω στον κορμό του μόλις που διακρίνονται γάντζοι σκουριασμένοι, θαμμένοι σχεδόν μέσα στο ξύλο. Σύμφωνα με τους γεροντότερους, εκεί ήταν που κρέμαγε ο προεστός, λίγο πριν τη νύχτα του χειμερινού ηλιοστασίου, μια καρδάρα ζεστό γάλα ανακατεμένο με πρόβειο αίμα, για να μαζευτούν οι κόρακες από τους γύρω γκρεμούς και να πιάσουν την κουβέντα αποβραδίς.
Το ‘χαν παράδοση στον τόπο εκείνη τη νύχτα, σαν έπεφτε ο ήλιος, πέντε παιδιά απ’ το χωριό να κρύβονται στους θάμνους που τριγύριζαν το δέντρο, πέντε πιτσιρίκια απ’ αυτά που όλο το χρόνο φόραγαν φουστανάκια μαδημένα απ’ τον πολύ χορό. Κρυμμένα εκεί μέσα, αγκαλιασμένα απ’ τις κλάρες, τα παιδιά έπιαναν και κρυφάκουγαν τις κουβέντες των κοράκων. Την επόμενη μέρα γύριζαν στο χωριό και ζήταγαν απ’ τους μεγάλους δόντια μαυρισμένα από το κρύο –εκείνα που δίνουν δύναμη σ’ όποιον τα φοράει στον λαιμό– για ν’ αποκαλύψουν τα λεγόμενα.
Στο χειμερινό ηλιοστάσιο του 1913, πέντε παιδιά με ξεσκισμένα φουστανάκια χώθηκαν στους θάμνους από νωρίς, πριν νυχτώσει, κι άρχισαν να χλευάζουν τον Ήλιο: του πέταγαν ποδαράκια από πουλιά και κόκαλα σπασμένα και άλλα πράγματα, πιο μιαρά, που τα ‘χαν μαζέψει χορεύοντας γύρω απ’ τα πηγάδια και τα καμένα σπαρτά. Ο Ήλιος είδε τα παιδιά και, λίγο πριν ξεψυχήσει, τα κοίταξε με το βαθύ μίσος των καταδικασμένων. Τα παιδιά απέκτησαν κάτω απ’ τη γλώσσα τους μια μικρή πληγή, απ’ την οποία θα στράγγιζε κι από λίγο κάθε πρωί η μιλιά τους· όσο για τα ποδάρια τους, αυτά θα ήταν κουτσά όσο τα έβλεπε η μέρα. Έπεσε όμως ο Ήλιος και τα παιδιά δεν κατάλαβαν τι τα καρτερούσε, γιατί τη νύχτα δεν τα ‘πιανε η κατάρα. Ούτε αντιλήφθηκαν τις ογκώδεις καμπούρες που ανάβλυσαν από το έδαφος λίγο παραπέρα κι άρχισαν να σέρνονται τραβώντας προς τον Βορρά. Η προσοχή τους ήταν ολάκερη στραμμένη προς το δέντρο.
Κάθισαν ν’ ακούσουν τα κοράκια να δοξάζουν τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου. Κι έτσι έκαναν τα πτηνά, και παίνεψαν τις χάρες του νυχτερινού στερεώματος που πάντα προσφέρει πολύτιμη προστασία στα δόλια έργα των ανθρώπων.
Κάθισαν να δουν τα κοράκια να προσκυνάνε τις πομπές των σερνάμενων μαζών που πέρναγαν από δίπλα. Και πράγματι, τα πουλιά προσκύνησαν τους βαθύσκιωτους όγκους που η κίνησή τους ήταν χειρότερη κι απ’ τους σπασμούς των κρεμασμένων, κι άφηναν ίχνος παγωμένο πάνω στο χώμα και σημάδι φλεγόμενο μες στις ψυχές.
Κάθισαν φοβισμένα και μάζεψαν κουράγιο για ν’ αποκαλυφθούν και να συζητήσουν με τα κοράκια για την επόμενη χρονιά. Αυτά όμως δεν έβγαλαν από το ράμφος τους μιλιά για τα μελλούμενα, γιατί είχαν δει πως φέρθηκαν τ’ αγόρια στον Ήλιο.
Έτσι, δίχως ν’ αφήσουν τα παιδιά να ρίξουν την πατροπαράδοτη ματιά στον επόμενο χρόνο, τα πουλιά πέταξαν μακριά, προς την κορφή της οροσειράς, ενώ ένας κεραυνός έπεσε και έσκισε στα δυο το δέντρο.
Τα παιδιά γύρισαν στα σπίτια τους από τις πίσω στράτες και ξάπλωσαν να κοιμηθούν με την ενοχή και την αγωνία να τρυπάει τα κεφάλια τους. Ούτε που τόλμησαν να πουν στους γονείς τους τίποτα – άφησαν για το πρωί την ομολογία. Όταν όμως ξύπνησαν, με τον νεογέννητο Ήλιο πάνω απ’ τα κεφάλια τους, η πληγή κάτω απ’ τη γλώσσα δεν τα άφησε ν’ αρθρώσουν λέξη. Το βάδισμά τους ήταν σαν του κουτσού και μόνο με μπαστούνι κατέβαιναν πλέον στο ρέμα. Έφυγαν απ’ το χωριό και κρύφτηκαν σ’ αλεπουδότρυπες και ποτέ ξανά δεν χόρεψαν στο φως του Ήλιου. Μα μήτε πέθαναν ποτέ – σαν έρθει το σούρουπο, μπορεί να τα δει κανείς πλάι σε βάραθρα και πηγάδια και σπηλιές, να φοράνε τα σκισμένα φουστανάκια τους και να χορεύουν μανιασμένα υπό τον ήχο των ψιθύρων του Κάτω Κόσμου. Έτσι ευλογούν κάθε χρόνο τον ερχομό του χειμερινού ηλιοστασίου και τον θάνατο του Ήλιου. Όσο για τα σοφά κοράκια, δεν ξαναφάνηκαν στον τόπο αυτόν.
Στις πεδιάδες και στα βουνά της θεσσαλικής επαρχίας δεν έσβησε ποτέ η πίστη στους παλιούς παγανιστικούς μύθους. Σε κελάρια, κοίτες ποταμών και βάραθρα, οι προηγούμενες λατρείες συνεχίστηκαν, μυστικά και αθόρυβα σαν υπόγεια νερά. Στα όνειρα των ανυποψίαστων αλυχτούν τα σκυλιά της Εκάτης, η Κυρά της Καταχνιάς ζητά ένα διαβάτη κάθε Οκτώβρη, και ο χαζο-Λευτέρης ακούγεται πότε πότε στα ερτζιανά. Αυτή η συλλογή από καινοφανείς δοξασίες και παραδόσεις αποκαλύπτει κάτω από το δέρμα της σύγχρονης ζωής τη μυθική φύση της ελληνικής υπαίθρου. Από το Πήλιο μέχρι τα Άγραφα κι από το Δομοκό μέχρι τον Όλυμπο, χαράσσεται ξανά ο χάρτης μιας άλλης, σκοτεινής Θεσσαλίας.
Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης επιχειρεί στις Παγανιστικές δοξασίες ένα τολμηρό παιχνίδι συνδυάζοντας υλικό της λαογραφικής παράδοσης με τη λογοτεχνία τρόμου. Με μια ιδιάζουσα εφευρετικότητα στη γλώσσα και τις εικόνες κατασκευάζει ένα σώμα επινοημένων παραδόσεων που μοιάζουν αυθεντικές αλλά είναι μπολιασμένες με ένα απόλυτα σύγχρονο αίσθημα.