Η Αγγελική Καρδαρά, Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος και Επ. Υπεύθυνη Crime & Media Lab (ΚΕ.Μ.Ε.), Συγγραφέας-Εισηγήτρια και Εκπαιδεύτρια E-Learning ΕΚΠΑ, μιλάει στο AnatropiNews για το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας και πώς έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια.
«Παιδιά που είναι θύματα βίας και κακοποίησης από τους γονείς τους, ή παιδιά που βιώνουν συναισθήματα απόρριψης από τους γονείς τους, παιδιά που δεν έχουν λάβει την προσοχή και το ουσιαστικό ενδιαφέρον που θα έπρεπε να είχαν λάβει, παιδιά που περιθωριοποιούνται στο σχολικό τους περιβάλλον, παιδιά που βιώνουν διαρκώς τη χαρακτηριζόμενη «σχολική αποτυχία» και νιώθουν ότι η αξία τους δεν αναγνωρίζεται, μπορεί να προσπαθήσουν να διεκδικήσουν με αρνητικούς τρόπους την προσοχή και τη «θέση» τους στο σχολείο και την ευρύτερη κοινωνία», τονίζει.
Εξάλλου, «η έννοια της «δυσλειτουργικής οικογένειας» είναι πολυσύνθετη και πολυδιάστατη, περιλαμβάνει και τις ορατές δυσλειτουργίες (όπως, οξύτατα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα, χρήση ουσιών, ή/και κατάχρηση αλκοόλ από έναν ή και τους δύο γονείς, ή/και άλλα μέλη της οικογένειας, ένας ή και δύο γονείς στη φυλακή κλπ.), αλλά και τις μη ορατές δυσλειτουργίες που καταγράφονται ακόμα και σε οικογένειες που φαινομενικά δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα και έχουν ένα καλό κοινωνικο-οικονομικό και εκπαιδευτικό υπόβαθρο», αναφέρει, επίσης.
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
-Το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας πώς έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια; Τι έχει αλλάξει – αν έχει αλλάξει – μετά τη χρήση του διαδικτύου;
Το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας είναι διαχρονικό και οικουμενικό. Δεν εντοπίζεται δηλαδή μόνο στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά όπως και σε όλες τις μορφές εγκληματικότητας, οι ρίζες του είναι βαθιές, δεδομένου ότι έγκλημα και κοινωνία είναι δύο έννοιες απολύτως συνυφασμένες μεταξύ τους.
Η ανήλικη παραβατικότητα διαπιστώνεται ότι χρονολογείται ήδη από το 306 π.Χ. στη Ρώμη, όπου μεταξύ των πρώτων νόμων των Ρωμαίων υπήρχαν ειδικές διατάξεις για τους ανήλικους που έκλεβαν. Αναγνώριζαν όμως ότι η ευθύνη των ανηλίκων ήταν περιορισμένη.
Σαφώς στο φαινόμενο της ανήλικης παραβατικότητας καταγράφονται διαφοροποιήσεις, με την πάροδο των ετών.To έτος 2000 η ανήλικη παραβατικότητα (13-17 ετών) κυμαινόταν στο 7%, το 2020 μειώθηκε στο 4,5, ωστόσο καταγράφηκε αύξηση στα επιμέρους «σκληρά εγκλήματα», τα οποία χαρακτηρίζονται και ως «εγκλήματα βίας» (violent crimes), όπου εκεί ο δείκτης της εγκληματικότητας παρουσιάζεται ιδιαίτερα αυξημένος, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία. Πιο συγκεκριμένα, το 2020 είχαν καταγραφεί 16 ανθρωποκτονίες με πρόθεση έναντι 7 το 2000, 32 βιασμοί έναντι 6, 486 ληστείες έναντι 62, 440 περιπτώσεις ναρκωτικών έναντι 330. Συνεπώς παρατηρούμε ότι καταγράφεται μία σημαντική αύξηση εγκλημάτων με εμπλοκή εφήβων (13-17 ετών), κυρίως ληστειών και υποθέσεων ναρκωτικών, στοιχείο το οποίο οφείλει να μας προβληματίσει και να αναδείξουμε παράλληλα τα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που σχετίζονται με το φαινόμενο. Επίσης βλέπουμε, σε υποθέσεις, να καταγράφεται μία εκτεταμένη χρήση βίας και οι έφηβοι/ες να δρουν περισσότερο σε ομάδες και όχι κατά μόνας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η σκιαγράφηση του προφίλ των ανήλικων παραβατών αποκαλύπτει ότι πρόκειται για νέους που δεν θέτουν προσωπικούς στόχους, δεν έχουν όνειρα για εξέλιξη ως προς τις σπουδές τους και ως προς την επαγγελματική τους πορεία, η σχέση τους με το σχολείο είναι κακή, η εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς είναι κλονισμένη. Άρα, στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντός μας, στη σύγχρονη εποχή, πρέπει να τεθεί ο τρόπος λειτουργίας της οικογένειας, του σχολείου, της τοπικής κοινωνίας και οι επιδράσεις που ασκούν στην ανηλικότητα. Αναμφίβολα η εκτεταμένη και ανεξέλεγκτη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, από ανήλικα άτομα ακόμα και πολύ μικρών ηλικιών, επιδρά με αρνητικό πρόσημο στο φαινόμενο. Σε αυτό το σημείο βέβαια να υπογραμμίσω ότι η τεχνολογία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας στη σημερινή εποχή, άρα και οι ανήλικοι/ες είναι αναμενόμενο ότι θα την αξιοποιήσουν, για ενημέρωση, διασκέδαση, επικοινωνία με τους φίλους/φίλες, αλλά η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι αναγκαίο να γίνεται με όριο, μέτρο, επίβλεψη γονέων ειδικά στις μικρές ηλικίες. Απαραίτητη επομένως είναι η εκπαίδευση των ανηλίκων ως προς τη σωστή χρήση του διαδικτύου, ώστε να ενημερωθούν και για τους σοβαρούς κινδύνους που ελλοχεύουν.
-Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υφίσταται ένας φαύλος κύκλος βίας-θυματοποίησης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα «ντόμινο» και τα παιδιά θύματα να γίνονται τελικά δράστες εγκληματικών ενεργειών;
Ναι, σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις διαπιστώνεται ένας φαύλος κύκλος βίας-θυματοποίησης-εγκληματικής δράσης, καθώς ανήλικοι δράστες μπορεί να έχουν υπάρξει και οι ίδιοι θύματα στο πλαίσιο της οικογένειάς τους. Ειδικότερα, παιδιά που είναι θύματα βίας και κακοποίησης από τους γονείς τους, ή παιδιά που βιώνουν συναισθήματα απόρριψης από τους γονείς τους, παιδιά που δεν έχουν λάβει την προσοχή και το ουσιαστικό ενδιαφέρον που θα έπρεπε να είχαν λάβει, παιδιά που περιθωριοποιούνται στο σχολικό τους περιβάλλον, παιδιά που βιώνουν διαρκώς τη χαρακτηριζόμενη «σχολική αποτυχία» και νιώθουν ότι η αξία τους δεν αναγνωρίζεται, μπορεί να προσπαθήσουν να διεκδικήσουν με αρνητικούς τρόπους την προσοχή και τη «θέση» τους στο σχολείο και την ευρύτερη κοινωνία. Άλλωστε σκιαγραφώντας το προφίλ των ανήλικων παραβατών στη χώρα μας διαπιστώνουμε και την κακή σχέση τους με το σχολείο (παρατεταμένες και αδικαιολόγητες απουσίες, πολύ χαμηλές σχολικές επιδόσεις, πρώιμη εγκατάλειψη των σχολικών σπουδών) αλλά και τις πολύ σοβαρές δυσλειτουργίες στον πυρήνα των οικογενειών αυτών των νέων. Η έννοια της «δυσλειτουργικής οικογένειας» είναι πολυσύνθετη και πολυδιάστατη, περιλαμβάνει και τις ορατές δυσλειτουργίες (όπως, οξύτατα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα, χρήση ουσιών, ή/και κατάχρηση αλκοόλ από έναν ή και τους δύο γονείς, ή/και άλλα μέλη της οικογένειας, ένας ή και δύο γονείς στη φυλακή κλπ.), αλλά και τις μη ορατές δυσλειτουργίες που καταγράφονται ακόμα και σε οικογένειες που φαινομενικά δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα και έχουν ένα καλό κοινωνικο-οικονομικό και εκπαιδευτικό υπόβαθρο. Οι εν λόγω δυσλειτουργίες αφορούν (μεταξύ άλλων) σε συμπεριφορές απάθειας, αδιαφορίας και συναισθηματικής απόσυρσης γονέων προς τα παιδιά τους, Παράλληλα στη σύγχρονη εποχή η σφοδρή υγειονομική κρίση άσκησε τους δικούς της κλυδωνισμούς στον κοινωνικό και κατ’ επέκταση στον οικογενειακό ιστό, αφήνοντας κατά την άποψή μου το «αποτύπωμά» της και στο φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας. Συμπερασματικά, η ανάγκη ενίσχυσης της πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης κρίνεται επιτακτική.
-Η κακοποίηση ζώων από ανήλικους μας απασχολεί επίσης. Πώς σκιαγραφείται το προφίλ των ανηλίκων που προβαίνουν σε αυτή την πράξη και ποιος είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης στην πρόληψη αυτού του φαινομένου;
Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα και είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ολοκληρωμένη ενημέρωση για το φαινόμενο της κακοποίησης ζώων. Στο βιβλίο μου «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους» αναφέρομαι σε μία σχετική τυπολογία που περιλαμβάνει ανήλικους που κακοποιούν ζώα. Οι τυπολογίες ασφαλώς δεν ακολουθούνται κατά γράμμα, αλλά μας δίνουν το έναυσμα για περαιτέρω διερεύνηση. Βάσει της συγκεκριμένης τυπολογίας μπορούμε να εντάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες τους ανήλικους που κακοποιούν ζώα, ανάλογα και με την ηλικία τους. Πρόκειται για τις ακόλουθες:
- Ο πειραματιστής (The Experimenter): Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται ανήλικοι ηλικίας 1-6 ετών. Κατά κανόνα πρόκειται για παιδιά προσχολικής ηλικίας που δεν έχουν ακόμα αναπτύξει τη γνωστική τους ωριμότητα ώστε να κατανοήσουν ότι τα ζώα έχουν αισθήματα, ότι πονάνε και ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν παιχνίδια. Επίσης, μπορεί να είναι το πρώτο κατοικίδιο του παιδιού, ή το παιδί να μην έχει την εμπειρία λόγω ηλικίας και λόγω έλλειψης εκπαίδευσης να φροντίσει το ζώο και να αντιληφθεί τις ανάγκες του. Μπορεί, από την άλλη πλευρά, ο ανήλικος να «αντιγράφει» κακοποιητικές συμπεριφορές ενηλίκων. Επομένως, η εκπαίδευση του ανηλίκου είναι αναγκαία από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, και μάλιστα από την προσχολική ηλικία, προκειμένου να υπάρξει έγκαιρα ευαισθητοποίηση για τα ζώα και τα δικαιώματά τους.
- Ο δράστης που «κραυγάζει για βοήθεια» (The “Cry–for–Help” Abuser): Πρόκειται για ανήλικους ηλικίας 6 με 7 έως και 12 ετών. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά έχουν την ωριμότητα να κατανοήσουν τη σοβαρότητα της πράξης τους και ότι το να βλάψουν τα ζώα δεν είναι μία κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά. Συνεπώς, η κακοποιητική συμπεριφορά που υιοθετεί απέναντι στα ζώα ο δράστης αυτού του τύπου, δεν είναι απόρροια της έλλειψης εκπαίδευσης, όπως στην προηγούμενη περίπτωση, αλλά είναι μία «κραυγή» για την έλλειψη προσοχής και φροντίδας που στερούνται οι ανήλικοι και είναι πιθανότερο να αποτελεί η εν λόγω κακοποιητική συμπεριφορά το σύμπτωμα ενός βαθύτερου προβλήματος που αντιμετωπίζει ο ανήλικος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συνεπώς, είναι αναγκαίο να ζητηθεί η βοήθεια του ειδικού.
• Ο δράστης με αποκλίνουσα συμπεριφορά (The Conduct–Disordered Abuser): Αφορά εφήβους 12 ετών και άνω, οι οποίοι πέρα από την κακοποίηση ζώων εμπλέκονται και σε άλλες αντικοινωνικές και αποκλίνουσες συμπεριφορές, όπως ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε χρήση ουσιών, κατάχρηση αλκοόλ, συμμετοχή σε συμμορίες, σύγκρουση με τον ποινικό νόμο κ.λπ. Σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις η κακοποίηση των ζώων είναι απόρροια, ή γίνεται συνδυαστικά με τη συμμετοχή στην αποκλίνουσα ομάδα ομηλίκων -είτε ως ένα είδος ιεροτελεστίας μύησης, είτε ως ένας τρόπος για να ικανοποιηθούν βαθύτερες ψυχολογικές ανάγκες του ανήλικου, όπως ανακούφιση της ανίας του και επίτευξη μίας αίσθησης ελέγχου-. Επομένως, εδώ η κακοποίηση ζώων είναι μόνο ένα μέρος μίας ευρύτερης αποκλίνουσας ή και παραβατικής συμπεριφοράς.
Συνοψίζοντας, κάθε πράξη βίας ανηλίκου που διαπράττεται σε βάρος ενός ζώου δεν συνεπάγεται μέν με τρόπο νομοτελειακό ότι το ανήλικο άτομο θα οδηγηθεί στην ενήλικη ζωή του στην εγκληματική δράση, ιδίως για τα παιδιά πολύ μικρών ηλικιών, στο ηλικιακό εύρος 1-6 έτη, η περιέργεια και η έλλειψη εκπαίδευσης και ενημέρωσης από τους ενήλικους δύναται να αποτελέσουν επιβαρυντικούς παράγοντες για την υιοθέτηση μίας ακραίας συμπεριφοράς απέναντι στο ζώο. Ωστόσο, κάθε πράξη βίας σε βάρος ζώου από ανήλικους πρέπει να μας προβληματίσει και ειδικά για επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές που διαρκούν μεγάλα χρονικά διαστήματα να αναζητηθεί έγκαιρα η επιστημονική βοήθεια. Ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι αναγκαίος και πολύτιμος, ώστε τα παιδιά από την προσχολική ηλικία να μάθουν να σέβονται τα ζώα και να αναγνωρίζουν τα δικαιώματά τους.