Με τον σύμβουλο επί των οικονομικών του πρωθυπουργού, Αλέξη Πατέλη, “τα βάζει” ο γνωστός καθηγητής του ΕΚΠΑ, συγγραφέας, και παρεμβατικός διανοούμενος Κώστας Κωστής, εξ αφορμής όσων είχε πει περί “προτεσταντών λαϊκιστών” για να υπερασπιστεί την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης. Στο ίδιο κλίμα, άλλωστε, ο ίδιος ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για “φιλελεύθερους πολυτελείας”, με στόχο εκείνους που ως φιλελεύθεροι αντιτίθενται σε αυτή την πολιτική.
Σε άρθρο του στο iefimerida.gr, ο Άλεξ Πατέλης επιτέθηκε στους διαφωνούντες στην πλευρά των φιλελεύθερων, και δη με τρόπο που θεωρήθηκε από πολλούς ως δηκτικός και επιδεικτικός.
Συγκεκριμένα:
Στην δημόσια συζήτηση μετά την ανακοίνωση του πρωθυπουργού για ενίσχυση 10% στις αγορές τροφίμων ακούστηκαν διάφορα: ότι η κυβέρνηση αυτή είχε πει ότι είναι εναντίον των επιδομάτων αλλά τα αυξάνει, ότι υπάρχει κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού, ή ότι καλύτερα να είχε μειωθεί ο ΦΠΑ.
Σήμερα θα επιχειρηματολογήσω ότι μέρος της πνευματικής ελίτ της χώρας μας έχει χάσει την επαφή με τα προβλήματα της κοινωνίας. Και ότι ο λαϊκισμός έχει διάφορες μορφές, ένας από τις οποίες είναι και ο «προτεσταντικός λαϊκισμός», αναφέρει στην εισαγωγή του άρθρου.
Η ανάρτηση του οικονομικού συμβούλου του πρωθυπουργού:
Ο κ. Πατέλης, αναφέρεται, μάλιστα, ειδικά στο θέμα του χρέους:
” Η κατηγορία που όμως είναι απολύτως εκτός πραγματικότητας είναι αυτή περί δημοσιονομικού εκτροχιασμού ή οποιοσδήποτε παραλληλισμός με τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, που εκτόξευσαν το χρέος. Χάρη στη συνετή δημοσιονομική πολιτική αλλά και τη σημαντική ενίσχυση της ανάπτυξης, η χώρα μας θα δει -σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- τη μεγαλύτερη μείωση χρέους/ΑΕΠ από κάθε άλλο κράτος της Ε.Ε. στο διάστημα 2019-2023 και την μεγαλύτερη μείωση από κάθε χώρα το 2022. Το 2023 η Ελλάδα επανέρχεται στα πρωτογενή πλεονάσματα, παρά το διεθνώς δυσμενές οικονομικό περιβάλλον που αναγκάζει χώρες όπως η Γερμανία να εκδώσουν ρεκόρ χρεογράφων”.
Ως προς αυτά τα σημεία, η απάντηση του καθηγητή Κώστα Κωστή, έχει μεγάλο ενδιαφέρον και είναι εξόχως ειρωνική:
“Σε πρόσφατο κείμενό του ο σύμβουλος επί των Οικονομικών του Πρωθυπουργού έκανε λόγο για προτεσταντικό λαϊκισμό απευθυνόμενος σε όσους προσάπτουν στην κυβέρνηση ότι πραγματοποιεί δαπάνες χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα. Εγώ θα έλεγα ότι για ένα παιδί με τις καλές σπουδές που έχει ο σύμβουλος, η επιχειρηματολογία του είναι τουλάχιστον αφελής, το δε σημείο εκείνο που θριαμβολογεί για τη μείωση του δημοσίου χρέους μάλλον για γέλια. Στη λογική αυτή θα είναι καλύτερα να έχουμε του χρόνου έναν πληθωρισμό της τάξης του 20%. Τώρα σχετικά με τα άλλα περί ελίτ φοβούμαι ότι από ένα φιλελεύθερο κόμμα να εκπορεύονται τέτοια μηνύματα υπογραμμίζει μία ένδεια επιχειρημάτων, αλλά και ομοιότητες με ακραίες πολιτικές θέσεις. Αυτό το τελευταίο θα έπρεπε να το προσέξει λίγο.”
Το άρθρο του Κώστα Κωστή στο KREPORT:
Προτεστάντες λαϊκιστές
Μου φαίνεται ιδιαιτέρως ειρωνικό να θέλει ένας ιστορικός να μιλήσει για το μέλλον, όσο και αν στις περισσότερες περιπτώσεις μέσα από τη δουλειά του ο ίδιος ιστορικός προσπαθεί να τοποθετηθεί απέναντι στο μέλλον. Όχι βέβαια πως πιστεύω ότι άλλες ειδικότητες των κοινωνικών επιστημών μπορούν να καταφέρουν κάτι στο πεδίο αυτό. Και μόνο το γεγονός ότι το 2008 οι οικονομολόγοι απέτυχαν να προβλέψουν τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας, βεβαιώνει την αδυναμία του επιστημονικού πεδίου που θεωρεί ως προνόμιό του την πρόγνωση, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του εγχειρήματος. Που στην ουσία σημαίνει ότι θέλουμε να μιλήσουμε για θέματα, για τα οποία δεν γνωρίζουμε παρά μόνο ένα μέρος των μεταβλητών που τα επηρεάζουν. Ή όπως έλεγε ένας παλιός, αλλά στην εποχή του σημαντικός οικονομολόγος, ο Abba Lerner, η οικονομική επιστήμη μιλάει σαν να έχουν λυθεί όλα τα πολιτικά προβλήματα. Πλην όμως, όχι μόνο τα πολιτικά προβλήματα δεν είναι ποτέ λυμένα αλλά δείχνουν να είναι συχνά εξαιρετικά δυσεπίλυτα.
Επομένως, δεν έχω την πρόθεση να κάνω ασκήσει μελλοντολογίας. Μου αρκεί να αναζητήσω τις βάσεις από τις οποίες θα ξεκινήσει η χώρα μας την πορεία της κατά το επόμενο έτος και να δούμε τι δυνατότητες ανοίγονται μπροστά μας. Καλώς ή κακώς, η Ελλάδα με βάση τα έργα της και τις επιδόσεις της βρίσκεται σε μία τροχιά, και αυτήν θα ακολουθήσει και το 2023. Το ερώτημα είναι αν θα πάει γρήγορα ή αργά.
Πρώτα απ’ όλα το 2023, η χώρας μας θα πρέπει να λάβει υπόψη της ορισμένους παράγοντες, οι οποίοι λειτουργούν σε παγκόσμια κλίμακα και δεν είναι του χεριού της να τους ελέγξει.
Η πορεία της κινέζικής οικονομίας, η οποία δείχνει να ασθμαίνει τον τελευταίο καιρό μετά την εγκατάλειψη της πολιτικής των μηδενικών κρουσμάτων, θα παίξει καθοριστικό ρόλο για την παγκόσμια οικονομία. Διότι φυσικά μία προβληματική κινέζικη οικονομία αποτελεί το μεγάλο φόβο όλων των οικονομολόγων παγκοσμίως, πολύ δε περισσότερο μία κινέζικη οικονομία σε ύφεση. Όσο για τη Γερμανία…
Κατά δεύτερο λόγο θα πρέπει να ανησυχούμε για την εξέλιξη του πολέμου Ουκρανίας – Ρωσίας. Η συνέχισή του δεν είναι δυνατόν να μην επηρεάσει και την πορεία της ευρωπαϊκή οικονομίας και ειδικότερα της Ελλάδας. Επίσης, ο πληθωρισμός, αν και οι προγνώσεις δείχνουν ότι μέχρι τα τέλη του 2023 θα έχει επιστρέψει σε φυσιολογικά επίπεδα, παραμένει και αυτός ένα ερώτημα, μέχρις ότου επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις.
Από το σημείο αυτό και πέρα μπορούμε να περάσουμε στους εγχώριους παράγοντες που θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή μας κατά τον επόμενο χρόνο.
Οι επικείμενες εκλογές, που θα είναι πιθανότατα δύο στον αριθμό, δεν βοηθάνε τα πράγματα και κυρίως δεν διευκολύνουν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα. Εξαιρετικά μεγάλη η ένταση μεταξύ των κομμάτων, θα γίνει μεγαλύτερη όσο προχωράμε προς την ημερομηνία των εκλογών, ενώ και η επιδοματική πλειοδοσία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης δεν δημιουργεί ούτε το κατάλληλο κλίμα για την οικονομία, ούτε φτιάχνει μία φυσιογνωμία ευνοϊκή για την Ελλάδα. Δυστυχώς, όλα αυτά δείχνουν πως δεν άλλαξαν πολλά πράγματα στη χώρα μας παρά την εμπειρία της δεκαετίας των μνημονίων. Και η καλή θέληση (αν υπάρχει) μιας κυβέρνησης δεν αρκεί για να αντισταθμίσει την άγονη στάση της αντιπολίτευσης.
Ακόμη χειρότερα, φοβάμαι πως θα πάμε στις εκλογές και θα διαπιστώσουμε για μία φορά ακόμη ότι ένα μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στη θεμελιώδη διαδικασία που ανανεώνει τη δημοκρατία μας. Πολύ πιθανά να είναι ένας στους δύο Έλληνες ψηφοφόρους που θα ενταχθούν στην κατηγορία αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι ένας στους δύο Έλληνες δεν πιστεύει πως η ψήφος του μπορεί να φέρει μία σημαντική αλλαγή στη ζωή του. Άραγε είναι τόσο ασήμαντο ώστε να μην το λαμβάνουμε υπόψη; Και έχουμε εκτιμήσει τις συνέπειες;
Τέλος θα συνεχίσουμε σε μία πορεία που δεν θα αλλάζει τίποτε σημαντικό στη ζωή μας, δίνοντας μας την ψευδαίσθηση ότι όλα παραμένουν ίδια, αλλά που στην πραγματικότητα όλα θα επιδεινώνονται καθώς η χώρα θα εξακολουθεί να πριμοδοτεί τους συνταξιούχους σε βάρος των εργαζόμενων, τις μεγαλύτερες ηλικίες σε βάρος των νεότερων γενεών, τους φοροδιαφεύγοντες σε βάρος των συνεπών (έστω και αναγκαστικά) φορολογούμενων. Επί πλέον, η χώρα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των δεικτών κοινωνικής δικαιοσύνης – δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Μόνο επιδείνωση. Με ό,τι και αν κοινωνικά και πολιτικά σημαίνει κάτι τέτοιο.
Δεν έχω καμία αντιπολιτευτική διάθεση, επίσης δεν έχω καμία διάθεση γκρίνιας και κατανοώ απολύτως πως μία κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να λειτουργεί με ένα χρονικό ορίζοντα ενός εκλογικού κύκλου, τη στιγμή που εγώ εξαιτίας της ιδιότητας μου είμαι υποχρεωμένος να βλέπω τα πράγματα σε μία διαφορετική και μακροχρόνια οπτική. Αλλά φοβάμαι πως και η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα δεν μπορούν πάντοτε να υποτάσσονται στις ανάγκες ενός εκλογικού κύκλου. Οι απαιτήσεις, αν θέλουμε η Ελλάδα να καλύψει το κενό που έχασε κατά τη μνημονιακή περίοδο, είναι πολύ μεγάλες και θα τις βρούμε μπροστά μας μόλις χρειαστεί να επιστρέψουμε σε ένα καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Υ.Γ. Σε πρόσφατο κείμενό του ο σύμβουλος επί των Οικονομικών του Πρωθυπουργού έκανε λόγο για προτεσταντικό λαϊκισμό απευθυνόμενος σε όσους προσάπτουν στην κυβέρνηση ότι πραγματοποιεί δαπάνες χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα. Εγώ θα έλεγα ότι για ένα παιδί με τις καλές σπουδές που έχει ο σύμβουλος, η επιχειρηματολογία του είναι τουλάχιστον αφελής, το δε σημείο εκείνο που θριαμβολογεί για τη μείωση του δημοσίου χρέους μάλλον για γέλια. Στη λογική αυτή θα είναι καλύτερα να έχουμε του χρόνου έναν πληθωρισμό της τάξης του 20%. Τώρα σχετικά με τα άλλα περί ελίτ φοβούμαι ότι από ένα φιλελεύθερο κόμμα να εκπορεύονται τέτοια μηνύματα υπογραμμίζει μία ένδεια επιχειρημάτων, αλλά και ομοιότητες με ακραίες πολιτικές θέσεις. Αυτό το τελευταίο θα έπρεπε να το προσέξει λίγο.
*Ο Κώστας Κωστής είναι Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών