Με μία κοινή δήλωση 16 κορυφαίοι νομικοί καθηγητές συγκροτούν συνταγματικό μέτωπο κατά του Ισίδωρου Ντογιάκου με αφορμή την προχθεσινή γνωμοδότηση του, με την οποία επιχειρεί να φιμώσει την ΑΔΑΕ για το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Στην κοινή δήλωσή τους οι 16 ομότιμοι καθηγητές, εν ενεργεία καθηγητές και λοιποί διδάσκοντες Συνταγματικό Δίκαιο τονίζουν ξεκάθαρα ότι η γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υποπίπτει σε μία σειρά σοβαρών ατοπημάτων – τα οποία να μας επιτραπεί, δεν συνάδουν με το «βάρος» της θέσης του κ. Ντογιάκου.
Οι 16 κορυφαίοι νομικοί χαρακτηρίζουν ως προβληματική τη διάταξη περί τριετίας, τονίζοντας παράλληλα ότι η ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ προκύπτει από το ίδιο το Σύνταγμα. Στο κείμενο τονίζεται ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει απλώς τη δυνατότητα, αλλά την υποχρέωση να ελέγχει την ΕΥΠ, όπως και κάθε άλλο εμπλεκόμενο παράγοντα για το αν κάνουν καλά ή όχι τη δουλειά τους. Κι αυτό χωρίς να αντιταχθεί οποιοδήποτε απόρρητο ακόμα και για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η άποψη, μάλιστα, του κ. Ντογιάκου «ότι δηλαδή ο εκάστοτε νομοθέτης μπορεί να καθορίζει κατά το δοκούν την έκταση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ, δεν έχει το παραμικρό έρεισμα».
Επίσης στη δήλωσή τους οι 16 νομικοί τονίζουν ότι η γνωμοδότηση του Εισαγγελέα ήταν άτοπη κι αυτό γιατί «Γνωμοδοτήσεις δεν εκδίδονται για υποθέσεις «επί των οποίων επελήφθησαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές».
Τέλος, σε ό,τι αφορά στις απειλές περί πιθανής άσκησης ποινικής δίωξης για την οποία κάνει λόγο στη γνωμοδότησή του ο κ. Ντογιάκος, οι νομικοί δηλώνουν «δεν είναι σε καμία περίπτωση ο προσήκων τρόπος για την υπέρβαση των διαφωνιών δύο άμεσων οργάνων του κράτους».
Αναλυτικά η κοινή δήλωση των 16 νομικών καθηγητών:
«Οι υπογραφόμενοι, ομότιμοι καθηγητές, εν ενεργεία καθηγητές και λοιποί διδάσκοντες Συνταγματικό Δίκαιο στις δύο παλαιότερες Νομικές Σχολές και τα άλλα πανεπιστήμια της χώρας, εκφράζουμε τη ζωηρή μας ανησυχία για την υπ’ αριθμ. 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε ερώτημα τηλεπικοινωνιακού παρόχου. Και τούτο διότι η Γνωμοδότηση αυτή υποπίπτει σε μία σειρά σοβαρών ατοπημάτων:
- Ο κ. Εισαγγελέας συγχέει αβασάνιστα το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγόμενων με την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ. Το μεν πρώτο μπορεί πράγματι να ρυθμιστεί από τον νομοθέτη, όπως έγινε πρόσφατα με τον Ν. 5002/2022. Η ρύθμιση του τελευταίου, και ειδικά η προβλεπόμενη τριετία, είναι προβληματική. Εντούτοις, μέχρι ότου κριθεί αντισυνταγματική ή και αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ισχύει.
- Τουναντίον, η ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ απονέμεται σε αυτήν από το Σύνταγμα (άρθρο 19, παρ. 2) και η έκτασή της δεν μπορεί να περιοριστεί ουδ’ επ’ ελάχιστο από τον νομοθέτη. Αρμόδια κατά το Σύνταγμα να διασφαλίζει το απόρρητο, η ΑΔΑΕ δεν έχει απλώς τη δυνατότητα αλλά την υποχρέωση να ελέγχει την ΕΥΠ, τους παρόχους και κάθε άλλον εμπλεκόμενο παράγοντα για το αν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Και τούτο ανά πάσα στιγμή, αυτεπαγγέλτως, ή κατόπιν παραγγελίας και χωρίς να αντιταχθεί οποιοδήποτε απόρρητο ακόμα και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Είναι άλλο η ενημέρωση του θιγόμενου, ύστερα από αίτησή του, και άλλο ο έλεγχος της ΑΔΑΕ, ο οποίος αποβλέπει στην τήρηση της αντικειμενικής νομιμότητας. Αυτό θέλησε ο συνταγματικός νομοθέτης και η περί του αντιθέτου άποψη του κ. Εισαγγελέα, ότι δηλαδή ο εκάστοτε νομοθέτης μπορεί να καθορίζει κατά το δοκούν την έκταση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ, δεν έχει το παραμικρό έρεισμα.
- Σε κάθε περίπτωση, ενόψει τη εκκρεμούς δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγομένων, η έκδοση της ανωτέρω γνωμοδότησης ήταν άτοπη, διότι όπως έχει αποφανθεί παλαιότερα η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, Γνωμοδοτήσεις δεν εκδίδονται για υποθέσεις «επί των οποίων επελήφθησαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές». Και τούτο, «προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους» (ΓνωμΕισΑΠ 10/2018, 15/2021 και 3/2022). Για το ζήτημα άλλωστε του αθέμιτου επηρεασμού εκκρεμών δικών έχουν αποφανθεί από μακρού οι Ολομέλειες τόσο του Αρείου Πάγου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, κάθε φορά που η κυβερνώσα πλειοψηφία θέλησε να παρακάμψει την ετυμηγορία της δικαιοσύνης [ΑΠ(Ολ.)40/1988, ΣτΕ(Ολ.) 542/1999, 677/2010].
- Μια φράση τέλος όσον αφορά την αναφορά του κ. Εισαγγελέα για πιθανή άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον, μεταξύ άλλων, και μελών της ΑΔΑΕ, ακόμη και για κατασκοπεία (άρθρο 148 ΠΚ). Επισημαίνουμε ότι η δύσκολα αποκρυπτόμενη αυτή απειλή δεν είναι σε καμία περίπτωση ο προσήκων τρόπος για την υπέρβαση των διαφωνιών δύο άμεσων οργάνων του κράτους».
Αθήνα, 11 Ιανουαρίου 2023.
Ποιοι υπογράφουν
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ευάγγελος Βενιζέλος (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Γιώργος Δελλής (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Δρόσος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ακρίτας Καϊδατζής (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Ιφιγένεια Καμτσίδου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Αλέξανδρος Κεσσόπουλος (Πανεπιστήμιο Κρήτης), Ξενοφών Κοντιάδης (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), Χαράλαμπος Κουρουνδής (Ανοικτό Πανεπιστήμιο), Παναγιώτης Μαντζούφας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Λίνα Παπαδοπούλου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Νίκος Παπασπύρου (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Φίλιππος Σπυρόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιώργος Σωτηρέλης (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Τασόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Βασιλική Χρήστου (Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Άλλοι τρεις κορυφαίοι καθηγητής που άργησαν να ενημερωθούν συνυπογράφουν το κείμενο των «16» καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου.
Ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Καθηγητής Δικαίου στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και Τακτικό Μέλος στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η Νέδα Κανελλοπούλου, από το Πάντειο Πανεπιστήμιο και η Πόπη Φουντεδάκη, καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, επίσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Σύμφωνα δε με τις πληροφορίες της στήλης είναι πολύ πιθανόν τοποθέτηση για την γνωμοδότηση Ντογιάκου να υπάρξει και από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που έχει ως επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Μενουδάκο και που, επίσης, θίγεται από την ενέργεια του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Ως επιπλέον κόλαφο στην επιλογή της κυβέρνησης να συνεχίσει να ρίχνει σκοτάδι στην υπόθεση των παρακολουθήσεων χαρακτήρισε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Κατρούγκαλος, «την κοινή δήλωση 16 καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου, μεταξύ των οποίων ο διατελέσας γενικός γραμματέας Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του πατέρα Μητσοτάκη, με την οποία καταγγέλλεται ως αντισυνταγματική και άτοπη η γνωμοδότηση Ντογιάκου». Την ευθύνη για την προσπάθεια να κουκουλωθεί το θέμα πρέπει να την αποδώσουμε στον πρωθυπουργό, είπε ο κ. Κατρούγκαλος, στο πλαίσιο τοποθέτησής του επί της σύμβασης για μετάκληση εργατών γης από την Αίγυπτο.
Για το ίδιο θέμα, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής Ανδρέας Λοβέρδος σημείωσε ότι η γνωμοδότηση Ντογιάκου θέλει να καλύψει την απαγόρευση του ελέγχου. Όπως πρόσθεσε, με τη γνωμοδότηση δεν δεσμεύεται κανείς, και οι ανεξάρτητες Αρχές έχουν τη δυνατότητα, κατά την απόλυτα ορθή νομική κρίση τους, να αποφασίσουν αυτά που είναι να αποφασίσουν, όπως ο νόμος τα ορίζει, το Σύνταγμα τα καθορίζει και οι ίδιοι ερμηνεύουν το Σύνταγμα και τον νόμο. Αναφερόμενος, ειδικότερα, στα δημοσιεύματα που τον έφεραν παρακολουθούμενο, τόνισε ότι απευθύνθηκε στην ΑΔΑΕ. «Επειδή η δική μου περίπτωση, αφορά περιόδους προγενέστερες της ψήφισης του νόμου το 2022 [..] ο έλεγχος πρέπει να γίνει. Ας μη μου το πουν (το αποτέλεσμα), αλλά να έχει γίνει έλεγχος και μετά από 3 χρόνια να το μάθω, αφού ο νόμος σας έτσι πια ορίζει», πρόσθεσε ο κ. Λοβέρδος.
Τέλος, η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νάντια Γιαννακοπούλου, επεσήμανε ότι η γνωμοδότηση Ντογιάκου ήταν και θεσμικά άστοχη και νομικά εσφαλμένη, κατά τη συντριπτική πλειοψηφία του νομικού κόσμου της χώρας. Όπως υπογράμμισε, «μπορεί να εκληφθεί ως προσπάθεια επηρεασμού». Σύμφωνα με την κ. Γιαννακοπούλου, προστίθεται άλλος ένα κρίκος στην αλυσίδα πρωτοβουλιών, γεγονότων, κινήσεων και πρακτικών που καταλήγουν να συντηρούν τη αδιαφάνεια και το σκοτάδι, για τη συνειδητή συγκάλυψη του σκανδάλου των παρακολουθήσεων από τη μεριά της κυβέρνησης. «Αυτή η προβληματική αντίληψη σας εκθέτει ανεπανόρθωτα, πλήττει τη θεσμικότητα του ρόλου του πρωθυπουργού και δημιουργεί προβλήματα στο πολιτικό κλίμα και στην πορεία προς τις εκλογές», σημείωσε η κ. Γιαννακοπούλου.