Δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί με ένα ναι ή όχι εάν είναι αντισυνταγματική η γνωμοδότηση Ντογιάκου, δήλωσε ο Αντώνης Μανιτάκης, πρώην υπουργός, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Το GPS της Επικαιρότητας» με τον Θάνο Σιαφάκα.
«Δεν είναι δυνατόν όλα αυτά να τα διυλίζουμε και να τα αντιμετωπίζουμε λες και κάνουμε δημοψήφισμα» είπε χαρακτηριστικά.
«Πιστεύω ότι αυτή η αντιδικία δεν μπορεί παρά να εξεταστεί από συνταγματική σκοπιά μέσα από το πρίσμα της διάκρισης των εξουσιών, διότι περί αυτού πρόκειται. Ο εισαγγελέας αμφισβητεί την ανεξαρτησία της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Από την άλλη, η Ανεξάρτητη διοικητική Αρχή ισχυρίζεται ότι αυτή τη στιγμή έχει δικαίωμα από το ίδιο το Σύνταγμα, από τον ιδρυτικό της νόμο, να ελέγχει ελεύθερα εάν έχει γίνει παραβίαση από οποιονδήποτε του απορρήτου της επικοινωνίας. Αυτό φέρνει λοιπόν αναπόφευκτα σε σύγκρουση θεσμούς κρατικούς» ανέφερε ο κ. Μανιτάκης, υπογραμμίζοντας ότι «η αρχή της διάκρισης των εξουσιών δεν δικαιολογεί θεσμικές αντιπαραθέσεις αυτού του είδους, κραυγαλέες» και υποστήριξε ότι το ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί με έναν άμεσο διάλογο μεταξύ των αρχών με συναίσθηση και των δύο φορέων της κρατικής εξουσίας, δηλαδή και της Ανεξάρτητης Αρχής και του εισαγγελέα, ενός διακριτικού υπεύθυνου διαλόγου.
Η πολιτική και θεσμική σύγκρουση που έχει ξεσπάσει με αφορμή την συγκεκριμένη γνωμοδότηση δεν είναι μεμονωμένο γεγονός, αλλά αποτελεί την συνέχεια ή ένα τμήμα μιας γενικότερης πολιτικής αντιπαράθεσης που ξεκίνησε με αφορμή τις παρακολουθήσεις, επισήμανε ο κ. Μανιτάκης.
«Πρόκειται για μια προεκλογική περίοδο παρατεταμένη» ανέφερε, «πολύ οξυμένη, για ένα κλίμα διαλόγου διχαστικό, ένα ζοφερό κλίμα, μέσα στο οποίο, οποιαδήποτε πρόθεση διατύπωσης γνώμης από θεσμικά όργανα αλλά και από εκπροσώπους της κοινής γνώμης ή από τους επαΐοντες κινδυνεύει να γίνει αντικείμενο αισχρής κομματικής και πολιτικής εκμετάλλευσης» υπογράμμισε ο διακεκριμένος Πανεπιστημιακός.
Σχετικά με την δήλωση των 16 Συνταγματολόγων, που τίθενται σαφώς κατά της γνωμοδότησης του Εισαγγελέα Ι. Ντογιάκου, ο κ. Μανιτάκης αποκάλυψε γιατί δεν θέλησε να την υπογράψει. «Δεν θέλησα να την υπογράψω όχι γιατί δεν σέβομαι τη γνώμη των άλλων συναδέλφων, αλλά γιατί δεν συμμεριζόμουν το ύφος του κειμένου αυτού που ήταν λίγο μονοκόμματο προς τη μεριά οξύτατης κριτικής απέναντι στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Και δεύτερον, διότι δεν κρύβω ότι δεν συμμερίζομαι όλες τις απόψεις τις νομικές που έχουν διατυπωθεί. Αλλά για μένα το βασικό, δεν είναι αυτή τη στιγμή να διατυπώσουμε στην κοινή γνώμη και δια των εφημερίδων την γνώμη μας επί νομικών ζητημάτων» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Εξηγώντας γιατί δεν συνυπέγραψε το κείμενο, είπε «δεν έκρινα ότι είναι απολύτως πρωταρχικό και αναγκαίο να επικρίνω τη γνωμοδότηση του Εισαγγελέα, που είχε πράγματι πολλά αδύνατα σημεία, ιδίως το τελευταίο σημείο που απειλεί με ποινικές διώξεις, μια ατυχέστατη, να μην πω και απρεπής φράση του. Αυτό όμως δεν μπορεί να με εμποδίσει να δω σε ποιο κλίμα διεξάγεται αυτός ο διάλογος και να μην αναλογιστώ τις πολιτικές ευθύνες που έχω σαν διανοούμενος και σαν επιστήμονας». «Δεν είναι δυνατόν να κάνω γνώμη και να διατυπώνω άποψη έστω ερμηνείας του Συντάγματος, νομική και να μην αγνοώ ότι αυτή η γνώμη μου στη σημερινή συγκυρία σήμερα θα γίνει αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και διαλόγου. Προφανώς αναλαμβάνω και εγώ τις ευθύνες μου και ξέρω τι θα γίνει, πώς θα χαρακτηριστεί η δική μου θεσμική τοποθέτηση» προσέθεσε ο κ. Μανιτάκης.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν βλέπουν τίποτε παρά πώς θα αυξήσουν τα κουκιά
«Προφανώς ελέγχεται συνταγματικά η γνωμοδότηση» ήταν η θέση που εξέφρασε ο κ. Μανιτάκης, ενώ προσέθεσε ότι «δεν συμμερίζομαι όλα αυτά, αλλά για να διατυπώσω αντίθετη γνώμη προϋποτίθεται ότι έχω μελετήσει πολύ και το θέμα και τη γνωμοδότηση». «Προφανώς όπως τη διάβασα, έχω ορισμένες σοβαρές αντιρρήσεις, προφανώς έχει ένα ύφος που είναι προκλητικό, αλλά αυτό είναι το ζήτημα; Να ενισχύσω ή να καταγγείλω αυτό το ύφος για να εντείνω την αντιπαράθεση την πολιτική και να μη βλέπω τις συνέπειες αυτής της αντιδικίας; Αυτό προέχει σαν ζήτημα στην κοινή γνώμη και για τη χώρα;» συμπλήρωσε ο κ. Μανιτάκης.
«Επειδή όλοι μας υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατία και στο όνομά της γίνονται όλα αυτά, ας μην ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και θα κοστίσει στην χώρα αν τυχόν συνεχίσουμε αυτόν τον διχαστικό λόγο, τον καταγγελτικό λόγο και όχι τον λόγο των επιχειρημάτων. Αυτή τη στιγμή γίνεται αισχρή κομματική εκμετάλλευση είτε από την αντιπολίτευση είτε από την κυβέρνηση, ανενδοίαστη τουλάχιστον εκμετάλλευση πολιτική, δεν βλέπουν τίποτε άλλο παρά πώς θα αυξήσουν τα κουκιά τους» κατήγγειλε ο κ. Μανιτάκης.
Ερωτηθείς εάν παράγει αποτέλεσμα η γνωμοδότηση, ο κ. Μανιτάκης εξήγησε ότι είναι μια γνωμοδότηση η οποία παράγει ένα αποτέλεσμα που έχει απλώς το κύρος ενός εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας, που είναι επιφορτισμένος να κάνει τέτοιες γνωμοδοτήσεις «και τις οποίες φυσικά η δικαστική εξουσία οφείλει να σέβεται, διότι είναι ο προϊστάμενος μιας Αρχής, έχει μια πείρα και ένα κύρος».
«Επομένως, οι γνωμοδοτήσεις των εισαγγελέων είναι σύνηθες φαινόμενο και ευτυχώς διότι διαφωτίζουν πάρα πολλά νομικά ζητήματα και βοηθάνε στην απονομή της δικαιοσύνης. Δεν το αμφισβητεί κανείς αυτό, ούτε αμφισβητεί κανείς το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου» είπε ο κ. Μανιτάκης.
Ο Χρ. Ράμμος δεν θα συμβάλει σε περαιτέρω όξυνση – Είναι υπόδειγμα δικαστού
Αναφερόμενος στον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, ξεκαθάρισε ότι σέβεται πάρα πολύ τη γνώμη του Χρήστου Ράμμου. «Είναι προσωπικός μου φίλος. Και ξέρω, εκτιμώ αφάνταστα και την ακεραιότητα του χαρακτήρος του και το πολιτικό του ήθος και την διαδρομή που είχε σαν δικαστής. Είναι υπόδειγμα δικαστού και ήταν υπόδειγμα δικαστού. Και ξέρω ότι ενεργεί πάντα με αίσθηση της ευθύνης που έχει. Γι’ αυτό θέλω να πιστεύω ότι δεν θα συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση αυτής της όξυνσης και ότι θα συναισθανθεί και την ευθύνη που έχει απέναντι στον θεσμό, τον οποίο καλά κάνει και υπερασπίζεται και οφείλει να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία του, ούτε αυτό το αμφισβητώ, αλλά από την άλλη μεριά θα πρέπει να καταλάβει ότι η τοποθέτησή του έχει τεράστιες πολιτικές και θεσμικές επιπτώσεις» είπε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος, ο κ. Μανιτάκης, εξέφρασε την θέλησή του να συμβάλει στη δημιουργία ενός άλλου κλίματος και διαλόγου που θα δείχνει ένα νομικό πολιτισμό και «δεν θα έχει τη συνέχεια του διχαστικού λόγου ή του διχασμού και του εμφυλιοπολεμικού λεκτικού διαλόγου που έχουμε τις τελευταίες δεκαετίες».
Σχετικά με το τριμελές όργανο στο οποίο ανήκει, σύμφωνα με την γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου, η αρμοδιότητα της ενημέρωσης των πολιτών για το εάν παρακολουθούνται τα τηλέφωνά τους για λόγους εθνικής ασφαλείας και το ποια είναι η δικαιοδοσία της ΑΔΑΕ, ο κ. Μανιτάκης εξήγησε πως έχουμε μια διασταύρωση των εξουσιών, που δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο, ούτε είναι κατακριτέα η διασταύρωση αυτή.
Οι θεσμοί οφείλουν να τα βρουν
«Δεν χρειάζεται να κάνουμε νέα συντάγματα ή να κάνουμε δηλώσεις, οι θεσμοί αυτοί μεταξύ τους οφείλουν να βρουν και να ορίσουν τα όρια της μιας αρχής σε σχέση με την άλλη, με σεβασμό απόλυτο της μιας αρχής κοντά στην άλλη. Αυτό είναι δυνατόν. Αλλά σε τελευταία ανάλυση και αυτό λέει η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αυτός ο οποίος καθορίζει τα όρια της αρμοδιότητας της κάθε αρχής είναι ο νομοθέτης. Ο νομοθέτης θέσπισε νόμο. Καλώς ή κακώς το θέσπισε και όρισε αυτή τη στιγμή ένα τριμελές όργανο. Αυτό σημαίνει ότι ο νομοθέτης, εκτελώντας, όπως έχει την εξουσία, εκτελώντας το άρθρο 19 του Συντάγματος που προστατεύει το απόρρητο των επικοινωνιών έχει ορίσει ότι το καλύτερο θα ήταν αντί να αποφασίζει μόνη της η αρχή και ανεξάρτητα, να αποφασίζει ένα τριμελές όργανο» είπε ακόμα ο κ. Μανιτάκης.
Σχετικά με τις δηλώσεις του κ. Τσίπρα, ο οποίος έκανε λόγο για απόπειρα εκφοβισμού και είπε ότι «παραιτείται της ασυλίας του και περιμένει να τον συλλάβουν», ο κ. Μανιτάκης εξέφρασε την άποψη πως αυτό όξυνε την κατάσταση και «ήταν λίγο μαγκιά» και συνέχισε λέγοντας «είναι δυνατόν πρώην πρωθυπουργός να λέει σε έναν εκπρόσωπο θεσμικό εν ισχύ είτε συμφωνεί μαζί του είτε όχι, που ακόμα εκφράζει τους θεσμούς και την δικαιοσύνη να του λέει έλα, αν θέλεις, πιάσε με; Δείχνει πολιτικό ήθος; Δείχνει σεβασμό στους θεσμούς; Όσο και αν διαφωνεί με τον εισαγγελέα. Οφείλει να διαφωνήσει και να το πει. Αλλά στη ζωή μας υπάρχει και το ύφος, υπάρχει και ο τρόπος των ενεργειών μας. Υπάρχει και το αίσθημα του πολιτικού πολιτισμού. Αυτά είναι που λείπουν».
Καταλήγοντας ο κ. Μανιτάκης, επανέλαβε ότι οι θεσμοί φείλουν να συνεργαστούν και να συνεννοηθούν, να βρουν μια λύση που δεν θα είναι λύση υπέρ του ενός και του άλλου, διότι πλήττονται και οι δύο αυτή την στιγμή «και άρα πλήττεται η αρμονική συνεργασία και λειτουργία των θεσμών και για να το πω ακόμη περισσότερο, η αρμονική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Μάλιστα, σημείωσε ότι είναι αξιοπρόσεκτο ότι και οι δύο οι θεσμοί ενεργούν στο όνομα της προάσπισης της θεσμικής τους ιδιότητας και της δημοκρατίας, αλλά χωρίς να το καταλάβουν, τουλάχιστον συνειδητά ή ασυνείδητα, συμβάλλουν στο να πλήττουν τη δημοκρατία.
Τέλος, σύμφωνα με τον κ. Μανιτάκη, το Συμβούλιο της Επικρατείας θα μπορούσε να δώσει τη λύση. «Έχει κληθεί, νομίζω ότι κάποια πράξη έχει προσβληθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν ξέρω ποια συγκεκριμένη και ότι ο φυσικός δικαστής στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος δηλαδή, θα είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας. Και αυτό πάλι ένα επιχείρημα υπέρ των απόψεών μου, ενώ ο τελικός κριτής θα είναι η δικαιοσύνη, γιατί τόσο βιασύνη, τόσο σιγουράδα για τα επιχειρήματά μας τα πολιτικά;» είπε συνοψίζοντας ο πρώην Υπουργός.