Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η βρετανίδα υπουργός Πολιτισμού έχει θέσει τέλος στην καλλιέργεια κλίματος ότι επίκειται συμφωνία για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Δεν θα πάμε στις εκλογές με τον πρωθυπουργό να παρουσιάζεται ως αυτός που «έφερε τα Γλυπτά πίσω». Ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη για τους γνώστες της υπόθεσης.
Του Κώστα Στρατή
Εντούτοις, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η βαριά ιδεολογική και πολιτική εργαλειοποίηση που θα συνεχίσει να γίνεται από την κυβέρνηση για ένα ζήτημα που ακουμπά ευαίσθητες χορδές της κοινωνίας σε μια χώρα με πλούσια πολιτιστική κληρονομιά και ιστορία. Ήδη ο πρωθυπουργός εξακολουθεί να θέτει το ζήτημα στην προεκλογική ατζέντα, λέγοντας «έχω κάνει τα περισσότερα βήματα, ψηφίστε με για να κάνω τα λίγα που απομένουν και θα τα γυρίσω». Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Η βαθύτερη επιδίωξη είναι τα Γλυπτά του Παρθενώνα και συνολικά η πολιτιστική κληρονομιά να αποτελέσουν προνομιακό πεδίο συντηρητικής ηγεμονίας, μέσα από τη νομή συμβολικού κεφαλαίου και κύρους, αλλά και την προώθηση θεωρήσεων του παρελθόντος με ροπή στην στείρα αρχαιολατρία και τον εθνικισμό. Για να ειπωθεί σχηματικά, στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια η άλλη όψη της φωτογράφισης διεθνούς οίκου μόδας στην Ακρόπολη ήταν οι Νέοι Παρθενώνες στους τόπους εξορίας, στις μέρες μας η αναβίωση της ίδιας φωτογράφισης έγινε ενώ εξελίσσεται ένα διακηρυγμένο πολιτικό σχέδιο για «αλλαγές στο κράτος και τους θεσμούς για να μην ξανάρθει η Αριστερά στην εξουσία».
Πολιτική εργαλειοποίηση
Ο πρωθυπουργός ενέταξε τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην κυβερνητική ατζέντα αμέσως μετά τις εκλογές, με δηλώσεις σε βρετανική εφημερίδα για προσωρινό δανεισμό με αντάλλαγμα σημαντικές αρχαιότητες. Η αρνητική υποδοχή από το σύνολο του Τύπου και την κοινή γνώμη είχαν ως αποτέλεσμα την απόσυρσή τους. Στη συνέχεια τα Γλυπτά συχνά εργαλειοποιήθηκαν για να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη και να στραφεί η προσοχή της μακριά από τα μεγάλα ζητήματα (πανδημία, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, ακρίβεια, παρακολουθήσεις). Ταυτόχρονα, εκτυλίχθηκε ενορχηστρωμένη προσπάθεια να παρουσιαστεί ο πρωθυπουργός δήθεν ως ο πρώτος που «προχωρά» το ζήτημα μετά τη Μελίνα Μερκούρη και «συνεχιστής» της, ώστε να καρπωθεί εκλογικά την προστιθέμενη αξία που έχει πολιτικά, διαγράφοντας από τη μνήμη αυτά που είχαν προηγηθεί την προηγούμενη δεκαετία και όσα έγιναν επί κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
To ατόπημα του 2014 και τι πέτυχε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
Tο 2013, είχε υπάρξει πρωτοβουλία της UNESCO προς τη βρετανική πλευρά καλώντας την να δεχθεί διαμεσολάβηση. Η τότε ελληνική κυβέρνηση την «τίναξε στον αέρα» με τη νομική διεκδίκηση, το 2014. Ήταν επίδειξη «σκληρής στάσης» στο πλαίσιο εκλογικών σκοπιμοτήτων. Τα αποτελέσματα ήταν τα αντίθετα. Ως απάντηση το Βρετανικό Μουσείο, το 2014, δάνεισε προσωρινά ένα από τα Γλυπτά στο Ερμιτάζ.
Με αυτή την αρνητική αφετηρία χρειάστηκε να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να αποκατασταθεί η πολιτιστική και ηθική βάση του αιτήματος μέσα από τη διπλωματική οδό. Πράγματι, το 2018 υπήρξε σύσταση της UNESCO, σε συνέχεια παλαιότερων συστάσεων, με την οποία αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά στο επίπεδο του παγκόσμιο οργανισμού οι ιστορικές, πολιτιστικές, νομικές και ηθικές διαστάσεις του ζητήματος. Παράλληλα, σε δημοσκοπήσεις της εποχής καταγραφόταν η υψηλή αποδοχή στη βρετανική κοινή γνώμη για το αίτημα, παρά τα όσα λέει η σημερινή κυβέρνηση ότι ήταν αυτή που πέτυχε μεταστροφή του κλίματος στη Βρετανία.
Με την προεργασία του 2015 – 2019 άνοιξε ο δρόμος για τη σημαντική απόφαση της UNESCO το 2021, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για νόμιμο και δίκαιο ζήτημα, διακυβερνητικού χαρακτήρα, καλώντας τη Βρετανία να αναθεωρήσει τη στάση του και να προχωρήσει σε διάλογο με καλή πίστη. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αναγνωρίζοντας της σημασία της απόφασης, την χαιρέτισε ως σημαντικό βήμα προόδου.
Το πάνω χέρι στο Βρετανικό Μουσείο
Η «τρικυμία» που εξελίσσεται στα πολιτικά πράγματα της Βρετανίας μετά το Brexit, ήταν αυτονόητο ότι δεν θα επέτρεπε μια γρήγορη εξέλιξη. Mετά την άρνηση τριών διαδοχικών βρετανών ομολόγων του, ο έλληνας πρωθυπουργός αντί να αφήσει την UNESCO να χειριστεί το ζήτημα σε μια πιο ευνοϊκή συγκυρία με την κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές, προχώρησε στην αδιανόητη κίνηση να την παρακάμψει, ακυρώνοντας τον διαμεσολαβητικό ρόλο της και την απόφασή της για διακυβερνητικό ζήτημα. Διεξήγαγε συζητήσεις ο ίδιος και κυβερνητικοί αξιωματούχοι απευθείας με το Βρετανικό Μουσείο υπό το περιοριστικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτό μπορεί να επικαλείται ότι κινείται. Υποτάσσοντας το ζήτημα στον βραχύ προεκλογικό χρόνο, βρέθηκε απομονωμένος και αποδυναμωμένος, αυτό που λέγεται «στη γωνία».
Το Βρετανικό Μουσείο, διαπιστώνοντας ότι «έχει το πάνω χέρι» εξαιτίας της απομάκρυνσης του έλληνα πρωθυπουργού από την UNESCO και της χρονικής πίεσης στην οποία βρίσκεται ενόψει των εκλογών, άδραξε την ευκαιρία για να προωθήσει τις πάγιες θέσεις του για προσωρινό δανεισμό και σημαντικά ανταλλάγματα ως βάση μιας «δημιουργικής» συμφωνίας. Παρουσιάστηκε με δήθεν «οικουμενική οπτική», αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ελληνική πλευρά είναι «μίζερη». Μετά και τις τελευταίες δηλώσεις της βρετανίδας υπουργού Πολιτισμού, είναι σαφές ότι οι χειρισμοί της κυβέρνησης όχι μόνο δεν «γύρισαν πίσω» τα Γλυπτά, αλλά «μας γύρισαν πίσω» στο 2014 και στα αρνητικά αποτελέσματα της προηγούμενης κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Για λογαριασμό της ανθρωπότητας: ξεκάθαρη λύση οριστικής επανένωσης
Ο διαμελισμός του Παρθενώνα από τον Έλγιν υπήρξε μια πράξη βανδαλισμού της εποχής της αποικιοκρατίας. Για την Αριστερά είναι αυτονόητο ότι στις μέρες μας τα Γλυπτά πρέπει να επανενωθούν, στο σύνολό τους, σε μόνιμη βάση, χωρίς ανταλλάγματα ή «εγγυήσεις», στον φυσικό τους χώρο. Το αίτημα αυτό δεν είναι μόνο εθνικό αλλά έχει σημαντική οικουμενική διάσταση, στη βάση της εξέχουσας παγκόσμιας αξίας ενός εμβληματικού μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς, του οποίου η ακεραιότητα πρέπει να αποκατασταθεί με βάση τις θεμελιώδεις αρχές της UNESCO. Το αίτημα, λοιπόν, διατυπώνεται από τη χώρα μας ως διαχειρίστρια του μνημείου για λογαριασμό της ανθρωπότητας.
Όσον αφορά την κυριότητα, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι στη συνείδηση του Ελληνισμού δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές λύσεις «δανεισμού», «ανταλλαγής», «παραρτήματος» κ.λπ., που παραγράφουν τον βανδαλισμό του μνημείου. Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας. Όπως από την αριστερή οπτική δεν θα ήταν αποδεκτό να τεθεί, για παράδειγμα, στον βρετανικό λαό να αποδεχτεί για βανδαλισμένα κομμάτια του μνημείου του Στόουνχεντζ λύση «προσωρινού δανεισμού και μετά βλέπουμε», το ίδιο ισχύει και για τον ελληνικό λαό για τα Γλυπτά που για αυτόν είναι ταυτοτικό ζήτημα.
Ο Παρθενώνας είναι παγκόσμιο σύμβολο της Δημοκρατίας και του Ανθρωπισμού. Η συζήτηση για «υβριδικές λύσεις» και «δημιουργικές διατυπώσεις» που θα κρύβουν τα ζητήματα «κάτω από το χαλί» αντί να τα επιλύουν, είναι μειωτική για ένα μνημείο τέτοιου συμβολικού μεγέθους. Δεν τιμά καθόλου αυτούς που την κάνουν. Μόλις πριν λίγες εβδομάδες ο Πάπας Φραγκίσκος άνοιξε τον δρόμο για μια ξεκάθαρη λύση οριστικής επανένωσης με την άνευ όρων δωρεά των τριών θραυσμάτων των Μουσείων του Βατικανού στο όνομα του «οικουμενικού μονοπατιού της αλήθειας». Είναι ευθύνη όλων απέναντι στην ανθρωπότητα να ακολουθηθεί το ίδιο μονοπάτι και για τα Γλυπτά που βρίσκονται στο Λονδίνο.
Διακομματική συνεννόηση, UNESCO, διεθνοποίηση
Το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί από μόνο του να αποδεχτεί μια τέτοια καθαρή λύση. Απαιτείται μια τολμηρή πολιτική συμφωνία. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο με διακυβερνητικό διάλογο μέσα από τη διπλωματική οδό, σε συνδυασμό με την υποστήριξη διεθνών οργανισμών και την ευρύτερη δυνατή συναίνεση της βρετανικής κοινής γνώμης. Αυτό είναι το σκεπτικό των συστάσεων και των αποφάσεων της UNESCO, που δεν έχουν να κάνουν τόσο με τη διαδικασία αλλά κυρίως με την ουσία.
Απαιτείται, λοιπόν, μια παγκόσμια καμπάνια σε συνεργασία με την UNESCO που αποτελεί τον ισχυρότερο θεσμικό υποστηρικτή για την επανένωση του μνημείου. Στο εσωτερικό, προκειμένου να εδραιωθεί κλίμα ενότητας και να μη γίνεται το ζήτημα αντικείμενο πολιτικού ανταγωνισμού, η πλέον ωφέλιμη λύση είναι μια επιτροπή με διακομματική στήριξη μέσα από αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή, πρόταση που έχει διατυπωθεί επανειλημμένα σε αρθρογραφία. Αποστολή της θα είναι η διεθνοποίηση του ζητήματος σε πολιτιστική και ηθική βάση τονίζοντας την οικουμενική του διάσταση. Θα συνεργάζεται με τις εθνικές επιτροπές που υπάρχουν στη Βρετανία και σε διάφορες χώρες, προωθώντας το αίτημα της επανένωσης στη βρετανική και τη διεθνή κοινή γνώμη και τους διεθνείς οργανισμούς.
Επιπλέον, η επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα μπορεί να συνδεθεί σε ένα συμβολικό επίπεδο με τα μεγάλα ζητήματα της εποχής. Να αποτελέσει ένα οικουμενικό ζήτημα που η επίτευξή του θα συμβολίσει ότι είναι εφικτή η παγκόσμια συνεννόηση που απαιτείται για να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα τις προκλήσεις της εποχής πολλαπλών αλλεπάλληλων κρίσεων που βιώνει.
Μια νέα θεώρηση και παρουσίαση της πολιτιστικής κληρονομιάς
Με βάση την προοδευτική προσέγγιση, η επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα στον τόπο που τα δημιούργησε θα πρέπει να αποτελέσει όχι το τέλος αλλά την αρχή μιας πορείας «αποαποικιοποίησης», όπως έχει χαρακτηριστεί. Μιας πορείας που πρέπει να συνεχιστεί με μια νέα θεώρηση και παρουσίαση της αρχαιότητας που θα υπερβαίνει αναχρονιστικά στερεότυπα «εθνικού μεγαλείου» και μονοδιάστατες ερμηνείες «κλασικής καθαρότητας», αναδεικνύοντας τον πλούτο της πολιτισμικής ποικιλομορφίας και ανανεωμένα πολιτισμικά και ιστορικά αφηγήματα με κέντρο τον άνθρωπο, την εξέλιξη των κοινωνιών, τις πανανθρώπινες αξίες που ενώνουν λαούς και πολιτισμούς.
Αυτός είναι ο πυρήνας και μιας άλλης μεγάλης πολιτικής αντιπαράθεσης, αυτής για τα Δημόσια Μουσεία, που έχουμε μπροστά μας.
Ο Κώστας Στρατής είναι αρχαιολόγος, MSc Προστασία Μνημείων, πρώην υφυπουργός Πολιτισμού.
Πρώτη δημοσίευση στην ΕΠΟΧΗ