Η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Αρντέρν ανακοίνωσε σήμερα ότι θα εγκαταλείψει το αξίωμα τον επόμενο μήνα -ως το αργότερο την 7η Φεβρουαρίου-, έπειτα από πέντε και πλέον χρόνια στην εξουσία.
«Για μένα, είναι καιρός», συνόψισε η κυρία Αρντέρν, 42 ετών, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο πλαίσιο εκδήλωσης των Εργατικών, του κόμματός της. «Απλούστατα δεν έχω την ενέργεια για ακόμη τέσσερα χρόνια», ξεκαθάρισε.
Η Τζασίντα Αρντέρν ανέλαβε πρωθυπουργός κυβέρνησης συμμαχίας το 2017, στα 37 της, προτού οδηγήσει το Εργατικό κόμμα σε εκλογικό θρίαμβο και στην απόλυτη πλειοψηφία στο νεοζηλανδικό κοινοβούλιο τρία χρόνια αργότερα.
Όμως τελευταία βλέπει τη δημοτικότητά της και αυτήν του κόμματός της να πέφτει στις δημοσκοπήσεις, ενώ οι εκλογές αναμένεται να διεξαχθούν αργότερα φέτος. Σήμερα, έκανε γνωστό πως θα οργανωθούν την 14η Οκτωβρίου.
Από τις νεότερες επικεφαλής κυβέρνησης στον κόσμο, μόλις η δεύτερη που έγινε μητέρα ενώ βρισκόταν στην εξουσία, έκανε την απρόσμενη για πολλούς ανακοίνωση στην πρώτη της συνέντευξη Τύπου το 2023.
Στην πρώτη της δημόσια εμφάνιση αφότου το κοινοβούλιο άρχισε τις διακοπές του καλοκαιριού του θερινού ημισφαιρίου, διάρκειας ενός μήνα, η κυρία Αρντέρν εξήγησε πως έτρεφε την ελπίδα πως θα αξιοποιούσε την παύση αυτή για να βρει την ενέργεια που χρειαζόταν για να συνεχίσει να κυβερνά. «Αλλά δεν ήμουν σε θέση να το κάνω», πρόσθεσε.
Διευκρίνισε πως ως τις εκλογές του Οκτωβρίου, θα συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της στο κοινοβούλιο.
Τόνισε πως δεν αποχωρεί επειδή «πιστεύω πως δεν μπορούμε να κερδίσουμε τις επόμενες εκλογές, αλλά επειδή πιστεύω πως μπορούμε, και πως θα το κάνουμε».
Οι Εργατικοί θα ψηφίσουν για να αναδείξουν τον νέο ή τη νέα ηγέτη τους ως την Κυριακή.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της κυρίας Αρντέρν και υπουργός Οικονομικών, ο Γκραντ Ρόμπερτσον, γνωστοποίησε παράλληλα πως δεν θα είναι υποψήφιος για τη διαδοχή της.
Η απερχόμενη πρωθυπουργός διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει κανένας κρυφός λόγος πίσω από την αποχώρησή της.
«Άνθρωπος είμαι. Δίνουμε όσα μπορούμε για όσο μπορούμε, και μετά είναι καιρός. Και για μένα, είναι καιρός», σημείωσε. «Το ότι έγινα πρωθυπουργός είναι η μεγαλύτερη τιμή της ζωής μου και θέλω να ευχαριστήσω τους Νεοζηλανδούς για το προνόμιο που μου έδωσαν να κυβερνήσω τη χώρα για πεντέμισι χρόνια», συνέχισε. Όμως μαζί με «το προνόμιο έρχεται η ευθύνη, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης να ξέρεις πότε είσαι πρόσωπο κατάλληλο για να κυβερνήσει και πότε δεν είσαι».
Πέρα από τις κρίσεις των ακινήτων, της παιδικής φτώχειας, της κλιματικής αλλαγής, η απερχόμενη πρωθυπουργός χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την πολύνεκρη τρομοκρατική ενέργεια στην Κράιστσερτς, την έκρηξη ηφαιστείου, την πανδημία του νέου κορονοϊού, τη συνεπακόλουθη οικονομική κρίση. Η εξουσία είχε «μεγάλο» προσωπικό κόστος, παραδέχθηκε. «Ξέρω τι χρειάζεται αυτή η δουλειά, και ξέρω πως δεν έχω πλέον αρκετό καύσιμο στο ντεπόζιτο για την κάνω σωστά. Είναι τόσο απλό».
«Όσο για την περίοδο που άσκησα την εξουσία, ελπίζω πως θα αφήσω τους Νεοζηλανδούς με την πεποίθηση πως μπορείς να έχεις ευγένεια αλλά και δύναμη, συμπόνια αλλά και αποφασιστικότητα, αισιοδοξία αλλά και απόλυτη συγκέντρωση. Ότι μπορείς να είσαι ένα ξεχωριστό είδος ηγέτη: το δικό σου».