Τζακίντα Αρντερν. Είχε καταστεί δημοφιλές τοτέμ των φιλελεύθερων, των φεμινιστών, των σύγχρονων αριστερών. Ηταν εκείνη που έβαλε τη Νέα Ζηλανδία ξανά στον χάρτη όταν έγινε η νεαρότερη γυναίκα πρωθυπουργός εδώ και έναν αιώνα, σώζοντας την τελευταία στιγμή τους Εργατικούς από βέβαιο εκλογικό καταποντισμό – πράγμα σπάνιο για τα πολιτικά δεδομένα.
Μάλιστα, «ήταν από εκείνες τις σπάνιες στιγμές όπου όλα άλλαξαν χάρη σε μία δυναμική προσωπικότητα» είπε ο Νεοζηλανδός πολιτικός συγγραφέας Τόμπι Μανχάιρ, μιλώντας στον Guardian. «Οταν ο αντίπαλός της, ο τότε πρωθυπουργός Μπιλ Ινγλις, μίλησε για την “αστρόσκονή” της, αυτό εννοήθηκε ως προσβολή, όμως είχε δίκιο». Η ίδια «αστρόσκονη» ήταν που δημιούργησε, εξάλλου, την «Jacindamania».
Στη «βάρδια» της, το νεοζηλανδικό Κοινοβούλιο είχε τις περισσότερες γυναίκες βουλευτές και τους περισσότερους αυτόχθονες Μαορί.
Κατάφερε να διεξέλθει τους σκοπέλους της πανδημίας του κορωνοϊού και της οικονομικής αναταραχής που αυτή επέφερε με σχετική ισορροπία – με μια… φιλελεύθερη εκδοχή της κινεζικής πολιτικής μηδενικών κρουσμάτων, δίχως ωστόσο να αποφύγει την εσωτερική γκρίνια, αλλά και την ανάδυση αντιεμβολιαστικού κινήματος, που έτσι κι αλλιώς εμφανίστηκε στις δυτικές χώρες.
Είχε εμφανιστεί σε συνέλευση του ΟΗΕ με το μωρό της – και κατέστη η δεύτερη γυναίκα, μετά την Πακιστανή Μπεναζίρ Μπούτο, που γέννησε όσο ήταν εν ενεργεία πρωθυπουργός.
Είχε φορέσει χιτζάμπ για να συναντηθεί με μουσουλμάνους έπειτα από την τραγωδία που έζησε η κοινότητά τους στη Νέα Ζηλανδία και κόστισε τη ζωή 51 ανθρώπων το 2019. Η ίδια που περιόρισε δραστικά και άμεσα την οπλοκατοχή.
Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, έπρεπε να διαχειριστεί και την έκρηξη του ηφαιστείου στο Ουάιτ Άιλαντ, επίσης το 2019.
Επειτα από αλυσίδα κρίσεων, η ίδια παραδέχθηκε αιφνιδιαστικά ότι «δεν έχει πλέον άλλη ενέργεια» και θέλει να αφοσιωθεί στην οικογένειά της, στην κόρη της και στον σύντροφό της: «Νιβ, η μαμά δεν βλέπει την ώρα να είναι δίπλα σου όταν θα ξεκινήσεις το σχολείο. Και, Κλαρκ, ας παντρευτούμε επιτέλους» ήταν τα λόγια της.
Η ενσυναίσθηση και η δυναμική
Διεθνή δημοσιεύματα, όπως αυτό του Reuters, λένε ότι η εικόνα της ηγέτιδας με τη σθεναρή ενσυναίσθηση ήταν απλώς ένα προσωπείο για τις κυβερνητικές της ελλείψεις. Η ίδια ενσυναίσθηση εμφανίστηκε και στην ανακοίνωση της παραίτησής της: «Ελπίζω να αφήσω τους Νεοζηλανδούς με την πεποίθηση ότι μπορούν να είναι ευγενικοί, αλλά δυνατοί, συμπονετικοί, αλλά αποφασιστικοί, αισιόδοξοι, αλλά αφοσιωμένοι. Και ότι μπορούν να είναι αφεντικά του εαυτού τους – κάποιοι που γνωρίζουν πότε είναι η κατάλληλη ώρα της αποχώρησης».
«Αλλαξε το πρόσωπο της πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο με το να είναι ο εαυτός της» είπε στο Reuters η Μαριάν Μπάιρντ, καθηγήτρια φύλου και εργασιακών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. «Νομίζω ότι υπήρξε πρότυπο για νεότερες γυναίκες πολιτικούς και ίσως ακόμα και για νεότερους άνδρες πολιτικούς που θέλουν να παρουσιάζονται με διαφορετικό τρόπο. Σίγουρα αμφισβητεί πραγματικά το ανδρικό στερεότυπο του πρωθυπουργού».
Είναι όμως δυνατόν μία 42χρονη γυναίκα – πρότυπο για τις συνομήλικές της, όπως λέει η Μπάιρντ, να έρχεται αντιμέτωπη με την κατάλληλη ώρα της αποχώρησής της;
«Ξέρω ότι θα υπάρξει πολλή συζήτηση έπειτα από αυτή την απόφαση για το ποιος ήταν ο “πραγματικός λόγος” της παραίτησης. Μπορώ να σας πω ότι αυτό που μοιράζομαι σήμερα είναι η μόνη ενδιαφέρουσα οπτική γωνία που θα βρείτε – έπειτα από έξι χρόνια μεγάλων προκλήσεων… άνθρωπος είμαι κι εγώ» είπε η ίδια. «Ξέρω τι χρειάζεται αυτή η δουλειά και ξέρω ότι δεν έχω πια αρκετή ενέργεια για να ανταποκριθώ. Είναι τόσο απλό».
Η ηγέτις για τις κρίσεις και η… μεικτή παρακαταθήκη της
Η Μαντλίν Τσάπμαν, συγγραφέας της ανεπίσημης βιογραφίας «Jakinda Ardern: A new kind of leader», μιλώντας στον Guardian, ανέφερε ότι «ήταν ανέκαθεν… μια ηγέτις που αποδίδει καλύτερα σε μια κρίση – και δυστυχώς, δεν πέρασε και λίγες».
Αυτό που επισημαίνει το Reuters είναι ότι, ενώ η δημοφιλία της διεθνώς έφτανε σε κορυφαία επίπεδα, στο εσωτερικό, το τελευταίο διάστημα, είχε αρχίσει να βλέπει τα ποσοστά αποδοχής της μειώνονται. Ισως εξαιτίας της επιδεινούμενης στεγαστικής κρίσης, της αύξησης του κόστους διαβίωσης και των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων και των αυξανόμενων ανησυχιών για την εγκληματικότητα. Παραμένει, ωστόσο, πιο δημοφιλής από τους αντιπάλους της, όπως αναφέρει το πρακτορείο.
Σε ορισμένα από τα ζητήματα που είναι πιο αγαπητά στην πρωθυπουργό υπήρξαν συγκεκριμένα νομοθετικά κέρδη. Η παιδική φτώχεια, το πρόβλημα που πιστώθηκε ότι την ώθησε στην πολιτική, έχει μειωθεί στη Νέα Ζηλανδία, ακόμα και εν μέσω πανδημίας και της διάδοχης οικονομικής ύφεσης. Σημείωσε, δε, για τους Εργατικούς ορισμένες επιτυχίες για χάρη των εργαζομένων: απασχόληση – ρεκόρ, 26 εβδομάδες γονικής άδειας μετ’ αποδοχών, περισσότερη αναρρωτική άδεια, ενισχυμένη διαπραγματευτική δύναμη για τομείς με χαμηλούς μισθούς, αύξηση του κατώτατου μισθού κατά τουλάχιστον 30%.
Ωστόσο, οι άλλες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες -για δραματική αύξηση του αριθμού των εργατικών κατοικιών, ανανέωση της διαχείρισης των γηρασμένων πλωτών οδών και εξεύρεση ενός μηχανισμού χρέωσης των γεωργικών εκπομπών- έχουν βαλτώσει από τα συνεχή εμπόδια, λέει ο Guardian.
«Οταν επρόκειτο για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή περίπλοκης νομοθεσίας ή περίπλοκης νομοθετικής μεταρρύθμισης, η πρόοδος ήταν εμφανώς πιο αργή. Η ιδέα της ευγένειας και της ενσυναίσθησης μπορεί να αγγίξει τα όριά της, επειδή η πολιτική έχει πολύ συχνά να κάνει με συμβιβασμούς» είπε ο πολιτικός σχολιαστής Μπεν Τόμας στον Guardian.
Μάλιστα, ο Guardian, σημειώνει ότι η αποστροφή του λόγου της «ευγενείς και δυναμικοί», χαρακτήρισε ολόκληρη τη θητεία της – για τους θαυμαστές της, ήταν ένα χαρακτηριστικό μείγμα ενσυναίσθησης και δύναμης· για τους επικριτές της, ένα παράδειγμα έντονης ρητορικής που δεν υποστηρίζεται πάντα από τις επιθυμητές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις.
Οπως λέει η βρετανική Telegraph, η Νεοζηλανδή πρωθυπουργός, παρότι υποσχέθηκε μια νέα εποχή πιο ευγενικής, πιο προοδευτικής πολιτικής, οι πολίτες θα τη θυμούνται για την επιβολή ενός από τα πιο σκληρά lockdowns στον κόσμο, ενώ η Αριστερά θα ανατρέχει στη θητεία της ως μια εποχή χαμένων ευκαιριών.
Η επαύριον της παραίτησης
Με την παραίτησή της σχεδόν ένα χρόνο πριν από τις γενικές εκλογές, η Αρντερν, λένε οι New York Times, ακολουθεί πιστά τα βήματα ενός πρόσφατου προκατόχου της, του Τζον Κέι, ο οποίος παραιτήθηκε το 2016, επιτρέποντας στον αναπληρωτή του, Μπιλ Ινγκλις, να πάρει τη θέση του ως αρχηγού του Εθνικού Κόμματος και πρωθυπουργού.
Ωστόσο, λέει η νεοϋορκέζικη εφημερίδα, δεν υπάρχει προφανής διάδοχος της Αρντερν. Ο Γκραντ Ρόμπερτσον, ο αναπληρωτής αρχηγός των Εργατικών, δεν θα επιδιώξει την ηγεσία, όπως είπε η Αρντερν. Κάθε υποψήφιος που επιδιώκει να ηγηθεί του Εργατικού Κόμματος πρέπει να έχει την υποστήριξη τουλάχιστον των δύο τρίτων των νομοθετών, μια απαίτηση που δημιουργεί την προοπτική κενού εξουσίας, παρατεταμένων εσωτερικών συγκρούσεων και ενός νεοφερμένου, τουλάχιστον στα μάτια των ψηφοφόρων, που ηγείται του κόμματος και της χώρας.