Ήμασταν πολύ νέοι.
Περπατούσαμε στην ακροθαλασσιά,
στο Καβούρι, που ήταν ακόμα έρημο,
γαλήνιο και πανέμορφο.
Κι έτσι όπως περπατούσαμε,
το αεράκι που φυσούσε
της χαλούσε τα μαλλιά
και της ανέβαζε το φουστάνι.
Κι αυτή, αγωνιζόταν
πότε να κατεβάσει το φουστάνι,
πότε να διορθώσει τα μαλλιά της.
Προσπαθούσε να τα χτενίσει
με τα χέρια της, να τα ισιώσει,
να τα φέρει σε λογαριασμό.
Και όταν τα έφερνε σε λογαριασμό,
φσσσ! φυσούσε πάλι το αεράκι,
έκανε να κατεβάσει το φουστάνι
και της έπαιρνε ο αέρας τα μαλλιά
και της τα ανακάτευε.
Απελπισία την έπιασε:
– Πω πω πώς έγινα…
– Τι έγινες;
– Δε βλέπεις τα μαλλιά μου;
– Και λοιπόν; Τι έχουν τα μαλλιά σου;
Μια χαρά είναι έτσι ανακατωμένα.
Και το βράδυ,
στο μικρό γραφειάκι μου,
άρχισα να γράφω κάτι στιχάκια:
Άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα,
άστα ν’ ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά,
τώρα που τα νιάτα σου είν’ ολανθισμένα,
άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα.
Τη γαλάζια θάλασσα κοίτα την πλατιά
κι άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα,
άστα ν’ ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά.
Όταν τελείωσα την πρώτη στροφή,
σκέφτηκα πόσο ανόητο είναι
ένα κορίτσι, που έχει τη δροσιά
και τη χάρη του μπουμπουκιού,
να νοιάζεται για το χτένισμά της.
Όποια θέση κι αν έπαιρναν,
ανακατωμένα από τον αέρα,
τα μαλλάκια της πάντα ωραία θα ήταν.
Το χτένισμα
αρχίζει να έχει κάποια σημασία,
όταν η κόπωση του χρόνου
αρχίζει να φαίνεται στο πρόσωπο.
Έτσι,
στη δεύτερη στροφή έγραψα:
Θα ‘ρθει αλίμονο ο καιρός
άκουσε κι εμένα,
που δε θα ‘χεις κόκκινα
χείλη σαν φωτιά,
θα ‘χεις τότε τα μαλλιά
καλοχτενισμένα,
θα ‘ρθει αλίμονο ο καιρός
άκουσε κι εμένα,
που θα σβήσει η λάμψη αυτή
που ‘χεις στη ματιά
και δε θα ‘χεις κόκκινα χείλη σαν φωτιά.
Άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα,
άστα ν’ ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά.
Και ύστερα έπεσα
σε μελαγχολικότερες σκέψεις,
σκέφτηκα το ”αύριο”
που ούτε κατάλαβα
για πότε έγινε ”σήμερα”
ή μάλλον για πότε έγινε ”χθες”
κι έγραψα και την τρίτη στροφή:
Είσαι τώρα η άνοιξη,
θα ‘ρθει καλοκαίρι
κι ύστερα φθινόπωρο
θα ‘ρθει σκυθρωπό,
στον τρελό το δρόμο σου
πάρε με απ’ το χέρι,
είσαι τώρα η άνοιξη,
θα ‘ρθει καλοκαίρι.
Θα σου πουν χίλιες φορές
χίλια σ’ αγαπώ
κι ύστερα φθινόπωρο
θα ‘ρθει σκυθρωπό.
Άστα τα μαλλάκια σου
ανακατωμένα,
άστα ν’ ανεμίζουνε
στην τρελή νοτιά.
Ήταν μια εποχή που τα τραγούδια
δεν τα γράφαμε κατά ”παραγγελία”
κάποιας εταιρείας δίσκων.
Δεν τα γράφαμε, δηλαδή,
για να εισπράξουμε μια αμοιβή.
Τα γράφαμε έτσι, από μεράκι.
Τώρα, αν συνέβαινε να γίνουν
κι επιτυχία, ακόμα καλύτερα.
Ο στόχος, όμως,
δεν ήταν το εμπορικό κέρδος.
Το μόνο κέρδος που λογαριάζαμε
ήταν η χαρά
μιας κάποιας μικρής δημιουργίας.
Έτσι, όταν έγραψα το τραγούδι,
το καθαρόγραψα σ’ ένα χαρτί,
που το δίπλωσα
και το έβαλα στην τσέπη μου.
Άλλωστε, καλά καλά
δεν ήταν τραγούδι,
έτσι περίεργα που ήταν
γραμμένοι οι στίχοι του,
χωρίς κουπλέ και ρεφρέν.
Τα τραγούδια τότε είχαν άλλη δομή.
Και προπάντων, έπρεπε να είναι
και λίγο μελοδραματικά,
για να ”πιάσουν”,
όπως το ”Σκληρή καρδιά
γιατί να σ’ αγαπήσω”,
το ”Θα σ’ εκδικηθώ”,
το ”Ν’ αγαπάς και να μην αγαπιέσαι”
κ.λπ. κ.λπ.
Έτσι, χωρίς κάποιο δισταγμό,
πήγα στα ”Πεύκα”, που ήταν
η ορχήστρα του Τάκη Μωράκη,
και πλησίασα τον καλό μου φίλο
και εκλεκτό συνθέτη.
– Έχω γράψει ένα τραγουδάκι.
Μήπως σ’ ενδιαφέρει;
– Που είναι;
– Να το.
Το πήρε, το διάβασε και ύστερα
άρχισε να διπλώνει το χαρτί.
– Δεν σου αρέσει;
– Πως… Νόστιμο είναι.
Άσε να το κοιτάξω.
Για να γράψει
μια καλή μουσική ένας συνθέτης,
πρέπει να τον συγκινήσουν οι στίχοι.
Άμα οι στίχοι του είναι αδιάφοροι,
δεν μπορεί να γράψει ούτε νότα.
Δεν ξέρω τι έγινε με τον Τάκη.
Ή το τραγούδι δεν του άρεσε,
ή το έχασε και δεν ενδιαφέρθηκε
παραπέρα. Το τραγούδι έτσι έμεινε.
Σε τρεις συνθέτες που το έδωσα,
μου το γύρισαν πίσω. Δεν τους έβγαινε.
Του ενός του φάνηκε μεγάλο
κα δύσκολο στο μέτρο, ο άλλος
ήθελε να προσθέσω κι ένα ρεφρέν,
ο τρίτος να κόψω τους δυο
τελευταίους στίχους, κ.λπ. κ.λπ.
Κι έτσι το τραγούδι
έμεινε στ’ αζήτητα.
Όταν άρχισα να συνεργάζομαι
πιο στενά με τον Μιχάλη Σουγιούλ,
μου είχε ζητήσει να του γράψω
δυο – τρία τραγούδια.
– Και κάνα βαλσάκι αν έχεις…
Τότε ήταν που ξαναθυμήθηκα
τα ”Μαλλάκια”.
– Να σου δείξω κάτι κι αν σου κάνει…
Ο Σουγιούλ, όταν το διάβασε,
ενθουσιάστηκε.
– Αυτό είναι τραγούδι!
Δεν ξέρω τι αξίζουν
και αν αξίζουν τα στιχάκια,
η μουσική όμως που έβαλε
ο Μιχάλης Σουγιούλ
ήταν σωστή δημιουργία.
Οι ”ειδικοί” της εποχής, που το άκουσαν,
δεν έδειξαν κανέναν ενθουσιασμό.
– Βρε παιδιά, μας συγχωρείτε,
αλλά δεν είναι τραγούδι αυτό.
Και οι φωνογραφικές εταιρείες
δεν δέχθηκαν να το κάνουμε δίσκο.
Έτσι τα ”Μαλλάκια” τα βάλαμε
στην ταινία της ”Φίνος Φιλμ”
”Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν”.
Το τραγουδούσε, υποτίθεται,
ο Αλέκος Αλεξανδράκης
με τη φωνή του Φώτη Πολυμέρη.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες
της προβολής, το τραγούδι
έγινε επιτυχία και τραγουδήθηκε,
όσο τραγουδήθηκε σε όλη την Ελλάδα
τόσα και τόσα χρόνια.
Αλέκος Σακελλάριος
………………………………………………………
Απόσπασμα από το βιβλίο:
”λες και ήταν Χθες”
Φωτογραφία: Raymond Depardon