Ωραία, και να σας κάνω μία απλή ερώτηση.
Τι κάνουμε τώρα;
Του Αρκούδου
Η ΑΔΑΕ έφερε με δική της ευθύνη, παίρνοντάς το πάνω της, τις αποδείξεις για τις παρακολουθήσεις. Πήγε ο Τσίπρας με μία λίστα από τηλέφωνα, και τα παρέδωσε ως αίτημα στην ΑΔΑΕ, η οποία πήγε στους παρόχους, ζήτησε να μάθει αν έξι συγκεκριμένα τηλέφωνα είχαν μπει σε καθεστώς παρακολούθησης από την ΕΥΠ, πήρε την απάντηση πως, ναι, και τα έξι είχαν μπει, από διαστήματα αν θυμάμαι καλά από οκτώ μήνες έως δύο χρόνια, πήγε να τα ενημερώσει στην Βουλή, της είπαν «δεν νομίζω», και αποφάσισε να τα δώσει στους πολιτικούς αρχηγούς.
Θες είχε το δικαίωμα, θες δεν είχε; Αδιάφορο, δεν εξετάζουμε αυτό τώρα.
Τα έδωσε λοιπόν, τα πήρε ο Τσίπρας που τα είχε ζητήσει, και είπε «ορίστε, τα τηλέφωνα τα παρακολουθούσατε, πείτε μας γιατί. Πείτε μας, απλώς, γιατί. ΠΕΙΤΕ-ΜΑΣ-ΓΙΑΤΙ.»
Επί κοντά δύο μέρες οι κυβερνητικοί βουλευτές μίλησαν για την μικρή Μαρία του Έβρου, τις σακούλες, τα SMS, τον Καλογρίτσα, τις παρακολουθήσεις του ΚΚΕ, την αλλαγή του νόμου για τις παρακολουθήσεις του Σύριζα.
Δεν θα μπορούσαν βέβαια να πουν γιατί, το καταλαβαίνω, βουλευτές είναι, πως θα μπορούσαν αυτοί να ξέρουν το γιατί. Θα μπορούσαν βέβαια να ασκήσουν έλεγχο, κριτική, να ρωτήσουν τον αρχηγό τους – αλλά, τέλος πάντων, δεν έχουμε τέτοια δημοκρατία, δεν ξέρουν το γιατί, δεν ρωτάνε το γιατί, δεν τους νοιάζει το γιατί.
Μίλησε όμως και ο αρχηγός του κόμματός τους. Ο πρωθυπουργός μας. Ο πρωθυπουργός όλων μας, θυμίζω. Αυτός που πήρε την ευθύνη με τον πρώτο νόμο που έφτιαξε, που έφτιαξε έναν δεύτερο (αναδρομικό) νόμο για να βάλει τον άνθρωπο που εκείνος ήθελε, που ανέθεσε σε άνθρωπο του οικογενειακού (αν είναι δυνατόν πια!) κύκλου του για να μην υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι έχει τον πλήρη έλεγχο.
Και το μόνο που δεν είπε είναι γιατί. Μίλησε για την νεκρή Μαρία του Έβρου, μίλησε για τον Καλογρίτσα, για τις σακούλες, για τα SMS, για τον νόμο που άλλαξε ο Σύριζα, για το Μάτι, για τον Μάξιμο Σαράφη, αναρωτήθηκε σε ποιον άραγε ανήκουν αυτά τα τηλέφωνα και πού το ξέρει ο Τσίπρας ότι είναι αυτών που ονομάτισε, αναρωτήθηκε πως γίνεται να τα ξέρουν οι δημοσιογράφοι νωρίτερα, γιατί δεν τα ξέρει αυτός…
…όλα, εκτός από το να απαντήσει ουσιαστικά στο μοναδικό μεγάλο ερώτημα:
Γιατί.
Ωραία, και τώρα να σας κάνω μία απλή ερώτηση.
Και τώρα τι κάνουμε;
~
Το βλέπω από την δική μου αποκλειστικά πλευρά, δεν πάω να πείσω εσάς, ο άνθρωπος αδιαφορεί για όλα, δικαιοσύνη, δημοκρατία, πολιτική αξιοπρέπεια. Τον πιάνουν να έχει απόλυτη ευθύνη για απόλυτα επιβεβαιωμένες παρακολουθήσεις που είναι απολύτως παράνομες, και λέει άλλα ντ’ άλλων. Τρελίτσα. Κουκουρούκου. Τσίου-τσίου.
Και τώρα τι κάνουμε;
Ο πρωθυπουργός της χώρας μας, μας λέει ψέματα. Μιλάει ασυνάρτητα. Προσπαθεί να μας τρελάνει. Θέλω να πω, είναι τρομαχτικό αν το καλοσκεφτείς – δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε τίποτα. Δεν υπάρχει δικλείδα ασφαλείας. Δεν υπάρχει έλεγχος.
Μπορούσε να ανέβει στο βήμα, να πει «αβαβάου μαμαμάου» επί τρεις ώρες και σαράντα τέσσερα λεπτά, να κατέβει – και να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός.
(Και, αν νομίζετε ότι είχε μεγαλύτερη ποιότητα ο λόγος του από το «αβαβάου-μαμαμάου» γελιέστε οικτρά – την ίδια ζημιά στον δείκτη ευφυίας των ακροατών του έκανε.)
Οπότε, τώρα τι κάνουμε;
Γιατί, πέντε λεπτά μετά, είναι ακόμα πρωθυπουργός μας. Αλήθεια λέω, -δεν με πιστεύετε, το καταλαβαίνω- κοιτάξτε το. Είναι ακόμα πρωθυπουργός. Θα μπορούσε να πει «γιατί έτσι γουστάρω» και να μην υπάρχει καμία απολύτως διαφορά.
Το διανοήστε; Σταματήστε να διαβάζετε για ένα λεπτό, και σκεφτείτε τι ζήσαμε μόλις.
Και τώρα;
Επειδή όλοι μας μάθαμε να σκεφτόμαστε με προδιαγεγραμμένους κοινωνικούς αυτοματισμούς, ας κάνουμε ένα πείραμα:
Ο Αλέξης Τσίπρας, πρωθυπουργός της Ελλάδας, ανακαλύπτεται ότι παρακολουθούσε μερικούς δημοσιογράφους, κάτι στρατηγούς, πεντ’ έξι βουλευτές του, και τους αντιπάλους του πολιτικούς.
Για να μην το μάθει κανείς, έφερε δύο φωτογραφικούς νόμους.
Όταν η Ανεξάρτητη Αρχή που πολέμησε πολυ σκληρά και κατασυκοφάντησε έφερε, παρά τα όσα εμπόδια, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και αναγκάστηκε να απαντήσει, ανέβηκε στο βήμα της βουλής και είπε «εσείς τι έχετε να πείτε για την Siemens;» και μετά κατέβηκε.
Και μετά παρέμεινε πρωθυπουργός μας. Και θα παραμείνει για όσο θέλει ακόμα, θα κατέβει όποτε θέλει αυτός, και εκείνος θα καθορίσει το πλαίσιο των εκλογών όταν έρθει η ώρα.
Χωρίς να δώσει ούτε μία απάντηση, ούτε μία εξασφάλιση ότι σταμάτησε βρε αδελφέ, ούτε μία ακτίδα ελπίδας ότι κατάλαβε ότι έκανε κάτι λάθος.
Πρωθυπουργός ανέβηκε, πρωθυπουργός κατέβηκε.
Τρομάξατε λίγο παραπάνω τώρα, ε;
Το ξέρω. Έτσι μας μάθανε. Αυτά είναι.
~
Και για πείτε λοιπόν ρε σεις αδέλφια. Όποιος και να είναι πρωθυπουργός, τον έπιασαν με την γίδα στην πλάτη, και μας ζητά να του πληρώσουμε και τα κάρβουνα για να την φάει.
Ζούμε ανήκουστες καταστάσεις.
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι πλαίσιο αντίστασης έχουμε πια. Στον δρόμο, δεν κατεβαίνουμε. Τα ποσταρίσματά μας, τα πολεμάνε οι «για πες για τις σακούλες πρώτα». Οι δημοσιογράφοι μας ταΐζουν κουτόχορτο. Οι πολιτικοί, μας λένε «και ο Ερντογάν τα ίδια κάνει» ατιμώρητα. Οι εισαγγελείς -όσοι δεν έχουν πάρει το μήνυμα να μείνουν απλώς σιωπηλοί- εκβιάζουν δημοσιογράφους και αρχές. Ο άλλος απαντά «κικιρίκου» και τον χαβά του μετά, λέει «τι γ,,,τος πρωθυπουργός είμαι», και φεύγει.
Ωραία, παίξαμε την μπλόφα μας. Το παίξαμε στο φιλότιμο, στην δημοκρατία, στην δικαιοσύνη, το παίξαμε στην αξιοπρέπεια – δεν έπιασε. Τζίφος.
Τώρα;
Υ.Γ.: Το παρόν άρθρο διαβάζεται καλύτερα αν μετά διαβάσετε κι αυτό: «Οι βάτραχοι» μετά.
Πηγή: arkoudos.com