H τελευταία τηλεμαχία πολιτικών αρχηγών ενόψει εκλογών πραγματοποιήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 2015 μεταξύ του (τότε) πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της Ν.Δ Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Έκτοτε, τίποτε.
Αυτό που θεωρείται αδιαπραγμάτευτο κατά το προεκλογικό “εθιμικό δίκαιο” σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες δεν επαναλήφθηκε στις εκλογές του 2019, με ευθύνη του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η σκοπιμότητα σαφής: ο πρόεδρος της Ν.Δ “ερχόταν με φόρα” (για να δανειστούμε την ατάκα της Πόπης Τσαπανίδου), οι δημοσκοπήσεις του έδιναν μεγάλο προβάδισμα και προοπτικής εύκολης νίκης, ο δε ΣΥΡΙΖΑ ήταν στραπατσαρισμένος από την αναμέτρηση των ευρωεκλογών και άπαντες προεξοφλούσαν πως θα περάσει με σκυμένο το κεφάλι στην αξιωματική αντιπολίτευση. Όμως, ο κ. Μητσοτάκης εκτίμησε πως δεν είχε κανένα λόγο να ξοδέψει πολιτικό κεφάλαιο σε ένα ντιμπέϊτ που εκ των πραγμάτων ενέχει τον κίνδυνο “ατυχήματος”.
Οι συνθήκες έχουν αλλάξει έκτοτε. Η αδυναμία του κ. Μητσοτάκη στις κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις με τον κ. Τσίπρα, μέχρι το 2019, έχει αμβλυνθεί σημαντικά. Η παρουσία του στο βήμα της Βουλής έχει βελτιωθεί σημαντικά, η πρωθυπουργία του δίνει έναν αέρα αυτοπεποίθησης που φαίνεται στην ρητορική του, είναι συνήθως αρκετά καλά “διαβασμένος” και, ως εκ τούτου, οι συγκρούσεις είναι πιο αμφίρροπες. Βεβαίως, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διαθέτει αναμφίβολα το επικοινωνιακό χάρισμα, τόσο στη Βουλή, όσο (μάλλον ακόμα περισσότερο) στην επαφή του με τον κόσμο, πλέον, όμως, έχοντας διατελέσει πρωθυπουργός πρέπει συχνά να δικαιολογεί ή και να απολογείται για στιγμές της θητείας του.
Θεωρητικά, με το προβάδισμα που έχει (ακόμα) η Ν.Δ στις δημοσκοπήσεις (Πρόθεση Ψήφου, Παράσταση Νίκης), ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει λόγους να αρνηθεί ένα ντιμπέϊτ των αρχηγών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, μετά, βεβαίως, από ένα αντίστοιχο όλων των πολιτικών αρχηγών. Θεωρητικά. Διότι, αυτό που δεν έκανε το 2019 -με την βεβαιότητα νίκης-, γιατί να το κάνει τώρα που η κυβέρνησή του κυνηγάει ασθμαίνοντας την αυτοδυναμία και είναι πολύ πιο ευάλωτη σε κριτική, ενώ επικρέμονται πολύ σοβαρά ζητήματα με κυρίαρχο αυτό του σκανδάλου των υποκλοπών;
Ο πρωθυπουργός (και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος) λέει “όλα στην ώρα τους”, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο μιας τηλεμαχίας. Θα το πράξει; Αβέβαιο.
Όταν, όμως, προβάλλει, όπως λέει, όχι την σύγκρουση αλλά την σύγκριση (των δύο κυβερνητικών θητειών ’15-’19 και ’19- ’23) μια τέτοια τηλεμαχία με προκαθορισμένες θεματικές ενότητες (όπως συνήθως συμβαίνει) θα προσφερόταν ακριβώς γι αυτό που επιθυμεί. Να συγκριθούν οι διακυβερνήσεις και να παρουσιαστούν τα προγράμματα. Τι πιο υγιές για μια τόσο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση μεταξύ ενός νυν και ενός πρώην πρωθυπουργού;
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επικαλείται τα δεκάδες “ντιμπέϊτ” που έχουν ήδη λάβει χώρα στο Κοινοβούλιο. Όλοι γνωρίζουν πως δεν είναι το ίδιο. Στην Βουλή ο εκάστοτε πρωθυπουργός διαθέτει την ασφάλεια της τριτομιλίας, ενίοτε, δε, κάνει την έκπληξη με την ατάκα της ημέρας, στερώντας από τον πολιτικό του αντίπαλο την δυνατότητα να απαντήσει σε πραγματικό (τηλεοπτικό) χρόνο. Ο κανονισμός της Βουλής είναι σφιχτός, καθένας, δε, από τους δύο βασικούς πολιτικούς αντιπάλους διατηρεί την ευκολία να μην απαντά επί της ουσίας στα ερωτήματα που τίθενται. Οι βουλευτές-χειροκροτητές, δε, δίνουν έναν τόνο κερκίδας που μακιγιάρει τις όποιες αδυναμίες, ακόμα και τα λάθη.
Αυτό δεν μπορεί να συμβεί εύκολα σε μία τηλεμαχία όπου κάθε δημοσιογράφος -όσο φίλα προσκείμενος κι αν είναι- θα διατυπώνει συγκεκριμένη ερώτηση επιδιώκοντας ευθεία απάντηση και όταν έχει το δικαίωμα να επανέλθει, τόσο ο ίδιος, όσο και κάποιος από τους άλλους συναδέλφους του. Οι κάμερες, δε, εστιασμένες, όπως είναι, στους δύο πολιτικούς αντιπάλους, μπορούν να ενισχύσουν τα επιχειρήματα, ή να τα αποδομήσουν. Κάθε τηλεοπτικό δευτερόλεπτο και κάθε λέξη που θα ειπωθεί αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.
Είναι, άλλωστε, γνωστό πως εκλογικές καμπάνιες ενισχύθηκαν ή κατέρρευσαν από την παρουσία ενός υποψήφιου πρωθυπουργού ή προέδρου σε ένα ντιμπέϊτ. Έχει συμβεί πολλές φορές στις ΗΠΑ, την Γαλλία, την Γερμανία και αλλού. Τα’ χει αυτά η Δημοκρατία.
Σε ένα ντιμπέϊτ, παραμονές των εκλογών της απλής αναλογικής, για παράδειγμα, ο Νίκος Ανδρουλάκης θα πρέπει να γίνει πιο σαφής σχετικά με το τι θα πράξει την επομένη της κάλπης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να δηλώσει πρόθεση σχετικά με τον πιθανό εταίρο του, το ίδιο και ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να εξηγήσει τι είναι η προοδευτική διακυβέρνηση και ποιοί θα μετέχουν σε αυτή. Πολλά ακόμα θα μπουν στο τραπέζι, όπως οι υποκλοπές. Είναι αλλιώς να απαντά ο πρωθυπουργός στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στο ερώτημα “Φλώρος;”, ή “Ανδρουλάκης;” να απαντά …”Πιτσιόρλας”, και άλλο να θέτει το ερώτημα ένας δημοσιογράφος.
Δεν είναι εύκολο. Το αντίθετο, είναι δύσκολο και ριψοκίνδυνο. Όμως οι πολίτες για να γίνουν ουσιαστικοί ψηφοφόροι πρέπει να γνωρίζουν πολλά περισσότερα απ΄ όσα διακινούν οι πηγές, τα non papers, ή οι προστατευμένες επικοινωνιακές κόντρες στη Βουλή.
Εν κατακλείδι, εάν όντως είμαστε μια πολιτικά αναπτυγμένη δυτική δημοκρατία πρέπει να διεξάγουμε εκλογές δυτικής δημοκρατίας χωρίς …βαλκανικούς αστερίσκους. Η δε αυτοπεποίθηση αποδεικνύεται στα “εκτός έδρας” παιχνίδια και όχι στα κλειστά ελεγχόμενα γήπεδα με διαιτησία.