Τι συμβαίνει με τα πέντε μεγαλύτερα μουσεία της χώρας; Γιατί 478 ακαδημαϊκοί, έγκριτοι επιστήμονες και ερευνητές από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια, μουσεία και ερευνητικά κέντρα όλου του κόσμου υπογράφουν έκκληση για να μην αλλάξει το νομικό καθεστώς του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης και του Αρχαιολογικού Μουσείο Ηρακλείου;
Με τον νέο νόμο, που κυκλοφόρησε ανεπίσημα σε δημοσιογραφικούς κύκλους τον Απρίλιο του 2022 και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση τον περασμένο Ιανουάριο για μόλις 14 μέρες, αλλάζει το νομικό καθεστώς των πέντε σημαντικότερων μουσείων της χώρας και τα μετατρέπει σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ).
Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία του υπουργείου Πολιτισμού, χαιρετίστηκε από ένα μέρος της κοινωνίας ως μια μεταρρύθμιση που θα απελευθερώσει τα μουσεία από αγκυλώσεις του παρελθόντος και θα τα καταστήσει πιο ανεξάρτητα, με διοικητική αυτονομία και εν τέλει πιο λειτουργικά, αφού δεν θα τελούν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους. Παράλληλα χάρη στην αξιοπιστία που θα κατακτηθεί χάρη στο νέο τους καθεστώς, τα μουσεία αυτά θα οδηγηθούν και σε μια άνευ προηγουμένου διεύρυνση της χρηματοδοτικής τους ικανότητας, με νέες δωρεές και χορηγίες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο νέος νόμος, δηλαδή, θα έχει θετικό αντίκτυπο και στους οικονομικούς πόρους των μουσείων, κάτι που με τη σειρά του, θα τα παρασύρει και στον εκσυγχρονισμό των δραστηριοτήτων τους, με νέες διεθνείς συνεργασίες.
Είναι όλα τόσο τόσο λαμπερά και εκσυγχρονιστικά;
Σύμφωνα με ορισμένους, τα παραπάνω ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Αρκεί να αντλήσουμε από υπαρκτά παραδείγματα, όπως το Μουσείο Ακρόπολης που λειτουργεί από την ίδρυσή του ως ΝΠΔΔ. Το Διοικητικό του Συμβούλιο (Δ.Σ.) ορίζεται με απόφαση του υπουργού Πολιτισμού σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου 3711/2008. Με απλά λόγια, αντί να θέτει αντικειμενικές προϋποθέσεις ή τυπικά, ουσιαστικά και επιστημονικά προσόντα, αφήνει την επιλογή των μελών του ΔΣ στη βούληση ενός προσώπου, εν προκειμένω του εκάστοτε υπουργού.
Κάτι παρόμοιο θα συμβεί και με τα πέντε μεγαλύτερα μουσεία της χώρας, με το σχέδιο νόμου που εισάγει το υπουργείο Πολιτισμού για τη μετατροπή τους σε ΝΠΔΔ. Όπως μας περιέγραψε η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Δέσποινα Κουτσούμπα, «η διοίκηση θα περάσει σε διορισμένα διοικητικά συμβούλια άνευ ιδιοτήτων και η διαχείριση του αρχαιολογικού πλούτου θα γίνεται από ΔΣ διορισμένα από την εκάστοτε κυβέρνηση. Άρα αντί για δημόσια μουσεία, θα είναι κυβερνητικά υποχείρια. Θα γίνει ξεκάθαρα πολιτική παρέμβαση».
Ενώ η Ένωση Αποφοίτων ΕΣΔΔΑ (Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης) -δηλαδή των ειδικών σε θέματα Δημόσιας Διοίκησης- που συμμετείχε στη δημόσια διαβούλευση για το σχέδιο νόμου επεσήμανε ότι «δυστυχώς όχι μόνο εκτοξεύει το κόστος με τον ορισμό Δ.Σ. αλλά επιπλέον ανοίγει ένα νέο πλαίσιο διοικητικής λειτουργίας, ιδιαίτερα ευάλωτο σε εξωγενείς παρεμβάσεις όπου έννοιες όπως αυτές της “xρηστής διοίκησης’”και του “dημοσίου συμφέροντος’”απλώς καταστρατηγούνται».
Τι συμβαίνει όμως σε άλλες χώρες; Ο Άγγελος Χανιώτης, kαθηγητής Αρχαίας Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Princeton, σε σχετική ομιλία του, εξήγησε ότι «στο εξωτερικό είναι συνήθης πρακτική το πρώτο ΔΣ ενός νέου οργανισμού να διορίζεται με κάποιο τρόπο, αλλά να υπάρχει αυτονόμηση και το ΔΣ να ανανεώνεται με δικές του εσωτερικές διαδικασίες».
Το κέρας της Αμάλθειας
Ο εκσυγχρονισμός των μουσείων θα μπορούσε να προσελκύσει μεγαλύτερες δωρεές, ειδικά από το εξωτερικό και ομογενείς των ΗΠΑ ή της Αυστραλίας και να αρχίσει να “βρέχει δολάρια”. Αν και σύμφωνα με τον κ. Χανιώτη «μεταπολεμικά έχουν περιοριστεί σημαντικά οι δωρεές ομογενών προς την Ελλάδα για δύο κυρίως λόγους· πρώτον, επειδή προτιμούν δωρεές εκεί. Ο δεύτερος λόγος είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης σε ελληνικούς οργανισμούς, είτε δημόσιους είτε ιδιωτικούς». Ο καθηγητής του Princeton επισημαίνει ότι «δεν αρκεί ένα Δ.Σ. για να ανοίξουν οι κρουνοί των τραπεζικών καταθέσεων. Χρειάζεται επαγγελματικό fundraising, δηλαδή κυνήγι χορηγιών, μια εξαιρετικά δύσκολη και ανταγωνιστική υπόθεση» και συμπληρώνοντας εξηγεί ότι οι αμοιβές όσων ασχολούνται επαγγελματικά με το fundraising «κυμαίνονται από εκατό χιλιάδες ως μισό εκατομμύριο δολάρια τον χρόνο ή με ποσοστό των χορηγιών που κυμαίνεται από 10 ως 60%». Ο κ. Χανιώτης υπενθυμίζει επίσης ότι η «ευεργεσία ενίοτε συνεπάγεται ένα τίμημα», δηλαδή το ενδεχόμενο να θεωρήσει κάποιος μεγαλοχορηγός ότι «η μετακλασσική εποχή, την οποία κυρίως μελετώ ως ιστορικός, δεν αποτελεί άξιο λόγου, μνήμης και προβολής κομμάτι της ελληνικής ιστορίας και να υποβαθμίσει την παρουσία της». Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η προ ετών άρνηση ενός ιδρύματος να χρηματοδοτήσει έκθεση αρχαιοτήτων των Θηβών με το επιχείρημα ότι οι Θηβαίοι εμήδισαν, όπως αναφέρει ο κ. Χανιώτης.
Σε θέματα χρηματοδότησης και οικονομικής αυτάρκειας αναφέρθηκε επίσης το ΔΠΜΣ Μουσειολογίας ΑΠΘ (Διϊδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών), με ομόφωνη απόφασή του με αφορμή το επίμαχο νομοσχέδιο και τόνισε ότι «στις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, τα κρατικά ή υπό κρατική εποπτεία μουσεία χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους σε ποσοστό πάνω από 60%-70%» και προσθέτει ότι «δεν αγνοούμε ότι εκεί και το ύψος της χρηματοδότησης είναι πολύ υψηλότερο αλλά και η μέριμνα για τα μικρά, περιφερειακά μουσεία, είναι μεγαλύτερη».
Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς
Σε άλλες χώρες όπως η Ολλανδία και η Γερμανία, η μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο και η νομοθέτηση διήρκεσαν περί τα πέντε χρόνια, χωρίς μάλιστα να απουσιάζει η απαραίτητη χρηματοοικονομική μελέτη για τη δομή και βιωσιμότητα των Μουσείων μετά την εφαρμογή του προτεινόμενου μοντέλου, σύμφωνα με την ΕΣΔΔΑ. Επιπλέον, το νομοσχέδιο που εισάγει το υπουργείο Πολιτισμού διασπά την ενότητα προστασίας των αρχαιοτήτων που επιτάσσει το Σύνταγμα, κάτι που αποτυπώνεται και στις τοποθετήσεις έγκριτων νομικών στη σελίδα δημόσιας διαβούλευσης του νόμου για τη μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ.
Η κ. Καραμανώφ, πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας και αντιπρόεδρος ΣτΕ ε.τ., επισημαίνει ότι «καταρχάς η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία δεν τεκμηριώνει την ανάγκη της» και συνεχίζει λέγοντας ότι «σε κάθε περίπτωση, η επιχειρούμενη ρήξη δημιουργεί σοβαρά συνταγματικά προβλήματα. Το Σύνταγμα ρητά επιφυλάσσει τρεις δημόσιους σκοπούς, τη στοιχειώδη και μέση παιδεία (άρθ. 16), τη χωροταξία και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας (άρθ. 24), αποκλειστικά και μόνο στο νομικό πρόσωπο του ίδιου του Κράτους, δηλαδή στα καθ’ ύλην αρμόδια υπουργεία. Όπως έχει κριθεί από το ΣτΕ, οι τρεις αυτοί δημόσιοι σκοποί δεν μπορούν να ανατίθενται όχι μόνο σε ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, αλλά ούτε σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Η κ. Καραμανώφ δίνει έμφαση και στο σκοπό των αρχαιολογικών μουσείων της χώρας που «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικός, αυτοτελής και αυτόνομος σε σχέση με τη δημόσια πολιτική διοίκησης και διαχείρισης της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς, ώστε να μπορεί να αποσπαστεί από το υπουργείο Πολιτισμού και να ανατεθεί σε αυτοτελές, ανεξάρτητο και αυτοδιοίκητο νομικό πρόσωπο».
Πλήγμα θα υποστεί και ο αναγκαίος συντονισμός μεταξύ Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και Μουσείων, όπως επισημαίνει η επίτιμη αντιπρόεδρος του ΣτΕ κ. Καραμανώφ μέσα από ένα απλό παράδειγμα: «αν για απράδειγμα προκύψει διαφωνία για τη μεταχείριση ενός αντικειμένου ή μιας συλλογής, ποιος θα έχει τον τελευταίο λόγο; Η αρμόδια επαγγελματική Διοίκηση, δηλαδή η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ή το Διοικητικό Συμβούλιο του Μουσείου στο οποίο θα ανήκει πλέον η αποφασιστική αρμοδιότητα για τη διοίκηση και διαχείριση των αντικειμένων αυτών;».
Όρκιος Ζευς
Η πρόεδρος του ΣΕΑ, κ. Κουτσούμπα δίνει μια άλλη διάσταση στο θέμα και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου με αφορμή τη Συλλογή Στερν: «νομιμοποίησε την αρχαιοκαπηλεία, κάτι που είναι παράβαση καθήκοντος. Κανένας από εμάς τους αρχαιολόγους δεν θα το έκανε και για αυτό το έκανε η ίδια η υπουργός, η οποία κρύβεται πίσω από τους νόμους περί ευθύνης υπουργών» και συνεχίζει λέγοντας ότι «μέσα από το νομοσχέδιο εισάγεται η ίδρυση παραρτημάτων στο εξωτερικό από διορισμένα ΔΣ, που θα αποφασίζουν αν κάποιες αρχαιότητες θα φύγουν και θα πάνε σε μουσεία του εξωτερικού, ακόμα και αν κάποια από αυτά είναι μουσεία αρχαιοκαπηλείας».
Η κ. Κουτσούμπα εξήγησε ότι «τα μουσεία ανήκουν σε δημόσιες υπηρεσίες επειδή οι αρχαιότητες είναι ακατάσχετη δημόσια περιουσία που ανήκει σε όλον τον ελληνικό λαό» και τόνισε ότι «οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν ορκιστεί στο Σύνταγμα επειδή διαχειρίζονται κάτι που είναι αναπαλλοτρίωτο».
Η επισκεψιμότητα των μουσείων
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο τον τελευταίο καιρό δέχεται τα βέλη των επικριτών του ως προς την εξωστρέφεια και την επισκεψιμότητά του. Συχνά το συγκρίνουν με τον «πρωταθλητή» των μουσείων της Αθήνας, το Μουσείο Ακρόπολης. Ωστόσο, το ΕΑΜ το 2009 δέχτηκε 258.139 επισκέπτες και μέσα σε μια δεκαετία κατάφερε να τους υπερδιπλασιάσει, φτάνοντας τους 608.876 επισκέπτες το 2019.
Με δεδομένο ότι ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας, προσπαθήσαμε να σχηματίσουμε μια πιο ψύχραιμη εικόνα για όσα επηρεάζουν την επισκεψιμότητα ενός μουσείου και τα κριτήρια με τα οποία επιλέγει ένας ξένος επισκέπτης τα μουσεία που θα επισκεφτεί.
Ο Αριστοτέλης Κοσκινάς, κλασικός αρχαιολόγος και διπλωματούχος ξεναγός, έχει στο ενεργητικό του 20 χρόνια εμπειρίας στις επισκέψεις μουσείων και αρχαιολογικών χώρων μαζί με γκρουπ ξένων τουριστών και ήταν διαφωτιστικός. Εξηγεί ότι «καταρχάς, ένα μεγάλο μέρος επισκεπτών δεν επιλέγουν οι ίδιοι που θα πάνε, αλλά τους το προτείνουν τα τουριστικά γραφεία», κάτι που τόνισε ότι πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη. Ο έμπειρος ξεναγός συνέχισε λέγοντας ότι «αντίστοιχα, το τουριστικό γραφείο θα προτείνει ένα μουσείο με βάση την διαφήμιση, δηλαδή τα μουσεία που διαφημίζονται πολύ, ώστε προσελκύσει τον πελάτη». Μεγάλη σημασία έχει και η θέση του μουσείου σύμφωνα με τον κ. Κοσκινά, αφού διευκρίνισε πως «μπορεί να φτιάξεις ένα φοβερό μουσείο μιάμιση ώρα μακριά από την Αθήνα, που όμως λίγοι θα επισκεφτούν». Η περίπτωση του Μουσείου Ακρόπολης είναι ειδική, τόσο λόγω θέσης «απέναντι από την Ακρόπολη, σε μια περιοχή πάρα πολύ εύκολα προσβάσιμη από συγκοινωνίες», αλλά και επειδή, όπως είπε, «είναι ένα μουσείο που έχει διαφημιστεί όσο δεν κανένα, από ελληνικά και ξένα μέσα. Δικαιολογημένα, γιατί είναι ένα πολύ εντυπωσιακό μουσείο αρχιτεκτονικά και έχει μια πολύ σημαντική συλλογή». Στην περίπτωση του Αρχαιολογικού Μουσείου, επεσήμανε ότι έχει καταφέρει να αυξήσει τους επισκέπτες του παρά τα μειονεκτήματά του, όπως το γεγονός ότι «το πλησιέστερο μετρό είναι στην Ομόνοια και τη Βικτώρια, δύσκολες περιοχές για ξένους τουρίστες».
Όσο για τις δράσεις και την εξωστρέφεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, από το 2009, τη χρονιά που ανανέωσε τις μόνιμες εκθέσεις του, μέχρι το 2022, έχει διοργανώσει 13 μεγάλες διεθνείς περιοδικές εκθέσεις, από τις οποίες τρεις ταξίδεψαν στο εξωτερικό με μεγάλη επιτυχία. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, το Μουσείο Ακρόπολης ως ΝΠΔΔ πραγματοποίησε 5 περιοδικές εκθέσεις. Τα μαθητικά εκπαιδευτικά προγράμματα του Εθνικού Αρχαιολογικού παρακολουθούν περίπου 5 χιλιάδες παιδιά κάθε χρόνο, και εκτελούνται από μόλις 2 υπαλλήλους του μουσείου, ενώ πρωτοπορεί με δράσεις όπως το «Αθέατο Μουσείο» που προβάλλει σπάνιες και άγνωστες αρχαιότητες από τις αποθήκες του.
Όπως παρατήρησαν αρχαιολόγοι που εργάζονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, τούτο το μουσείο της Αθήνας, είναι το μόνο κτίριο στο κέντρο της πόλης που δεν έχει γκράφιτι, όχι επειδή τα σβήνουν, αλλά επειδή έχει κερδίσει τον σεβασμό ακόμα και των ανήσυχων νεαρών που γεμίζουν με γκράφιτι τις γύρω πολυκατοικίες.
Η Έλη Κριθαράκη είναι διπλωματούχος ξεναγός και δημοσιογράφος
πηγή: Εποχή