Συζήτηση βάσει του άρθρου 162 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με θέμα: «Η διάβρωση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα: σκάνδαλο υποκλοπών και ελευθερία των μέσων ενημέρωσης», πραγματοποιήθηκε σήμερα στην Ολομέλεια του ΕΚ στο Στρασβούργο.
Βάσει του σχετικού άρθρου του κανονισμού, μία πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να ζητήσει τη διεξαγωγή συζήτησης για ένα θέμα επικαιρότητας ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος στην Ολομέλεια και η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εάν και το πότε θα γίνει ή όχι. Πραγματοποιείται μόνο συζήτηση επί του θέματος που έχει προταθεί και όχι ψηφοφορία επί κάποιου σχετικού ψηφίσματος.
Η συζήτηση ξεκίνησε με αρκετή καθυστέρηση, καθώς η συνεδρίαση διεκόπη όταν πολίτες από τα θεωρεία της Ευρωβουλής (εικάζεται ότι είναι κουρδικής καταγωγής), πέταξαν τρικάκια και επιχείρησαν να περάσουν το κιγκλίδωμα ασφαλείας που υπάρχει με τον κίνδυνο να πέσουν στο κενό και ειδικότερα στο χώρο που βρίσκονται τα έδρανα των ευρωβουλευτών. Οι εικόνες καταγράφηκαν και σε βίντεο που ανέβασαν στο διαδίκτυο άλλοι επισκέπτες από διπλανά θεωρεία.
Στη συζήτηση εκ μέρους της σουηδικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, το λόγο πήρε η υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της χώρας, Τζέσικα Ρόσβαλ, η οποία δήλωσε ότι «η σουηδική Προεδρία θεωρεί την προστασία των κοινών αξιών του Κράτους Δικαίου, της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως βασική προτεραιότητα του εξαμήνου» και ότι «πρέπει να υπερασπιστούμε αυτές τις αξίες και κυρίως στη σημερινή συγκυρία με τον πόλεμο στις πύλες της Ευρώπης».
«Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη έχουν κοινές ευθύνες και το καθήκον να εξασφαλίσουν ότι εκπληρώνοντας τα υψηλά πρότυπα προστασίας» που θέτουν ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και ο Γενικός Κανονισμός για την προστασία των ατομικών ελευθερίων (GDPR), είπε.
Υπογράμμισε, επίσης, ότι «τα κράτη μέλη θα πρέπει να ερευνήσουν σωστά και να καταδικάσουν οποιαδήποτε μορφή υποκλοπών και παράνομων παρακολουθήσεων» και, όπως ανέφερε, «για να αποτρέψουμε τις παραβιάσεις, το Συμβούλιο (της ΕΕ) προωθεί μία κουλτούρα μεταξύ των κρατών μελών για το Κράτος Δικαίου» και ότι «η σουηδική Προεδρία θα συνεχίσει το έργο των προηγούμενων Προεδριών και θα συνεχίσει των 6ο γύρο διάλογο για το θέμα του Κράτους Δικαίου», υπεθυμίζοντας ότι «η κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα συζητήθηκε στο πλαίσιο του διαλόγου τον Απρίλιο του 2021» και ότι «μεταξύ άλλων, η ελευθεροτυπία και η κατάσταση των δημοσιογράφων ήταν κάτι που συζητήθηκε».
«Ο διάλογος για το Κράτος Δικαίου στο Συμβούλιο θα μας βοηθήσει να ολοκληρώσουμε τον πρώτο αυτόν κύκλο του εποικοδομητικού διαλόγου και πιστεύουμε ότι αυτός ο μηχανισμός αποδίδει καρπούς» είπε και προσέθεσε ότι «θα προωθήσουμε τις διαδικασίες του άρθρου 7 για την Πολωνία και την Ουγγαρία». «Το Συμβούλιο (της ΕΕ)», προσέθεσε η κυρία Ρόσβαλ, «είναι δεσμευμένο να προωθήσει τις βασικές νομοθετικές προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι αυτή τη στιγμή, την Media Freedom Act και την οδηγία».
Επιπλέον, τόνισε ότι «η ελευθερία του Τύπου και η προστασία των δημοσιογράφων θα πρέπει να εξασφαλιστεί σε κάθε κράτος της ΕΕ», και αμέσως συμπλήρωσε: «Κάθε κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να εξασφαλίσει ότι οποιαδήποτε μορφή παράνομης παρακολούθησης διερευνάται και καταδικάζεται. Στη σημερινή και πολιτική κατάσταση, όπου αυταρχικά καθεστώτα προσπαθούν να καταπνίξουν την πολυφωνία των μέσων και τα ανεξάρτητα μέσα, εμείς θα πρέπει να υπερασπιστούμε το μοντέλο μας και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και αξίες μας. Θα πρέπει να υπάρχει ελευθερία έκφρασης και ενημέρωσης. Θα συνεχίσουμε τη δουλειά για αυτά τα δικαιώματα ούτως ώστε να ανθίσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Η επίτροπος για τις Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες, τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα και την Ένωση Κεφαλαιαγορών, Μαρέιντ Μαγκίνες, εκπροσωπώντας τον αρμόδιο επίτροπο, Ντιτιέ Ρέντερς, τόνισε ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθεί τις εξελίξεις σε ό,τι αφορά το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης για το Κράτος Δικαίου, όπως το κάνει για όλα κράτη μέλη». Ενημέρωσε, παράλληλα, την Ολομέλεια ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε την 3η έκθεση για το Κράτος Δικαίου τον Ιούνιο» και, όπως είπε, «για πρώτη φορά συμπεριείχε συστάσεις, ειδικές ανά χώρα, για όλα τα κράτη μέλη».
Αμέσως μετά, αναφέρθηκε αναλυτικά για τις συστάσεις που αφορούν την Ελλάδα και «άλλες σχετικές εξελίξεις», όπως είπε. Συγκεκριμένα, μίλησε για τις συστάσεις που αφορούν το δικαστικό σύστημα στην Ελλάδα – εμπλοκή του δικαστικού κλάδου στους διορισμούς προέδρου και αντιπροέδρου στο ανώτατο δικαστικό σύστημα, πρέπει να γίνεται «με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα για τους διορισμούς ανώτατων δικαστικών λειτουργών», διαπίστωση που έχει καταγραφεί και παλιότερα. Η 3η έκθεση για το Κράτος Δικαίου, ανέφερε, «διαπίστωσε ότι η Ελλάδα έχει υιοθετήσει κάποια μέτρα για την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, αλλά υπάρχουν διάφορες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης». Επιπλέον, είπε πως «παρότι υπάρχουν βελτιώσεις στην ψηφιοποίηση της διοίκησης της δικαιοσύνης», την ίδια ώρα, «υπάρχουν σχετικές ελλείψεις της ψηφιοποίησης της αστικής δικαιοσύνης».
Όσον αφορά το γενικότερο πλαίσιο κατά της διαφθοράς, η επίτροπος ανέφερε ότι, ενώ υποβάλλονται δηλώσεις πόθεν έσχες, «λίγες ελέγχονται» και θα πρέπει να γίνεται «συστηματική επαλήθευση της ορθότητας των στοιχείων των δηλώσεων». Επίσης, το 2021, «ένας περιορισμένος αριθμός διώξεων, όσον αφορά τη διαφθορά, διαπιστώθηκαν». Επομένως, είπε, θα πρέπει να σημειωθεί πρόοδος σε αυτό το θέμα. Και υπενθύμισε ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πάντα πρότεινε να αυξηθούν οι προσπάθειες (των κρατών μελών) να υπάρχει ένα μητρώο όσον αφορά τις διώξεις και τελεσίδικες αποφάσεις σε περιπτώσεις διαφθοράς».
Σχετικά με την ελευθεροτυπία και πολυφωνία των μέσων, η επίτροπος ανέφερε ότι η έκθεση για το Κράτος Δίκαιου μιλάει για την κατάσταση των δημοσιογράφων στην Ελλάδα και ότι «υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες λόγω του ότι πολλοί δημοσιογράφοι έχουν αντιμετωπίσει απειλές και φυσικές επιθέσεις, ενώ έχει επιδεινωθεί το επαγγελματικό τους περιβάλλον».
Επίσης, τόνισε ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει (στην έκθεση) ειδική σύσταση προς την Ελλάδα για το θέμα αυτό με στόχο να υιοθετηθεί ειδική νομοθεσία για να βελτιωθεί η φυσική ασφάλεια και περιβάλλον εργασίας των δημοσιογράφων, λαμβάνοντας υπόψιν τα ευρωπαϊκά πρότυπα για την προστασία των δημοσιογράφων». Και αμέσως προσέθεσε ότι στην ίδια έκθεση σημειώνεται ότι «η ελληνική κυβέρνηση πρόσφατα υπέγραψε ένα μνημόνιο συνεννόησης για την προστασία, ασφάλεια και ενίσχυση της δημοσιογραφίας και άλλων επαγγελμάτων ενημέρωσης μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων καθ ύλην αρμόδιων υπουργείων, καθώς και προτάσεις για νομοθετικές και μη νομοθετικές πρωτοβουλίες για να εξασφαλιστεί η προστασία των δημοσιογράφων».
Στη συνέχεια της παρέμβασής της, υπενθύμισε ότι «η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Media Freedom Act, που υιοθετήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2022, περιέχει πολλές διατάξεις για να ενισχύσουν την ελευθεροτυπία και για να προστατεύσουν τους δημοσιογράφους, άρθρα συγκεκριμένα για τις υποκλοπές και τη χρήση κακόβουλου λογισμικού από τις δημόσιες αρχές».
Όσον αφορά άλλα ζητήματα και πριν μιλήσει για το θέμα «των κακόβουλων λογισμικών και των υποκλοπών», αναφέρθηκε στις απαιτήσεις «καταγραφής ΜΚΟ και οργανώσεων των πολιτών» και ότι «αυτές οι απαιτήσεις θα πρέπει να είναι αναλογικές, καθώς πρέπει να λειτουργούν απρόσκοπτα», ενώ σχετικά με τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία, είπε ότι «θα πρέπει να βελτιωθεί η διαδικασία υιοθέτησης της νομοθεσίας, συγκεκριμένα ο χρόνος δημόσιας διαβούλευσης».
Σχετικά με το θέμα των κακόβουλων λογισμικών και των υποκλοπών, επανέλαβε ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταδικάζει σθεναρά οποιαδήποτε παράνομη πρόσβαση σε προσωπικές επικοινωνίες, είτε με παραδοσιακά μέσα είτε με κακόβουλο λογισμικό ή υποκλοπές» και ότι «έχουμε ένα ισχυρό πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων και ιδιωτική σφαίρα και πρέπει να γίνει σεβαστό».
Ενημέρωσε το Σώμα ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε νόμο για την υποκλοπή για λόγους εθνικής ασφάλειας και την καταπολέμηση του εγκλήματος». Και αμέσως είπε ότι σε ό,τι αφορά την αγορά και χρήση λογισμικού τέτοιου είδους από τις δημόσιες αρχές, «θα πρέπει να προσδιορίζονται οι συνθήκες αγοράς τέτοιου λογισμικού».
«Τους τελευταίους μήνες σημειώσαμε ότι υπάρχουν κι άλλες αναφορές για παρακολουθήσεις πολιτικών, δημοσιογράφων και στελεχών των ενόπλων δυνάμεων», είπε και προσέθεσε: «Υπάρχουν διάφορες έρευνες που τρέχουν αυτή τη στιγμή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιστεύει ότι οι εποπτικές αρχές θα χρησιμοποιήσουν όλες τις εξουσίες που έχουν για να εξετάσουν πλήρως αυτές τις υπόνοιες και τους ισχυρισμούς για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Τα άτομα θα πρέπει να ασκούν τα δικαιώματά τους για την προστασία των δεδομένων τους και της ιδιωτικής τους σφαίρα».
Τέλος, σχετικά με το δικαίωμα σε ένδικα μέσα, είπε ότι «το δικαίωμα ενημέρωσης μπορεί να υπόκειται σε καθυστερήσεις λόγω της εθνικής νομοθεσίας» και ότι «αυτό θα πρέπει να γίνεται μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας» και ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει λάβει πληροφορίες από τις ελληνικές αρχές για τις πρόσφατες εξελίξεις και θα παρακολουθεί την κατάσταση εκ του σύνεγγυς».