Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν προτίθεται να αλλάξει συνταγή για την αναχαίτιση του πληθωρισμού, παρά το γεγονός ότι αυτός καταδεικνύει έντονα σημάδια αποκλιμάκωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η συνέχιση των αυξήσεων στα επιτόκια αποτελεί το ενδεδειγμένο «όπλο» για την ΕΚΤ, η οποία ακολουθεί κατά γράμμα το οικονομικό εγχειρίδιο και όσα αυτό προβλέπει για το «φρενάρισμα» των πληθωριστικών τάσεων.
Στη συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΕΚΤ στις 2 Φεβρουαρίου, αποφασίστηκε η αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης και κυρίως δόθηκε το μήνυμα για συνέχιση αυτής της επιθετικής πολιτικής και το επόμενο διάστημα. Μιλώντας χθες στο Ευρωκοινοβούλιο η Κριστίν Λαγκάρντ φρόντισε να μην υπάρξουν παρερμηνείες για τις πραγματικές προθέσεις της Κεντρικής Τράπεζας. «Λαμβάνοντας υπόψη τις υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις σκοπεύουμε να αυξήσουμε τα επιτόκια κατά άλλες 50 μονάδες βάσης στην επόμενη συνάντησή μας τον Μάρτιο», δήλωσε η επικεφαλής της ΕΚΤ, προσθέτοντας ότι «στη συνέχεια θα αξιολογήσουμε τη μετέπειτα πορεία της νομισματικής μας πολιτικής».
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα εντός της ΕΚΤ υποδηλώνει με μάλλον έντονο τρόπο, ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα συνεχιστούν και μετά τον Μάρτιο. Η υιοθέτηση της στρατηγικής δεν βρίσκεται μόνο στα χείλη των «γερακιών», των εκπροσώπων δηλαδή του γερμανικού διευθυντηρίου και των δορυφόρων του, που συνεχίζουν να πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά φαίνεται πως την έχει ενστερνιστεί η πλειοψηφία των μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ.
Η Λαγκάρντ και τα λοιπά μέλη της ΕΚΤ γνωρίζουν πως οι αυξήσεις των επιτοκίων επιβραδύνουν περαιτέρω την ευρωπαϊκή οικονομία, ωστόσο, δεν φαίνεται να ανησυχούν ιδιαίτερα. Εκτιμούν ότι η οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου, που απέφυγε έστω οριακά και κόντρα στις προβλέψεις την ύφεση, το δ’ τρίμηνο του 2020, διαθέτει τις αντοχές και τα περιθώρια για να πιεστεί περαιτέρω. Το πεδίο διαφωνίας συνίσταται, όπως και στο παρελθόν, για το μέγεθος που θα έχουν οι αυξήσεις. Από τον Ιούλιο του 2022, όταν και ξεκίνησε ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων, έχουν γίνει πέντε κατά σειρά αυξήσεις. Με τη νέα αύξηση που έγινε τον Φεβρουάριο το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από τις Τράπεζες διαμορφώθηκε στο 2,5% και το βασικό επιτόκιο για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης έφτασε στο 3%, τα οποία είναι και τα υψηλότερα από το Νοέμβριο του 2008.
Στη μέγγενη οι δανειολήπτες
Μαζί με τις οικονομίες, βεβαίως, πιέζονται κι άλλο οι δανειολήπτες που βλέπουν την ΕΚΤ να σφίγγει κι άλλο τη θηλιά… Στη χώρα μας ήδη από τον περασμένο Ιούνιο, όταν η Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε τις «τζάμπο» αυξήσεις 0,75%, η μέση δόση ενός στεγαστικού δανείου στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 30%. Η επιβάρυνση μιας μηνιαίας δόσης από το καλοκαίρι και εντεύθεν έχει ξεπεράσει τα 160, με τα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου να βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα.
Δεν βρίσκονται υπό διογκωμένη πίεση μόνον οι δανειολήπτες στεγαστικών αλλά και οι επιχειρήσεις οι οποίες εντός λίγων μηνών ήρθαν αντιμέτωποι με μια νέα δυσμενής συνθήκη, αναφορικά με τον δανεισμό