Κάτι για την εποχή: πώς βλέπουμε πια ταινίες. Τις λίγες μέρες που έχει βγει και στα ελληνικά σινεμά, το “Tár” κάνει δύο πράγματα μαζί: αφενός πάει πάρα πολύ καλά από εισιτήρια, αφετέρου φαίνεται να δημιουργεί σε όποιον το βλέπει την ανάγκη να πάρει μια θέση, είτε πολύ θετική είτε πολύ αρνητική, υποστηρίζοντάς την έντονα στα σόσιαλ.
Κείμενο: Old Boy
email: [email protected]
Και μπορεί το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που καταπιάνεται με φαινόμενα της εποχής να συνδέεται σε ένα βαθμό με την επιθυμία των ανθρώπων να τοποθετηθούν δημόσια, από την άλλη ίσως είναι κι και αυτό με τη σειρά του ένα άλλο φαινόμενο της εποχής: το να παρακολουθούμε δηλαδή μια ταινία ή μια σειρά, στο σινεμά ή στο σπίτι, με σκοπό όχι μόνο να τη δούμε και να εισπράξουμε ό,τι είναι να εισπράξουμε ως θεατές, αλλά και προκειμένου να τοποθετηθούμε άμεσα ως ενεργοί συμμέτοχοι σε μια εν εξελίξει κουβέντα.
Διευκρινίζω ότι δεν το λέω επικριτικά, δεν το θεωρώ καθόλου κακό, είναι ωραίο οι ταινίες να μας αφορούν, να γίνονται θέματα συζήτησης, συμφωνιών και διαφωνιών, και -γιατί όχι- και ύμνων ή αναθεμάτων. Δεν ήταν, ούτως ή άλλως, πάντοτε αυτό ένα ζητούμενο; Θα ήταν πιο φυσιολογικό να βλέπεις κάτι και να σωπαίνεις μετά, σαν να μην το είδες ποτέ, σαν να μην σου προξένησε συναισθήματα ή προβληματισμούς; Σε καμία περίπτωση, απλά η διαφορά ενδεχομένως είναι ότι ίσως πια δεν βλέπεις μια ταινία και βλέποντάς την σου γεννιέται η επιθυμία να τη σχολιάσεις, αλλά ότι ξεκινάς να τη δεις ακριβώς για να μπορέσεις να μιλήσεις μετά. Είπες εσύ τη γνώμη σου Τοντ Φιλντ, σε άκουσα υπομονετικά -ή μη- επί 158 λεπτά, να μιλήσω κι εγώ λίγο τώρα, ε; Ξαναλέω όμως, κανένα πρόβλημα, μια χαρά.
Κάτι για την εποχή: πώς βλέπουμε πια τους άλλους θεατές σε μια κινηματογραφική προβολή. Το “Tár” έχει μόλις ξεκινήσει, δυο μάλλον σχετικά νέας ηλικίας άνθρωποι μπαίνουν στη σκοτεινή αίθουσα, με ανοιχτό τον φακό του κινητού, για να βρουν θέση ή κάποιον φίλο τους, προφανέστατα και ενοχλούν πολύ, ένας όμως μεγαλύτερης -αν κρίνω από τη φωνή του- άντρας αρχίζει να φωνάζει τόσο αμέσως, τόσο δυνατά και τόσο άγρια: «Τον φακό! Σβήσε τον φακό, σβήσε τον φακό!», λες και η φωνή ενοχλεί λιγότερο απ’ το φως, που δεν ξέρω αν πρόκειται για δύο διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους νοοτροπίες, ή για δύο εξίσου αντικοινωνικές και εξίσου ατομοκεντρικές νοοτροπίες, για εκδηλώσεις τελικά της ίδιας περιφρόνησης απέναντι στη συλλογική εμπειρία της παρακολούθησης μιας ταινίας σε έναν κινηματογράφο. Σαν το σκοτάδι αλλά και η ησυχία της κινηματογραφικής αίθουσας να μην είναι ένας χώρος που οφείλουμε να τιθασεύσουμε τα θέλω μας και τις ανάγκες μας, αλλά ένας χώρος κι ένα πλαίσιο όπου βγάλαμε τον ατομικισμό μας βόλτα. Και όχι, στο συγκεκριμένο θέμα κανένα «μια χαρά».
Κάτι για την εποχή: πώς βλέπουμε πια τα χρόνια του κόβιντ. Προτού μπούμε σε αυτό καθαυτό το θέμα του “Tár”, τελευταία γενικότερη παρατήρηση, πάνω σε κάτι που μνημονεύεται εντελώς παρενθετικά στην ταινία. Η (σε μια ακόμα μεγάλη ερμηνεία) Κέιτ Μπλάνσετ, που υποδύεται τη συνθέτη και μαέστρο της Φιλαρμονικής του Βερολίνου Λίντια Ταρ, θα πει στην ορχήστρα της κάτι του στυλ, ότι περάσαμε την πανδημία και τώρα πια όλα έχουν επιστρέψει στις θέσεις τους και μπορούμε να κάνουμε κανονικά πρόβες αλλά και ζωντανές συναυλίες.
Δεν αμφιβάλλω ότι θα γυριστούν έργα που θα ασχολούνται άμεσα με τα χρόνια της έξαρσης της πανδημίας και της συνθήκης των λοκντάουν, αλλά και ότι εμμέσως αυτή η παγκόσμια τραυματική εμπειρία θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για δημιουργία. Καθώς όμως έχουμε μπει στη μετακόβιντ εποχή, ίσως το “Tár” είναι ένα καλό παράδειγμα μιας ευρύτερης οπτικής: και να το μνημονεύσουμε, θα το μνημονεύσουμε ως μια ανωμαλία που αφήνουμε πίσω μας, πρόκειται δηλαδή για μια ανωμαλία που θέλουμε να απωθήσουμε, να ξεχάσουμε, να μην μιλάμε για αυτήν, να μην την αναπαραστήσουμε στις ταινίες μας αν δεν είναι απολύτως αναγκαίο, θέλουμε να επιστρέψουμε στα πάθη και τις ιστορίες που απασχολούσαν τους ανθρώπους και τις κοινωνίες σε αυτό που λέγεται «κανονική ζωή».
Κάτι για την εποχή: πώς βλέπουμε πια τις προσβολές. Επιστρέφοντας στην ανωτέρω διαμάχη με τον φακό, την κάνει ακόμα περισσότερο ειρωνική το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια μιας εξαιρετικά σύντομης αρχικής σκηνής και αμέσως μετά πέφτουν οι τίτλοι της αρχής. Που είναι όμως σαν τίτλοι τέλους. Αρχίζουμε δηλαδή και παρακολουθούμε τα credits με όλους τους συντελεστές. Πρόκειται άραγε μόνο για μια έμπρακτη ένδειξη αναγνώρισης της συμμετοχής όλων σε ένα κινηματογραφικό πρότζεκτ; Μπορεί και να είναι μια υπέροχη χειρονομία προς κάθε συντελεστή να βλέπει το όνομά του να εμφανίζεται στην οθόνη πριν φύγουν οι θεατές, δεν είναι όμως καθόλου συνήθης, διαρκεί αρκετά και ξενίζει.
Ταυτόχρονα οι τίτλοι έχουν ως μουσική υπόκρουση ένα τραγούδι με ήχους που επίσης ξενίζουν. Λίγο μετά θα πληροφορηθούμε ότι όταν η Λίντια Ταρ πήρε το διδακτορικό της μουσικολογίας απ’ το Χάρβαρντ πέρασε πέντε χρόνια στο ανατολικό Περού, μελετώντας τη μουσική μιας φυλής ιθαγενών πληθυσμών του Αμαζονίου. Μοιάζει να έχει τέτοιες αναφορές το τραγούδι των τίτλων. Στα δικά μου αυτιά, είναι μια μουσική, ένα ηχόχρωμα, ένας ολόκληρος μουσικός κόσμος που, εκτός από ξένα, μου είναι και οριακά ενοχλητικά. Οριακά ενοχλητική όμως η μουσική ενός άλλου κόσμου; Και υπαινίσσομαι ότι τόσο η μία χειρονομία όσο και η άλλη, τόσο η παράθεση των ονομάτων όλων των συντελεστών απ’ την αρχή, όσο και η συνοδεία της με τη συγκεκριμένη μουσική, μπορεί και να μην αποτελούν ενέργειες συμπερίληψης, αλλά προβοκάτσιες που επιχειρούν να ξεβολέψουν μέρος του κοινού προτού καν η ταινία αρχίσει;
Ειδικά στο σκέλος της μουσικής να ζητήσω συγγνώμη αν προσβάλλω κανέναν ή αν η παρατήρησή μου δεν είναι πολιτικά ορθή, αν όχι και κρυφορατσιστική. Αν και θα επανέλθω πιο κάτω στο γενικότερο ζήτημα, να αναρωτηθώ την ίδια ώρα φωναχτά: καιροφυλακτεί όντως σε τέτοιο βαθμό εκεί έξω μια ευαισθησία έτοιμη ανά πάσα στιγμή να θιχτεί, είναι όντως σπαρμένες σε τέτοια πυκνότητα οι νάρκες των ενδεχόμενων προσβολών; Μήπως το μεγαλοποιούμε το πράγμα; Μήπως δεν είναι κι αυτή με τη σειρά της μια υπερευαισθησία για τις υποτιθέμενες ευαισθησίες των άλλων, μήπως όλοι όσοι τσινάμε προκαταβολικά με τις πιθανές προσβολές, εκείνο που κάνουμε είναι να προβάλλουμε μια δική μας προσβολή;
Τι ακολουθεί τους τίτλους αρχής; Μια συνέντευξη – παρουσίαση της Ταρ σε μια κατάμεστη αίθουσα. Η συνέντευξη διαρκεί με τη σειρά της πολύ, βομβαρδιζόμαστε με πληροφορίες για την Ταρ, τα πλάνα είναι επιτηδευμένα αδιάφορα, είναι σαν να παρακολουθούμε πραγματικά μια συνέντευξη – παρουσίασή της. Όχι, δεν μπορεί να είναι τυχαία όλα αυτά, στην πιο επιεική εκδοχή ο Φιλντ δεν προσπαθεί να καλοπιάσει τον θεατή του, δεν αγχώνεται μην τυχόν και τον αποξενώσει απ’ την αρχή, φροντίζει να τον θέσει από την αρχή σε μια απόσταση.
Τι μαθαίνουμε από την παρουσίαση; Πως η Λίντια Ταρ είναι στον τομέα της στην κορυφή του κόσμου. Στην κορυφή του παιχνιδιού. Νικήτρια όλων των μεγάλων βραβείων, πρώτη γυναίκα μαέστρος της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, απολαμβάνει καθολικής καταξίωσης, η αυτοβιογραφία της είναι έτοιμη να κυκλοφορήσει. Με τις ερωτήσεις μπαίνει το ζήτημα του φύλου, της αποθέωσης της σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Απαντά όχι μόνο ότι το δικό της φύλο δεν μπήκε ποτέ εμπόδιο για να φτάσει στην κορυφή, αλλά και αναφέροντας άλλα παραδείγματα ομοτέχνών της, είναι σαν να μιλά πια για μια αξιοκρατία τυφλή από οτιδήποτε έχει να κάνει με χαρακτηριστικά φύλου.
Αναγνωρίζει ταυτόχρονα πόσο δύσκολο ήταν για προηγούμενες γενιές γυναικών. Κι ενώ στα λεγόμενά της δεν απουσιάζει η σύνδεση ανάμεσα στη μία πληροφορία και την άλλη, είναι σαν να βάζει ένα τέρμα. Είναι σαν να υπαινίσσεται -ή να μην καταλαβαίνει τι υπαινίσσεται- ότι η ιστορική εξέλιξη τελείωσε. Το ότι όμως κάτι που ήταν άδικο χθες δεν είναι πια σήμερα, δεν σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν άλλες αδικίες σήμερα, άλλες προκαταλήψεις, άλλα εμπόδια που απλά δεν την αφορούν; Oι καιροί αλλάζουν, οι καιροί τώρα είναι εντάξει για αυτήν, αυτή είναι τώρα στην κορυφή των προνομίων, άρα; Όταν έχεις δημιουργήσει πριν δώδεκα χρόνια ένα ίδρυμα υποτροφιών, με στόχο να δίνει ευκαιρίες σε γυναίκες μαέστρους και μετά ρίχνεις την ιδέα στον βασικό χορηγό, μήπως να μην το περιορίζουμε σε γυναίκες πια, όχι όμως για να συμπεριλάβουμε τυχόν άλλες μη προνομιούχες κοινωνικές κατηγορίες, αλλά πρακτικά για να ξαναπάμε στην υποτροφία σε όποιον έχει ταλέντο, τι ακριβώς πρεσβεύεις ως κοσμοθεωρία; Ότι η ιστορία τελείωσε και πρέπει να την πάμε προς τα πού; Πίσω στον ιδεατό κόσμο της σκέτης αξιοκρατίας και της τυπικής ισότητας;
Σιγά μην μπορούμε να ορίσουμε εμείς προς τα πού θα πάει η εποχή. Κι όταν φτάνει στη σκηνή ο εκπρόσωπος όλων των identity politics και της woke κουλτούρας, εκείνος που του είναι αδύνατο να πάρει τη μουσική του Μπαχ σοβαρά, γιατί έκανε είκοσι παιδιά κι άρα ήταν μισογύνης, εκείνος που θέλει αντί για cis ετεροφυλόφιλους λευκούς άνδρες να ασχοληθεί με μουσικές άλλων, γιατί είναι BIPOC pangender person, είναι ένα μη λευκό παμφυλετικό πρόσωπο, είναι άραγε μια τραβηγμένη στα άκρα καρικατούρα ή πράγματι μιλά έγκυρα εξ ονόματος πολλών;
Ο Τοντ Φιλντ παρουσιάζει δίκαια έναν εκπρόσωπο αυτής της πλευράς ή φτιάχνει έναν αχυράνθρωπο ώστε να μας κάνει να φρικάρουμε; Ή μήπως φρικάρουμε όσοι ηλικιακά, ιδεολογικά ή και σε συνδυασμό και των δύο δεν μπορούμε να ακούμε τέτοια χωρίς να θέλουμε να βγούμε στην πανσέληνο και να ουρλιάξουμε σαν λύκοι, πριν καταλήξουμε σε κάποιο ίδρυμα; Είναι όμως σωστό να ψυχιατρικοποιώ; Αυτό που μόλις είπα δεν είναι προβλητικό για τους ανθρώπους με προβλήματα ψυχικής υγείας; Δεν στιγματίζει τόσο τους ίδιους, όσο και τα ιδρύματα;
Και επίσης, εντάξει, εδώ η παρομοίωση δεν προσβάλλει ευθέως τους λύκους, αλλά μήπως τους κοιτά στερεοτυπικά και με ματιά ανθρωποκεντρική, ενώ είναι εξαίσια ζώα, όχι φτιαγμένα για το ανθρώπινο βλέμμα, ετεροφυλόφιλων λευκών cis ανδρών ή όχι; Ξανά λοιπόν: μήπως στήνουμε μόνοι μας στο μυαλό μας υπερευαίσθητα φαντάσματα ή η τρέλα (ή όποια είναι η πολιτικά ορθή λέξη για την τρέλα) είναι παρούσα; ‘Η μήπως αντιθέτως δεν είναι τρέλα είναι η λογική που επαναφέρει τα πράγματα στη θέση τους; Ή μήπως είναι πράγματα που καμιά φορά μπορεί να ξεφεύγουν, αλλά τραβώντας τα προς το άλλο άκρο, καταφέρνουν να εξισορροπούν μερικώς παγιωμένες και κυρίαρχες ακρότητες, αδικίες, ανισότητες και προκαταλήψεις που εκπαιδευτήκαμε να μας φαίνονται κανονικές; Δεν θα το λύσουμε εδώ, πάμε παρακάτω.
Δυο διαφορετικές διακρίσεις: καλλιτέχνης – άνθρωπος και καλλιτέχνης – καριερίστας. Το να είσαι ψυχή τε και σώματι και φουλ εγωκεντρικά αφιερωμένος στο έργο σου, χωρίς ταυτόχρονα να είσαι και «καλός» ή συμπαθητικός άνθρωπος είναι ένα πράγμα, μια διάκριση. Το να είσαι όμως αφιερωμένος, παράλληλα με το έργο σου, ψυχή τε και σώματι αφιερωμένος και στην καριέρα σου, είναι κάτι άλλο, όσο και αν σε ένα βαθμό ενδεχομένως συνδέεται η μία αφοσίωση με την άλλη και η καριέρα με το έργο. Η αφοσίωση στο έργο σε ρίχνει μονομανώς σε έναν κόσμο που το ζητούμενό σου είναι αυτό που κάνεις. Αν ισοπεδώνεις άλλους για να το κάνεις, μπορεί να είσαι κάθαρμα, μπορεί ξέρω γω να μην ασχολείσαι με τα παιδιά σου, να χρησιμοποιείς τους φίλους σου κλπ, αλλά πάντως το θέμα σου είναι αυτό.
Όταν όμως εκτός από αυτό και δίπλα με αυτό είσαι αφοσιωμένος στο πρότζεκτ της καριέρας σου και του στάτους σου και στο λάιφ στάιλ που το στάτους και η καριέρα συνεπάγονται, τότε πρόκειται για άλλης τάξης θέμα. Είναι λοιπόν ένα πράγμα ο διαχωρισμός έργου και καλλιτέχνη ή με άλλα λόγια καλλιτέχνη και ανθρώπου και ένα διαφορετικό ο διαχωρισμός καλλιτέχνη και καριερίστα. Στη δεύτερη περίπτωση, μαζί με την ικανότητά σου και το ταλέντο σου κλπ, πρέπει να επιδίδεσαι σε πολιτικές, σε χειρισμούς και μανούβρες: δεν συνομιλείς και δεν λογοδοτείς μόνο στη μουσική του Μπαχ, αλλά και σε παιχνίδια εξουσίας. Όλα τα επιτεύγματα της Λίντια Ταρ που είχαμε ακούσει να παρατίθενται στην αρχή στη συνέντευξη, όλο το βιογραφικό της Ταρ και της κάθε σαν την Ταρ, που δεν αντιπροσωπεύει απλά μια ζωή αλλά σε μεγάλο βαθμό γίνεται και η ζωή, το βιογραφικό δίπλα στην τέχνη ή το έργο, η τέχνη και το έργο του να χτίζεις βιογραφικό. Δεν είναι απατεώνας η Λίντια Ταρ, δικαίως βρίσκεται εκεί που βρίσκεται, αλλά ίσως κάθε άνθρωπος που φτάνει δίκαια στην κορυφή του τομέα του πρέπει να αφοσιωθεί και στο κομμάτι των παιχνιδιών εξουσίας, καθώς δεν πρόκειται να φτάσει εκεί μόνο με τη σκέτη αξία του.
Και μια τρίτη διάκριση: το πώς φτάνεις στην εξουσία με το πώς την ασκείς. Κι αν η προηγούμενη ήταν μια διάκριση μεταξύ συνδεδεμένων μεν, διαφορετικών πραγμάτων δε, μια άλλη διάκριση μεταξύ συνδεδεμένων αλλά διαφορετικών μεταξύ τους πραγμάτων, είναι το πώς παίζεις το παιχνίδι για να βρίσκεσαι στον αφρό και να έχεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εξουσία και το πώς ασκείς από εκεί και πέρα την εξουσία, τι είδους χρήση ή κατάχρηση της κάνεις.
Η Ταρ θα πει στον φοιτητή της ότι οι ερωτήσεις εμπλέκουν τον ακροατή ενός μουσικού έργου πολύ περισσότερο από τις απαντήσεις. O Τοντ Φιλντ εφαρμόζει πλήρως το θεώρημα για τους θεατές του “Tár”. Έχει γραφτεί κατά κόρον και σωστά ότι ο Φιλντ αφήνει πολλά που δεν μας τα δείχνει, αφήνοντάς μας να συμπληρώσουμε μόνοι μας τα κενά. Δεν μπορώ να πω ότι έχω πειστεί πως έχει δομήσει αριστοτεχνικά το σενάριό του, δεν έχω αποφασίσει τι ποσοστό της απόφασης του να κινηθεί σε ένα γκρίζο πεδίο αποτελεί εντός εισαγωγικών (αν και θεμιτότατη σε κάθε περίπτωση καλλιτεχνικά) ζαβολιά ή, αντίθετα, πραγματικά κατασταλαγμένη και κατακτημένη μετά από μεγάλο βάσανο δημιουργική θέση. Πιθανότα ως σίγουρα χρειάζεται τουλάχιστον μια δεύτερη παρακολούθηση της ταινίας για να φτάσει κανείς πιο κοντά σε ένα συμπέρασμα.
Από την άλλη είναι και προφανές, ότι και επιμέρους ζαβολιές να μετέρχεται, σε καμία περίπτωση το “Tár” δεν είναι συνολικά μια ζαβολιά. Είναι σαφώς και ένα έργο που δεν είναι φτιαγμένο στην τύχη και σαφώς ένα έργο που συνειδητά αφήνει χώρο για διαφορετικές αναγνώσεις. Βάζω ένα όριο στις διαφορετικές αναγνώσεις μόνο στο εξής: εισηγούμαι να θεσπιστεί ως ιδιώνυμο αδίκημα για τους θεατές εκείνους που μπορούν να πουν για κάθε ταινία: «Μα συμβαίνει στο μυαλό του ήρωα/ηρωίδας». Πραγματικά δηλαδή είμαι σίγουρος ότι με λίγη καλή θέληση αυτό μπορεί να το ισχυριστεί κανείς για οτιδήποτε έχει γυριστεί ποτέ, από τον «Νονό» ως την «Υπολοχαγό Νατάσα».
Από εκεί και πέρα προβλήματα υπάρχουν, το στοιχείο θρίλερ και το όποιο μεταφυσικό στοιχείο για μένα δεν λειτουργούν καθόλου, η ταινία έχει διάφορα φλύαρα σημεία, η πιο αβανταδόρικη σκηνή της μοιάζει ελάχιστα αληθοφανής, δεν είναι κατ’ εμέ μια σεναριακή αλλά και συνολικά κινηματογραφική κατασκευή στην οποία όλα είναι μελετημένα και όλα λειτουργούν στην εντέλεια. Επίσης το τόσο ακατάσχετο name dropping λειτουργεί ψαρωτικά και αποστασιοποιητικά: πάρα πολύς λόγος για μεγάλους μουσικούς, πολύ λίγη ποσοτικά μεγάλη μουσική. Από την άλλη, έχει ένα φινάλε που μου αρέσει πάρα πάρα πολύ, ένα φινάλε που έρχεται να κλείσει υποδειγματικά το ούτως ή άλλως εξαιρετικό τελευταίο κεφάλαιο του φιλμ.
Παρόλα πάντως τα γκρίζα και αμφιλεγόμενα σημεία, αν σημειώσουμε το τελικό σκορ, θα δούμε -ή εν πάση περιπτώσει αυτή είναι η δική μου ανάγνωση- ότι όσα λέει το “Tár” δεν τα λες ακριβώς αντιδημοφιλή ή αιρετικά: Cancel culture κακή – MeToo καλό. Η τόση πολύ woke υπερβολή καταντά ανιστόρητη αν όχι και απωθητική – Αλλά και η τόσο μεγάλη κατάχρηση των προνομίων ασυγχώρητη. Η Ιστορία και τα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού είναι τραγελαφικό να σβήσουν – Αλλά και η Ιστορία δεν είναι κάτι που έχει τελειώσει, η Ιστορία είναι σε διαρκή εξέλιξη.
Και εν πάση περιπτώσει, όσο κι αν έχει αναδυθεί η σημασία του ζητήματος των ταυτοτήτων, το ζήτημα της εξουσίας είναι διαχρονικά επίκαιρο και καίριο. Κι αν η κουλτούρα της ακύρωσης είναι με τη σειρά της μια μορφή εξουσίας. Εξουσία δεν έχει μόνο η Λίντια Ταρ, όποια εξουσία έχουν πάνω της οι άλλοι θα την ασκήσουν. Ποια είναι η χειρότερη εξουσία; Εκείνη που ασκούν πάνω σου οι άνθρωποι που πλήγωσες; Εκείνη που τη χρησιμοποιείς ως μέσο για τη σεξουαλική ή ερωτική σου δίψα, για το παιχνίδι της σαγήνης και της κατάκτησης. Κι αν η κουλτούρα της ματαίωσης είναι πολύ τρομακτικό και ταυτόχρονα και εξουσιαστικό παιχνίδι, δεν ισχύει επίσης ταυτόχρονα ότι άνθρωποι πανίσχυροι που ένιωθαν στο απυρόβλητο και ανέγγιχτοι με το σύνηθες θεσμικό οπλοστάσιο είδαν τον κόσμο τους να γκρεμίζεται, ακριβώς επειδή απέναντί τους βρέθηκε μια αντίρροπη εξουσία;
Όχι ενθουσιώδες, αλλά τελικά ναι για το “Tár”, ενθουσιώδες και πολύ μεγάλο ναι για το ότι ο κόσμος ξαναπηγαίνει σινεμά, να είναι πίσω μας ως παρένθεση ο κόβιντ, να ξαναβλέπουμε με χαρά πάλι κόσμο στα σινεμά, ακόμα κι αν τσακωνόμαστε για φακούς, για όποιο λόγο κι αν γίνονται οι ταινίες διακύβευμα και αιτία έντονων διαφωνιών μετά στα σόσιαλ και τις συζητήσεις ωραίο πράγμα είναι, παραγωγικό είναι να τσακώνεσαι για ταινίες, τουλάχιστον εκεί τα στρατόπεδα δεν είναι σχηματισμένα από πριν, τουλάχιστον εκεί είναι πολύ πιθανότερο να πεις αυθεντικά αυτό που σκέφτηκες, αυτό που ένιωσες, αυτό που σου συνέβη.
Πηγή: elculture.gr