Tο Δημόσιο στην έφεση του χαρακτηρίζει αναπόδεικτο τον ισχυρισμό πως η έλλειψη εντολής εκκένωσης «θα μπορούσε χρονικά και τεχνικά να πραγματοποιηθεί και να ολοκληρωθεί με ασφαλή και αίσια κατάληξη για τους κατοίκους».
Με τη δίκη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών για τη φονική πυρκαγιά το καλοκαίρι του 2018 να βρίσκεται σε εξέλιξη, το Δημόσιο, μέσω του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, άσκησε έφεση σε απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία είχε επιδικασθεί χρηματική αποζημίωση ύψους 300.000 ευρώ λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς μιας 77χρονης γυναίκας θύματος της πύρινης λαίλαπας που χάθηκαν στην Ανατολική Αττική (Ραφήνα- Νέο Βουτζά -Μάτι) 104 συνάνθρωποι μας.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας με την υπ’ αριθμόν 17030/2022 απόφαση του 29ου Τμήματος είχε αναγνωρίσει ευθύνη του Δημοσίου που συνδέεται με τον θάνατο του θύματος και επιδίκασε χρηματική αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς μιας 77χρονης γυναίκας – θύματος ύψους 300.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο θάνατος της γυναίκας συνδέεται αιτιωδώς με την παράλειψη των αρμοδίων οργάνων του Πυροσβεστικού Σώματος τα οποία όφειλαν να εισηγηθούν την εκκένωση της περιοχής στα αρμόδια όργανα της περιφέρειας και του Δήμου.
Ωστόσο το Δημόσιο στην έφεσή του επικαλείται 6 λόγους και μεταξύ των άλλων, το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα του περί έκδοσης προδικαστικής απόφασης με σκοπό τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης καθώς υποστηρίζει ότι προέκυψαν ζητήματα για τα οποία απαιτούνται ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Μερικά από αυτά τα ζητήματα τα οποία κατά πληροφορίες επικαλείται το δημόσιο είναι η «αιφνίδια μεταβολή του καιρού», η «σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο», η «αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του ένδικου δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών», η «αντικειμενική αδυναμία κατάσβεσης του πύρινου μετώπου από τις εναέριες και επίγειες δυνάμεις λόγω της έντασης και του μεγέθους (πλάτους, ύψους) της πυρκαγιάς».
Αναφέρει επίσης το Δημόσιο ότι «κακώς το Διοικητικό Πρωτοδικείο δέχθηκε τον αναπόδεικτο ισχυρισμό των αντιδίκων ότι η έλλειψη εισήγησης για εκκένωση προκάλεσε το ένδικο τραγικό αποτέλεσμα», αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι τυχόν εισήγηση του ΠΣ για οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των κατοίκων θα μπορούσε χρονικά και τεχνικά να πραγματοποιηθεί και να ολοκληρωθεί πριν την έλευση του θερμικού κύματος που προηγείτο της φωτιάς, δηλαδή με ασφαλή και αίσια κατάληξη για τους κατοίκους».
Το Δημόσιο αναφέρει ότι ακόμα και αν το ΠΣ εισηγείτο την εκκένωση των πολιτών, δεν είναι βέβαιο ότι θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς, επισημαίνοντας ότι «είναι βέβαιο ότι και στην περίπτωση αυτή τα κρατικά όργανα θα κατηγορούνταν για την εκκένωση, όπως σήμερα κατηγορούνται για την μη κένωση. Δεν είχε υλοποιηθεί το σύστημα ειδοποιήσεις το 112, οι οδοί εντός και πέριξ των οικισμών είναι μικροί και δαιδαλώδεις (χωρίς ρυμοτομία και με αδιέξοδα). Παράλληλα, το Δημόσιο επικαλείται ότι εκ μέρους του Δημοσίου υπήρξε ενημέρωση προς τους φορείς και τους πολίτες τόσο για τον επικείμενο κίνδυνο (δελτίο τύπου ΓΓΠΠ της 22.07.2018) όσο και για τα μέτρα αντιμετώπισης του (οδηγίες δημοσιευμένες μέσω της ιστοσελίδας civilprotection και των ΜΜΕ) τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν ακολουθήθηκαν, όπως η οδηγία «μην εγκαταλείπετε το κτίριο εκτός αν η διαφυγή σας είναι πλήρως εξασφαλισμένη».
Σε δήλωση του ο πληρεξούσιος δικηγόρος της οικογένειας, Δημήτρης Σκύφτας, αναφέρει ότι το Δημόσιο ως εκ του νόμου έχει υποχρέωση ήγειρε έφεση κατά την αποζημιωτικής απόφασης και τονίζει: «Στο εφετήριό του το ελληνικό Δημόσιο, πέραν των νομικών λόγων, επαναλαμβάνει τη θέση του ότι τα θύματα έχουν ποσοστό συνυπαιτιότητας λόγω της μη πληροφόρησής τους από τα ΜΜΕ ή από το διαδίκτυο (site πολιτικής προστασίας) για το πώς να αυτοπροστατευθούν.
Παράλληλα όπως αναφέρει, το ελληνικό δημόσιο επικαλείται εκ νέου στην «άναρχη» δόμηση της περιοχής και στην ύπαρξη αυθαιρέτων, καίτοι αυτά ήταν γνωστά στις Αρχές και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε κανένα ζήτημα αυθαιρέτου κτίσματος.
«Τέλος, κατά το ελληνικό δημόσιο, η επιδικασθείσα αποζημίωση από το Δικαστήριο, κρίνεται υπερβολική και επικουρικά ζητά τη μείωσή της. Σημειώνω ότι η υπόθεση αυτή δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα προς εκδίκαση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου» καταλήγει ο δικηγόρος.