Δύο ταινίες, υποψήφιες για Όσκαρ, «Τα Πνεύματα του Ινίσεριν», του Μάρτιν ΜακΝτόνα, που χτυπούν εννέα χρυσά αγαλματίδια και «Γυναικείες Κουβέντες», της Σάρα Πόλεϊ, μπορούν να βρουν απόψε οι κινηματογραφόφιλοι ανάμεσα στις οχτώ νέες ταινίες.
Έτσι κι ενώ καραδοκεί το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας, όπου πάντα παρουσιάζεται μία πτώση εισιτηρίων, ακόμη έξι ταινίες διεκδικούν το κοινό, με το ντοκιμαντέρ «Το Πιο Όμορφο Αγόρι του Κόσμου» να ξεχωρίζει.
Τα Πνεύματα του Ινίσεριν
(“The Banshees of Inisherin”) Δραματική ταινία, βρετανικής και αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Μάρτιν ΜακΝτόνα, με τους Κόλιν Φάρελ, Μπρένταν Κλίσον, Κέρι Κόντον, Πατ Σορτ, Γκάρι Λίντον κα.
Ο Ιρλανδός Μάρτιν ΜακΝτόνα είναι από τους σκηνοθέτες που αξίζει η αναμονή για τις ταινίες του. Πριν από πέντε χρόνια μάς χάρισε το εξαιρετικό «Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» με την εκπληκτική Φράνσις ΜακΝτόρμαντ και τον ακόμη καλύτερο, Σαμ Ρόκγουελ. Τώρα, μας παρουσιάζει την ιλαροτραγωδία «Τα Πνεύματα του Ινίσεριν», με τους Κόλιν Φάρελ και Μπρένταν Κλίσον, που επανένωσε ως πρωταγωνιστικό ζευγάρι, από το μακρινό 2008 και το δικό του φιλμ «Αποστολή στη Μπριζ».
Στην τελευταία του ταινία, υποψήφια για εννέα Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α και Β Ανδρικού Ρόλου, Β Γυναικείου Ρόλου, Πρωτότυπου Σεναρίου, Μοντάζ και Πρωτότυπης Μουσικής), σχοινοβατεί ανάμεσα στη λαϊκή κωμωδία, στο υπαρξιακό δράμα και στην παραδοσιακή ιρλανδική κουλτούρα, δημιουργώντας ένα προσωπικό ύφος, πάντα, λοξής ματιάς, φτιάχνοντας ένα ιδιότυπο πορτρέτο μίας μικρής σχετικά απομονωμένης κοινότητας και μέσα από αυτό εξερευνά την ψυχολογία ενός λαού, που η φουρτουνιασμένη παγωμένη θάλασσα αδυνατεί να σβήσει τη φλόγα που έχει μέσα του.
Η ιστορία, τοποθετημένη, πριν από έναν αιώνα, σε ένα φανταστικό απομονωμένο νησί, το Ινίσεριν, κοντά στις ακτές της Ιρλανδίας, ξεκινά από την απόφαση του Κολμ να διακόψει τις σχέσεις του με τον αλαφροΐσκιωτο στενό φίλο του Πάντρικ, που δεν μπορεί να το χωνέψει και θα αρχίσει να αναζητά τον λόγο της απόφασης αυτής. Ο Κολμ, αποφασισμένος, του λέει ότι δεν θέλει να χάνει τον χρόνο του με άσκοπες κουβέντες, προτιμώντας να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του συνθέτοντας μουσική, θέλοντας να αφήσει πίσω του κάτι για το οποίο θα τον θυμούνται. Μάλιστα, φτάνοντας στα άκρα, θα τον απειλήσει ότι κάθε φορά που τον πλησιάζει για να του μιλήσει ή να τον πείσει να τα ξαναβρούν, αυτός θα κόβει με ένα κλαδευτήρι ένα δάχτυλο του χεριού του, μια απειλή που θα κάνει πράξη. Μία κίνηση που θα αναστατώσει ολόκληρο το χωριό και θα επηρεάσει καθοριστικά τη ζωή των κεντρικών ηρώων.
Το φιλμ, ξεκινά απολαυστικά, ως μία κατάμαυρη σαρδόνια κωμωδία, χτίζει μεθοδικά την ατμόσφαιρα ενός χωριού, των ανθρώπων του, τις προκαταλήψεις και τα μικρά και ταπεινά ένστικτα που στοιχειώνουν τη ζωή τους, ενώ την ίδια στιγμή απέναντι, όχι και τόσο μακριά, μαίνεται ένας αιματηρός εμφύλιος. Αυτός όμως εστιάζει σε έναν διαφορετικό εμφύλιο, δυο πεισματάρηδων και πληγωμένων ανθρώπων, που δείχνουν αιχμάλωτοι του εγωισμού τους και του αγύριστου μυαλού τους. Έναν μικρό εμφύλιο, που μπορεί η διάστασή του να οριοθετείται σε ένα ψαροχώρι, αλλά θα είναι ακόμη ένας λόγος για να χαθεί η απαραίτητη συνύπαρξη σε έναν μικρό τόπο, ένας ακόμη λόγος για να συνεχίσει να ερημώνει, να διώχνει τους ανθρώπους του.
Όσο, όμως, προχωρά η ταινία, τόσο βυθίζεται στο υπαρξιακό δράμα, οι χιουμοριστικές καταστάσεις δίνουν τη θέση τους στην τραγωδία. Ο ΜακΝτόνα είναι αδύνατο να διατηρήσει ζεστό το πνευματώδες αρχικό θέμα του, υποχωρώντας στο οδυνηρό. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που η ταινία του χάνει ορισμένους πόντους. Αν κατάφερνε, μέσα από την τραγωδία να κρατήσει το αρχικό χιούμορ, τις κωμικές καταστάσεις, ίσως να μιλάγαμε για την ταινία της χρονιάς. Ωστόσο, πέρα από ορισμένες δυνατές παρατηρήσεις και προβληματισμούς του ΜακΝτόνα, για τη ζωή, τον άνθρωπο, την υστεροφημία, την απλότητα, τη γυναικεία θέση, σε μια μικρή κοινωνία, φαίνεται ότι η κωμωδία – ακόμη και μέσα από την τραγικότητά της – είναι ένα είδος πολύ δύσκολο, ακόμη και γι’ αυτόν.
Η ατάκα του Κολμ «κανείς δεν θυμάται κάποιον μόνο και μόνο επειδή ήταν καλός άνθρωπος, ποιος θυμάται έναν καλό άνθρωπο που έζησε πριν από δυο αιώνες;», είναι και το ζουμί σχεδόν όλης της ταινίας. Αλήθεια, ποιος μουσουργός θα έγραφε για μία αθάνατη αγάπη, έναν ηρωισμό, τη φιλία κλπ, αν δεν υπήρχαν καλοί άνθρωποι;
Πάντως, η ταινία του ΜακΝτόνα, αξίζει τον σεβασμό και την προσοχή μας, έχει τεράστιο ενδιαφέρον και φυσικά δυο αξιοζήλευτες ερμηνείες, του Κόλιν Φάρελ και του Μπρένταν Κλίσον, ενώ και οι δεύτεροι λεπτοδουλεμένοι χαρακτήρες είναι υψηλού επιπέδου, όπως και η μουσική του Κάρτερ Μπάρνγουελ και η φωτογραφία του Μπεν Ντέιβις.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η μακροχρόνια φιλία ανάμεσα στον Πάντρικ και τον Κολμ διαλύεται ξαφνικά όταν το αποφασίζει δεύτερος. Ο έκπληκτος Πάντρικ, με τη βοήθεια της αδελφής του και του νεαρού Ντόμινικ, προσπαθεί να διορθώσει τη σχέση και αρνείται να συμφιλιωθεί με την ιδέα της απόρριψης. Όμως, αυτές οι επανειλημμένες απόπειρες εντείνουν την αρνητική στάση του φίλου του. Όταν ο απεγνωσμένος πια Κολμ δίνει τελεσίγραφο, η κατάσταση κλιμακώνεται με επεισοδιακό τρόπο.
Γυναικείες Κουβέντες
(“Women Talking”) Δραματική ταινία, αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Σάρα Πόλεϊ, με τους Ρούνι Μάρα, Κλερ Φόι, Τζέσι Μπάκλεϊ, Τζούντι Αϊβι, Έμιλι Μίτσελ, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ κα.
Η Σάρα Πόλεϊ, που έχει περιπλανηθεί θεματικά και στιλιστικά στη σχετικά μικρή της κινηματογραφική πορεία, έχει ένα άνισο έργο πίσω της, αλλά σίγουρα όχι αδιάφορο. Έπειτα από δέκα χρόνια απουσίας, μπαίνει με θάρρος, για μία ακόμη φορά, σε έναν παράξενο κόσμο, αυτόν της απομονωμένης αίρεσης των Μενονιτών, με τις προτεσταντικές ρίζες, διασκευάζοντας το ομώνυμο βιβλίο της Μίριαμ Τόους, που με τη σειρά της είχε βασιστεί σε κάποια πραγματικά γεγονότα.
Η ταινία της, που βρέθηκε ανάμεσα στις υποψηφιότητες για Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου) κι έχοντας στην παραγωγή και την Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, έχει ευγενικές προθέσεις, καθώς αναφέρεται στις γυναίκες της αίρεσης, που ζουν απομονωμένες κάπου στη Βολιβία και πολλές απ’ αυτές είναι θύματα βιασμού από άνδρες μέλη της κοινότητας, μετά από νάρκωση και πρέπει να λάβουν αποφάσεις για το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους.
Αν και το προφανές θα ήταν μια ταινία εκδίκησης, η Πόλεϊ εστιάζει στην προστασία των γυναικών και των παιδιών τους, στη διαφορά μεταξύ της φυγής και της πάλης για έναν καλύτερο κόσμο. Και μαζί στη δύναμη που αποκτούν όταν ενώνουν τη φωνή τους, μέσα από την πίστη και τη θέληση. Η Καναδή σκηνοθέτις έχει το δικό της λόγο και τη δική της άποψη, πέρα από κάποιες μπεργκμανικές επιρροές και δεν διστάζει να μιλήσει για πολλά, αλλά κυρίως θα εστιάσει στη γυναικεία θέληση αλλά και με μια ουτοπική διάθεση, στην πίστη της για έναν καλύτερο κόσμο.
Τα εσωτερικά γυρίσματα σε ασπρόμαυρο, με ελαφρές αποχρώσεις, εν αντιθέσει με τα εξωτερικά που αντιπροσωπεύουν και τον έξω κόσμο, προσθέτουν στο φιλμ γοητεία, αλλά και μία δόση ψυχρότητας, ενώ οι δραματικές κορυφώσεις δεν είναι υπερβολικές, δεν πλακώνουν το σκεπτικό της, το διακύβευμα μιας αναμέτρησης στην οποία οι αμνοί θα δείξουν τη δύναμή τους στους λύκους.
Εκεί που η ταινία της υστερεί είναι στους διαλόγους που δείχνουν σαν διαλέξεις πανεπιστημιακών σε αμφιθέατρο, χάνουν την αυθεντικότητα τους, με δεδομένο ότι πρόκειται για γυναίκες που έχουν ελάχιστη εκπαίδευση.
Το εξαιρετικό και πολυπρόσωπο γυναικείο καστ, από Ρούνι Μάρα, Κλερ Φόι και Τζέσι Μπάκλεϊ, μέχρι Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, που από μόνο του θα μπορούσε να ελκύσει το κοινό, δείχνει πλήρως εγκλιματισμένο στο περίεργο περιβάλλον μίας απομονωμένης αίρεσης και τις περισσότερες φορές βάζει τα δυνατά του για να ξεφύγει από τη θεατρικότητα ορισμένων σκηνών.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ…. Το 2010, οι γυναίκες μιας απομονωμένης θρησκευτικής κοινότητας παλεύουν να συμβιβάσουν την πραγματικότητά τους με την πίστη τους. Παρόλο που πολλές διαφωνούν μεταξύ τους σε βασικά πράγματα, πρέπει να αποφασίσουν πώς θα μπορούσαν να προχωρήσουν μαζί, για να χτίσουν έναν καλύτερο κόσμο για τις ίδιες και τα παιδιά τους.
Το Πιο Όμορφο Αγόρι του Κόσμου
(“The Most Beautiful Boy in the World”) Ντοκιμαντέρ, σουηδικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Κριστίνα Λίνστρομ και Κρίστιαν Πέτρι.
Αξίζει να θυσιαστεί ένα 15χρονο αγόρι – ακόμη και αν είναι «το πιο όμορφο του κόσμου» – για τον κινηματογράφο; Η απάντηση έρχεται από το τολμηρό ντοκιμαντέρ της Κριστίνα Λίνστρομ και του Κρίστιαν Πέτρι, που φωτίζει καθοριστικές αιτίες για την κάθετη και επώδυνη πτώση ενός νεαρού ηθοποιού, περισσότερο και από την αστραπιαία άνοδό του στο κινηματογραφικό σύμπαν. Από τα λαμπερά σύννεφα της δόξας και της αναγνωρισιμότητας, σε μία αχλή χωρίς τον μύθο, μόνο διαπεραστικό ψύχος, τραύματα και απομόνωση.
Η ιστορία αφορά την επιλογή ενός 15χρονου από τον Λουκίνο Βισκόντι, για το αξέχαστο φιλμ «Θάνατος στη Βενετία», ενός σωστού αγγέλου, που θα κλέψει την καρδιά και τη σκέψη του πρωταγωνιστή Ντερκ Μπόγκαρντ. Ο Βισκόντι είχε ταξιδέψει μέχρι τη Σουηδία για να βρει το νεαρό αγόρι για τον ρόλο του νεαρού Τάτζιο, τον οποίο αφού τον επέλεξε για τα απαιτητικά γυρίσματα, θα τον αναδείξει, αμέσως μετά την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ των Καννών, στο «πιο όμορφο αγόρι στον κόσμο», εκτινάσσοντας τη φήμη του 15χρονου σε τέτοια ύψη, που οι ακτίνες του ήλιου τον έκαψαν χειρότερα και από τους προβολείς του κινηματογραφικού πλατό.
Το ντοκιμαντέρ των Λίνστρομ και Πέτρι, θα μας πάει πίσω στον χρόνο, συνδυάζοντας το αρχειακό υλικό με εικόνες και σκέψεις ή αφηγήσεις του παρόντος, αναδεικνύοντας την περίπλοκη παιδική του οικογενειακή ζωή, την τραγική εξαφάνιση της μητέρας του, την τραυματική σχέση με την γιαγιά του, τις αρρώστιες και τις βαθιές πληγές, από την απίστευτη αναγνωρισιμότητά του. Και βεβαίως την εκμετάλλευσή του από το κινηματογραφικό κύκλωμα και από έναν κύκλο πλούσιων ομοφυλόφιλων που του παρείχαν τα πάντα εκτός από τα όσα θέλει ένα αγόρι, ένα παιδί της ηλικίας του.
Σήμερα, ο 65χρονος Άντρεσεν, με τη βιβλική του μορφή, ζει στα όρια του περιθωρίου, λαβωμένος με τραύματα που δεν μπορεί να επουλώσει ούτε με τη σύντροφό του ή την αγάπη της κόρης του και πολύ περισσότερο ούτε με τη βοήθεια του αλκοόλ.
Παρά ταύτα και την απόσταση των 50 χρόνων από τότε, δεν απελευθερώνονται όλες οι πληροφορίες της ιστορίας, αφήνοντας πολλές απ’ αυτές στα σκοτάδια, ενώ ταυτόχρονα μάλλον είναι αχρείαστο το άπλωμα συμβάντων που δεν φωτίζουν περισσότερο την ιστορία ενός βασανισμένου ανθρώπου.
Ωστόσο, η ωμότητα και ορισμένες φορές η τόλμη των δημιουργών του ντοκιμαντέρ για τις καταστροφικές συνέπειες της απρόσμενης φήμης, που δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν ηθοποιοί με χιλιόμετρα εμφανίσεων στο σελιλόιντ, πόσο δε μάλλον ένα παιδί, αλλά και την αδηφάγα εκμετάλλευση της ομορφιάς από ανθρώπους με ισχύ, είναι καθοριστική για την αποτελεσματικότητα της ταινίας. Ο Άντρεσεν χρησιμοποιήθηκε σαν ένα σπάνιο απόκτημα, ένα περίτεχνο μπιμπελό, μέχρι να μπει στο ράφι.
Ένα ντοκιμαντέρ με αρκετό ενδιαφέρον, παρά τις όποιες ενστάσεις, που κλείνει εμπνευσμένα και με μια ταιριαστή θλίψη, δείχνοντας τον μεσήλικα Άντρεσεν στην ίδια παραλία της Βενετίας, που ήταν λουσμένος από το φως πριν από 50 χρόνια, να μεταφέρει το γερασμένο, σκεβρωμένο σαρκίο του στην καταχνιά.
Μικρή μου Σολάνζ
(“Petite Solange”) Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Αξέλ Ροπέρ, με τους Τζέιντ Σπρίνγκερ, Λέα Ντρικέρ, Φιλίπ Κατρίν, Κλοέ Άστορ, Γκρεγκόρ Μοντανά κα.
Φεστιβαλική, χαμηλού προϋπολογισμού, ταινία, που έχει την απαιτούμενη τρυφερότητα και ευαίσθητη ματιά, για το θέμα της, αλλά και περιορισμένες δυνατότητες για να τραβήξει το ενδιαφέρον του θεατή.
Ένα δράμα απότομης ενηλικίωσης, καθώς μέσα από τα μάτια μιας δεκατετράχρονης ξετυλίγεται η αποξένωση των γονιών της, μέχρι τους καυγάδες και το διαζύγιο. Ένα κορίτσι που ζούσε μέσα στην οικογενειακή θαλπωρή και ξαφνικά βλέπει να χάνεται το έδαφος κάτω από τα πόδια του και πρέπει να μεγαλώσει απότομα για να αντιμετωπίσει τον σκληρό κόσμο των μεγάλων.
Η Αξέλ Ροπέρ, πρώην ηθοποιός, σκηνοθετεί ακόμη ένα οικογενειακό δράμα, σε δικό της σενάριο, βάζοντας στο επίκεντρο μία γαλλική καλοστεκούμενη οικογένεια που θα περάσει τη δική της ταραχή, με το διαζύγιο των γονιών και τις επιπτώσεις που έχει στη μικρότερη κόρη της οικογένειας, μία καλοσυνάτη και γεμάτη ζωντάνια έφηβη. Η Ροπέρ τοποθετεί την ιστορία της στη δεκαετία του ’70, βάζοντας και μια πινελιά νοσταλγίας, που από τη μία φορτίζει περισσότερο τα συναισθήματα και από την άλλη αποφεύγει τις δυσκολίες με τις νέες τεχνολογίες και την περαιτέρω σκληράδα της εποχής.
Η ταινία ξεκινά με μία αργόσυρτη αφήγηση, που κρύβει υπαινιγμούς και την υποβόσκουσα ένταση μεταξύ των γονιών και συνεχίζει με λίγη περισσότερη ζωντάνια, αλλά πάντα με απαλότητα, δίχως ακρότητες, εστιάζοντας σε καθημερινά ζητήματα, μιας συνηθισμένης, ειδικά σήμερα, οικογένειας υπό διάλυση.
Ωστόσο, η ταινία αν και αρκετά σύντομη, μόλις 85 λεπτών, έχει στιγμές που πλατειάζει, οι επαναλήψεις περιστατικών κουράζουν, τα γυρίσματα σε κλειστούς χώρους κάνουν τους χαρακτήρες να ασφυκτιούν και η διάλυση της οικογένειας αρχίζει να μοιάζει με φυσικό φαινόμενο.
Εκεί, όμως, που κερδίζει το φιλμ είναι στην ατμόσφαιρα της εποχής, η οποία πλημμυρίζει από μουσικές του ’70 και από την μινιμαλιστική, σχεδόν αφοπλιστική, ερμηνεία της νεαρής Τζέιντ Σπρίνγκερ, που θα καταλάβει ότι η ενηλικίωση δεν είναι κατάκτηση, αλλά ένας διαρκής αγώνας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… H Σολάνζ είναι 13 χρόνων, περίεργη για τα πάντα και γεμάτη ζωή, αν και υπερβολικά συναισθηματική. Λατρεύει τους γονείς της κι όταν αυτοί αρχίζουν να απομακρύνονται και να τσακώνονται, το ενδεχόμενο ενός διαζυγίου τη συγκλονίζει και ο κόσμος της αρχίζει να καταρρέει. Για να κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη, θα παλέψει και θα υποφέρει…
Missing
(“Missing”) Θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Γουίλ Μέρικ και Νικ Τζόνσον, με τους Στορμ Ράιντ, Χοακίμ ντε Αλμέιντα, Κεν Λιούνγκ, Εϊμι Λάντεκερ, Ντάνειλ Χένεϊ κα.
Έχει το ενδιαφέρον του αυτό το ψηφιακό θρίλερ, από τους δημιουργούς του «Searching» και σε σκηνοθεσία του Γουίλ Μέρικ. Μια ακόμη ταινία, λοιπόν, ιδωμένη μέσα από την οθόνη ενός υπολογιστή ή ένα «έξυπνο» τηλέφωνο και κατασκευασμένη σχεδόν εξολοκλήρου από ψηφιακά καλούδια.
Η ιστορία θέλει τη μητέρα της μιας έφηβης να εξαφανίζεται όταν πηγαίνει για διακοπές στην Κολομβία με τον νέο σύντροφό της και την κόρη της εγκλωβισμένη στο δωμάτιό της και μη έχοντας καμία βοήθεια, να χρησιμοποιεί όλες τις τελευταίες τεχνολογικές δυνατότητες για να την βρει. Όσο όμως ψάχνει τόσο της γεννιούνται νέα ερωτηματικά για τη μητέρα της και σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι μάλλον δεν τη γνωρίζει, όπως νόμιζε.
Από τη μια η τεχνολογική δύναμη, αυτός ο απέραντος ψηφιακός περίπλοκος κόσμος και από την άλλη το καυτό ερώτημα για το πόσο γνωρίζουμε τους κοντινούς μας ανθρώπους, με τα κρυμμένα τους μυστικά.
Η αγωνία κλιμακώνεται και κρατιέται σε υψηλά επίπεδα, ενώ παρά την ψηφιακή καταιγίδα το ανθρώπινο στοιχείο είναι αυτό που κερδίζει τις εντυπώσεις. Βεβαίως, όσοι είναι απόλυτα εξοικειωμένοι με τη νέα τεχνολογία θα βρεθούν σε ένα οικείο περιβάλλον, εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους που θα δυσανασχετήσουν και ίσως αποκτήσουν και μια ζαλάδα.
Όσο για τις ερμηνείες, καλό το νέο τηλέφωνο και ακόμη καλύτερο το λάπτοπ νέας γενιάς…
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν η μητέρα της Τζουν εξαφανίζεται ενώ κάνει διακοπές με τον νέο της σύντροφο, η Τζουν την αναζητά παντού. Εγκλωβισμένη μίλια μακρυά στο Λος Άντζελες και με τις προσπάθειές της να παρεμποδίζονται από τη διεθνή γραφειοκρατία, χρησιμοποιεί όλη την τελευταία τεχνολογία που έχει στα χέρια της για να καταφέρει να τη βρει πριν είναι πολύ αργά. Καθώς σκάβει βαθύτερα, τα ψηφιακά στοιχεία δημιουργούν περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις…
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Θολή Γραμμή
Ελληνικό δράμα, παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία του Μένιου Καραγιάννη, που φαίνεται ότι περνά οριστικά στη μυθοπλασία, μετά από τη μακρά περίοδό του στο σινεμά τεκμηρίωσης («Το Άλογο που Είμαι», «Η Μουσική των Πραγμάτων»). Πειραματισμοί, αφηγηματικοί ακροβατισμοί και δυσνόητες καταστάσεις, με ένα σενάριο που ακολουθεί τις κατακερματισμένες σκέψεις των ηρώων και την ιδιαίτερη ιστορία αγάπης δυο νέων. Πρωταγωνιστούν Ηλιάνα Μαυρομάτη και Όμηρος Πουλάκης.
Το Παιχνίδι των 100 Κεριών
(“The 100 Candles Games”) Νεοζηλανδική ανθολογία τρόμου, παραγωγής του 2020, την οποία υπογράφουν επτά σκηνοθέτες – όσα και τα θανάσιμα αμαρτήματα. Η χαρά του φανατικού των ταινιών τρόμου, αφού σε 100 λεπτά συμπυκνώνονται και ζωντανεύουν όλοι οι εφιάλτες του είδους, αν και υπάρχει η αίσθηση ότι όλα όσα διαδραματίζονται στη μεγάλη οθόνη, μάλλον κάπου τα έχουμε ξαναδεί.
Αργοναύτες: Η Οργή του Ποσειδώνα
(“Argonuts”) Χαριτωμένο και καλοσχεδιασμένο γαλλικό παιδικό animation, φετινής παραγωγής, από τους Νταβίντ Αλό, Ερίκ Τοστί και Ζαν Φρανσουά Τοστί. Η ελληνική μυθολογία σε μια διαφορετική αλλά γοητευτική ανάγνωση, με έναν γάτο κι έναν ποντικό να τα βάζουν με τον οργισμένο Ποσειδώνα. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά με τις φωνές των Αλεξάνδρα Λέρτα, Άγγελου Λιάγκου, Γιάννη Στεφόπουλου, Χρήστου Θάνου, Βασίλη Μήλιου κα.