Ο Ντίντεμ Αϊντούρμους, Γερμανός πολιτικός που ασχολείται με το περιβάλλον (DIE LINKE), τονίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ της κλιματικής αλλαγής ως αιτίας πολέμων και των πολέμων ως ενός από τα σημαντικότερα ζητήματα που επιβαρύνουν το κλίμα, και υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η αδιάλειπτη οικοδόμηση της ειρήνης.
Εφεξής, με δεδομένο το γεγονός ότι, αυτή τη στιγμή, είναι σε εξέλιξη περίπου δέκα πόλεμοι σε παγκόσμια κλίμακα και ότι έχουν ξαναρχίσει οι εξοπλισμοί, όταν μιλάμε για κλιματική αλλαγή και για περιβαλλοντική καταστροφή θα πρέπει να παίρνουμε υπόψιν μας και το στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα. Όμως, σε έναν κόσμο όπου τα λεγόμενα «Πράσινα κόμματα» συμμετέχουν στο στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα και ενίοτε μιλούν και τη γλώσσα του, συχνά χάνουμε τη συσχέτιση. Το κείμενο που ακολουθεί δεν παραβλέπει τον τεράστιο ανθρώπινο πόνο που αποτελεί την άμεση συνέπεια των πολέμων.
Και, παρόλο που υπάρχουν αρκετοί λόγοι για την προώθηση της ειρήνης χωρίς αυτή την οπτική γωνία, η συζήτηση για την περιβαλλοντική ζημία προσθέτει άλλη μια έμμεση διάσταση. Η κλιματική ουδετερότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ειρήνης και της συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο.
Ο πόλεμος έχει τεράστιο οικολογικό αποτύπωμα και το πράσινο ξέπλυμα του είναι γελοίο. Ένα παράδειγμα μιας επαίσχυντης απόπειρας οικολογικού ξεπλύματος είναι η κατασκευή ενός ηλεκτρικού άρματος μάχης στο Φλένσμπουργκ της Γερμανίας. Η παραγωγή ενός τέτοιου άρματος απαιτεί τεράστιους φυσικούς πόρους και η όλη ιδέα ενός «Ε-άρματος μάχης» είναι μια κοροϊδία του κινήματος για το κλίμα, το οποίο ιστορικά αποτελούσε ξεκάθαρα μέρος του κινήματος για την ειρήνη. Οι πόλεμοι με μηδενικές εκπομπές είναι φαντασιώσεις χωρίς καμία επιστημονική βάση. Ακόμη και αν ένα άρμα μάχης μπορούσε να παραχθεί με τρόπο ουδέτερο για το κλίμα, δεν παύει να είναι ένα όργανο καταστροφής. Ο πόλεμος καταστρέφει πάντα και μη στρατιωτικά κτίρια που η ανοικοδόμησή τους απαιτεί πόρους.
Το ακριβές αποτύπωμα των εξοπλισμών δεν είναι σαφές. Μόνο το Πεντάγωνο με τις εκπομπές του, αν ήταν χώρα, θα ήταν στην πρώτη δεκάδα των παγκόσμιων ρυπαντών. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε εύκολα να πούμε ότι ολόκληρη η πολεμική μηχανή, χωρίς καν να λάβουμε υπόψιν το κόστος των καταστροφών που προκαλεί ο ίδιος ο πόλεμος, είναι η κύρια αιτία της κλιματικής αλλαγής και ότι δεν υπάρχει πραγματικός δρόμος προς την κλιματική ουδετερότητα. Ο νέος προσανατολισμός της Γερμανίας είναι ενδεικτικός, μιας και εδώ και καιρό υπερηφανεύεται για τη διακηρυγμένη «κλιματικά ευαίσθητη ηγεσία» της. Και παρότι εξακολουθεί να εμφανίζεται ως κράτος με περιβαλλοντικές ευαισθησίες, η πραγματικότητα δείχνει ότι έχει άλλες προτεραιότητες. Το αν θα παραμείνει στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού τηρώντας τον νατοϊκό στόχο του 2% του ΑΕΠ, δεν είναι μόνο ασαφές, επειδή η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να παρουσιάσει μια πράσινη στρατηγική, είναι σε κάθε περίπτωση και αδύνατο. Είτε θα παραμείνουμε στη συμφωνία του Παρισιού, η οποία επί της ουσίας είναι δεσμευτική, ή θα τηρήσουμε τον μη δεσμευτικό στόχο του 2%. Είναι απλό, το να προσποιούμαστε ότι στοχεύουμε και στα δύο είναι παράλογο. Γεγονός που -δυστυχώς- γίνεται ξεκάθαρο από τις απαντήσεις που δόθηκαν σε μια κοινοβουλευτική έρευνα του DIE LINKE, οι οποίες δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες για το αν γίνεται η παραμικρή προσπάθεια.
Η γερμανική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να δώσει καμιά απάντηση στο ερώτημα: «ποια αύξηση της ετήσιας κατανάλωσης ενέργειας και του ενεργειακού κόστους αναμένει η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση στο πλαίσιο της επίτευξης του στόχου του ΝΑΤΟ για δύο τοις εκατό; Στο ίδιο πνεύμα αντέδρασε και όταν ρωτήθηκε για τον στόχο των κλιματικά ουδέτερων καυσίμων, λέγοντας ότι είναι μόνο εν μέρει εφικτός. Κυρίως όμως, αγνοεί ότι η παραγωγή αρμάτων μάχης, drones κ.λπ., συνεπάγεται τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος. Απλά, δεν δόθηκε καμιά απάντηση αναφορικά με το οικολογικό αποτύπωμα της παραγωγής. Αντιθέτως, επεσήμανε ότι οι κατασκευαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να παρέχουν πληροφορίες για την κατανάλωση πόρων, αλλά ότι οι συγκεκριμένες πληροφορίες θα μπορούσαν να αποφέρουν πλεονεκτήματα στους κατασκευαστές στην αγορά. Δεν δόθηκε καν απάντηση στο ζήτημα της κατανάλωσης ενέργειας κατά την ενεργό υπηρεσία. Αντί να κάνουμε την υπόθεση ότι ο στρατός απλώς δεν γνωρίζει, είναι πιο πιθανό να μην υπάρχει κανένα στατιστικό στοιχείο επί τούτου. Ειδικά αν σκεφτούμε ότι το Πεντάγωνο -για παράδειγμα- γνώριζε για την κλιματική αλλαγή από τη δεκαετία του 1980. Και αν διαβάσουμε τις εκτιμήσεις των ερευνητών, το επιχείρημα της ηθελημένης άγνοιας γίνεται ακόμη πιο ισχυρό.
Ο Μάικ Μπέρνερς-Λη εκτιμά ότι οι άμεσες εκπομπές του πολέμου στο Ιράκ (2003-2009) ανήλθαν σε 250-600 εκατομμύρια τόνους C02[1]. Αυτό αναλογεί σε συνολική κατανάλωση οκτώ μηνών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι σαφές ότι οι άμεσες δαπάνες δεν μπορούν να υπολογιστούν εύκολα και η μεθοδολογία δεν παρέχει τη δυνατότητα μιας τεκμηριωμένης εκτίμησης για τις έμμεσες. Μπορούμε, ωστόσο, να υποθέσουμε ότι ο πόλεμος στις μέρες μας δεν είναι κλιματικά πιο ουδέτερος. Δεδομένου ότι είναι πολύ δύσκολο να βρούμε νούμερα, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Είναι θεμιτό να υποθέτουμε ότι οι στρατιωτικές δαπάνες μεταφράζονται σε υψηλότερες εκπομπές ανά δολάριο σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες δαπάνες. Εάν οι μέσες γερμανικές εκπομπές είναι περίπου 0,18 κιλά ανά δολάριο, οι μίνιμουμ εκπομπές του γερμανικού στρατού το 2021 θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 9,1 εκατομμύρια τόνοι ετησίως[2]. Ο πρόσθετος στρατιωτικός προϋπολογισμός των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ μετά τη ρωσική εισβολή μεταφράζεται σε τουλάχιστον 19,34 εκατομμύρια επιπλέον τόνους εκπομπών CΟ2. Οι αριθμοί ακούγονται παράλογοι, το ίδιο όμως και οι προβλέψιμες συνέπειες. Αντίο κατοικήσιμε πλανήτη! Ως εκ τούτου, πρέπει να ρωτήσουμε για άλλη μια φορά τις κυβερνήσεις σχετικά με τη συμβατότητα του στόχου του 2% και της Συμφωνίας του Παρισιού.
Η ίδια η κλιματική αλλαγή είναι λόγος πολέμου[3], τη στιγμή που οι πόλεμοι είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για το κλίμα. Επομένως, είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ άλλοτε να παλέψουμε με συνέπεια για την ειρήνη. Η χρήση όπλων τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο της δυστυχίας. Η βιωσιμότητα του πλανήτη χρειάζεται την ειρήνη περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Η πολιτική για το κλίμα μπορεί να αποτελέσει μια ευκαιρία για την αποκατάσταση του ρόλου της ειρηνευτικής πολιτικής, η οποία ξεχάστηκε και υπέστη πάρα πολλά δεινά τον τελευταίο χρόνο, αφού το αφήγημα της εξουσίας ήταν πολύ μονόπλευρο.
Σημείωμα του συγγραφέα:
Θα ήταν ασέβεια να αντιπαραθέσουμε τα θύματα των πολέμων με τα δεινά και τους θανάτους ανθρώπων λόγω της κλιματικής αλλαγής, πόσο μάλλον που ο πόλεμος είναι αλληλένδετος με την κλιματική αλλαγή και δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η αύξηση των εξοπλισμών οδηγεί στην ειρήνη. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, ακόμη και αν βγάλουμε από το κάδρο τη ρύπανση του περιβάλλοντος.
Αναφορές:
[1] Berners-Lee, Mike (2010): How Bad are Bananas? The Carbon Footprint of Everything, 169f.
[2] cp. Verteidigungsministerium 2023. Bundesministerium für Verteidigung www.bmvg.de
[3] Lagi, M.; Bertrand, K. Z. and Bar-Yam, Y. (2011). The Food Crises and Political Instability in North Africa and the Middle East.