Ανθυγιεινά είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα τρόφιμα και ποτά που πωλούνται από τους τέσσερις εκ των πέντε μεγαλύτερων εταιρειών τροφίμων παγκοσμίως.
Σύμφωνα με το Bloomberg, που επικαλείται ανάλυση της ΜΚΟ World Action on Salt, Sugar & Health («παγκόσμια δράση για το αλάτι, τη ζάχαρη και την υγεία»), χειρότερες επιδόσεις από τους πέντε κολοσσούς καταγράφει η Kraft Heinz, ενώ καλύτερα να πηγαίνει η Danone, η πλειοψηφία των προϊόντων της οποίας φαίνεται πως «περνά τη βάση».
Για την ανάλυση επιλέχθηκαν 2.346 προϊόντα που πωλούνται από τις εταιρείες Danone, Kellogg Co., Kraft Heinz, Nestle SA και Unilever Plc στην Αυστραλία, τη Γαλλία και το Μεξικό. Η World Action on Salt, Sugar & Health τα κατέταξε με βάση τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα πρότυπα – Health Star Rating, Nutri-Score και Warning Labels. Εκτός από τη Danone, όλες οι άλλες εταιρείες πωλούσαν μεγαλύτερο ποσοστό ανθυγιεινών τροφίμων.
«Η βελτίωση του διατροφικού περιεχομένου των τροφίμων και των ποτών με την αναδιαμόρφωση των συνταγών ώστε να χρησιμοποιούνται λιγότερο αλάτι, ζάχαρη και κορεσμένα λιπαρά, είναι μακράν η πιο σημαντική στρατηγική που πρέπει να υιοθετήσει κάθε εταιρεία για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας», δήλωσε η Mhairi Brown, επικεφαλής πολιτικής και δημόσιων υποθέσεων της WASSH. «Ωστόσο, βασιζόμενοι αποκλειστικά στην προθυμία της βιομηχανίας και χωρίς κυβερνητική επιβολή, είναι απίθανο να δούμε μια ουσιαστική αλλαγή».
Πιέσεις
Όπως σχολιάζει το Bloomberg, οι εταιρείες τροφίμων δέχονται πιέσεις για να καταστήσουν τα προϊόντα τους πιο υγιεινά, επειδή η παχυσαρκία αποτελεί ήδη κρίση δημόσιας υγείας σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, και αυξάνεται στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ο παγκόσμιος οικονομικός αντίκτυπος του υπερβολικού σωματικού βάρους θα υπερδιπλασιαστεί σε 4,27 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2035 από τα επίπεδα του 2020, καθώς ο επιπολασμός της πάθησης συνεχίζει να αυξάνεται, σύμφωνα με έκθεση.
Η μείωση της περιεκτικότητας των τροφίμων τους σε αλάτι και ζάχαρη θα μπορούσε επίσης να προστατεύσει τις εταιρείες από τους νόμους που περιορίζουν την πώληση και την εμπορία του γρήγορου φαγητού. Η μεγαλύτερη έμφαση που δίνουν οι επενδυτές στο περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση είναι ένα πρόσθετο κίνητρο για να γίνουν τα χαρτοφυλάκια πιο υγιεινά.
Η εικόνα ανά εταιρεία
Τα τέσσερα πέμπτα των προϊόντων της Kraft Heinz δεν πληρούσαν τα πρότυπα υγιεινής στις τρεις αγορές, με ολόκληρο το δείγμα της στο Μεξικό να μην πληροί τις προδιαγραφές. Περίπου το 72% των προϊόντων της Kellogg’s που εξετάστηκαν στην έρευνα δεν πληρούσε τα κριτήρια υγείας.
Η εταιρεία παραγωγής του γιαουρτιού Activia, η Danone, ήταν η μόνη που αντιστάθηκε στην τάση. Μόνο το 35% των προϊόντων συγκέντρωσε βαθμολογία κάτω από τους τυπικούς ορισμούς της υγιεινής. Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, η εταιρεία δεσμεύτηκε ότι τουλάχιστον το 90% των προϊόντων με βάση τον όγκο των πωλήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία δεν θα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, αλάτι ή λιπαρά, όπως ορίζεται από την κυβερνητική πολιτική.
Εκπρόσωπος της Unilever δήλωσε ότι η εταιρεία δεσμεύεται να δώσει στους καταναλωτές πιο υγιεινές επιλογές και χαρακτήρισε τα ευρήματα της έρευνας ελλιπή και παραπλανητικά, καθώς βασίστηκαν σε ένα μικρό υποσύνολο του χαρτοφυλακίου της. Η Kraft Heinz έχει δεσμευτεί να μειώσει τη ζάχαρη και το αλάτι στα προϊόντα της, ενώ σημειώνει ότι δεν υπάρχει ακόμη ένα παγκόσμιο μοντέλο για να κριθεί πόσο υγιεινά είναι τα τρόφιμα, σύμφωνα με τον εκπρόσωπό της. Άλλες εταιρείες δεν σχολίασαν αμέσως την έκθεση.