ΜΑΡΘΑ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΥ
Τα ελληνικά περιοδικά του 19ου αιώνα
εκδ. Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων
Περιοδικό ή εφημερίδα; Οσο και αν η απάντηση φαίνεται απλή στις μέρες μας, οι κατηγορίες του γραπτού Τύπου τον 19ο αιώνα δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν· ακόμα και τα ίδια τα έντυπα δυσκολεύονταν τότε να υιοθετήσουν τη μία ή την άλλη ταυτότητα. Η Μάρθα Καρπόζηλου στην εμπεριστατωμένη αυτή μελέτη απαντά στο ερώτημα με τη σαφήνεια που επιτρέπουν η καταγραφή και η εξέταση 589 περιοδικών του μακρού 19ου αιώνα, τα οποία εντάχθηκαν στον τελικό κατάλογο με βάση κριτήρια που προέκυψαν από έρευνα χιλιάδων εφημερίδων, δελτίων, επιθεωρήσεων, συγγραμμάτων, περιοδικών κ.ά.
Της Λίνας Λούβη
Με αφετηρία τη συλλογή περιοδικών του νεοσύστατου ΕΛΙΑ και τη γενναιοδωρία του Μάνου Χαριτάτου, που όσοι τον γνώρισαν μπορούν να καταλάβουν πόσο σημαντικός σύμμαχος και εμψυχωτής ήταν για κάθε ερευνητή, η μελέτη ολοκληρώθηκε με την αναζήτηση άγνωστων τίτλων σε όλες τις Βιβλιοθήκες της επικράτειας.
Σε ποιους όμως απευθύνονταν τα πολυάριθμα περιοδικά που κυκλοφορούσαν στο ελληνικό βασίλειο; Τα περιοδικά, ως φθηνότερο, ελκυστικότερο και ευκολότερο ανάγνωσμα απ’ ό,τι το βιβλίο, δημιούργησαν και στην Ελλάδα νέα αναγνωστική πελατεία που συμμετείχε στις συζητήσεις γύρω από την επιστήμη, τον πολιτισμό, τη θρησκεία, την κοινωνία, το έθνος. Ως φορέας προόδου, αλλά και συντήρησης, στοχεύοντας στη μόρφωση του λαού, στην επιμόρφωση των κοινωνικά κατώτερων και στην ψυχαγωγία τους, συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός κοινού που αναζητούσε την κοινωνική ανέλιξη, την ενημέρωση, τη διασκέδαση, ενώ παράλληλα δρούσαν καταλυτικά στη δημιουργία εθνικής, τοπικής, θρησκευτικής, έμφυλης ταυτότητας. Οι εκδότες τους με πλήρη συνείδηση του σημαντικού ρόλου που διαδραμάτιζαν τα έντυπά τους στη μετασχηματιζόμενη ελληνική κοινωνία που ακροβατούσε ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, προσπαθούσαν να ανταποκριθούν στο κοινό ζητούμενο για εκσυγχρονισμό, αλλά και να διατηρήσουν την «εθνική καθαρότητα» των εντύπων τους.
Η μελέτη της Μάρθας Καρπόζηλου αποτελεί έργο αναφοράς για τους ερευνητές που θα ασχοληθούν με τη νεότερη κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ιστορία της Ελλάδας.
Τα πρώτα ελληνικά περιοδικά, όπως ο εμβληματικός «Ερμής ο Λόγιος», η «Καλλιόπη», η «Μέλισσα» κ.ά., κυκλοφόρησαν στις αρχές του 19ου αιώνα στη Βιέννη και στο Παρίσι. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους η Αθήνα θα συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εντύπων, ακολουθούμενη από άλλες πόλεις της ελληνικής επικράτειας και από σημαντικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη. Αρκετά περιοδικά, κατά κύριο λόγο της Αθήνας, εκδίδονταν από επιστημονικές εταιρείες και συλλόγους που είχαν δημιουργηθεί από νωρίς στο νεοσύστατο κράτος. Τα φιλολογικά-οικογενειακά, ως δημοφιλέστερα, καλύπτουν όλον σχεδόν τον 19ο αιώνα, ενώ παράλληλα κυκλοφορούσαν περιοδικά που πραγματεύονταν νομικά, ιατρικά, στρατιωτικά, θρησκευτικά, εκκλησιαστικά, γυναικεία, παιδικά, πολιτικά θέματα. Το μεγαλύτερο τιράζ είχαν τα παιδικά και τα γυναικεία περιοδικά, φτάνοντας ακόμη και τα 6.000 αντίτυπα και ακολουθούνταν από τα φιλολογικά-οικογενειακά, εμπορικά, ιατρικά κ.ο.κ.
Η επιβίωσή τους ήταν άμεσα συνυφασμένη με τις πωλήσεις, που ήταν η κύρια πηγή εσόδων τους, γι’ αυτό και το «ναυάγιο» των εκδοτικών εγχειρημάτων ήταν συνηθέστατο, ιδίως μετά τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του περιοδικού. Βασική αιτία οι κακοπληρωτές συνδρομητές, εφόσον οι συνδρομές, ακόμη και μετά τη δημιουργία πρακτορείου διανομής, ήταν ουσιαστικά ο πιο διαδεδομένος τρόπος διάθεσης του εντύπου. Αντιθέτως τα περιοδικά που είχαν ερείσματα σε θεσμούς και σε επώνυμους χορηγούς, όπως σχολείων, επιστημονικών εταιρειών, επαγγελματικών σωματείων, εθνικών ευεργετών κ.λπ., είχαν το προνόμιο της οικονομικής ευρωστίας.
Οι τίτλοι τους, συχνά μονολεκτικοί, ήταν αντιπροσωπευτικοί του περιεχομένου τους: «Εσπερος», «Φιλίστωρ», «Πανδώρα», «Ασκληπιός», «Θέμις», «Εστία», «Κλειώ», αλλά και: «Παρισινοί Συρμοί», «Εθνική Αγωγή», «Εφημερίς των Κυριών», «Μύρια Οσα». Οι δε υπότιτλοι κατά κανόνα ανέφεραν την περιοδικότητα της έκδοσης και/ή το περιεχόμενο του εντύπου: «δις του μηνός εκδιδόμενον», «κατά Κυριακήν εκδιδόμενον», «Διδασκαλία – Τέρψις», «Φιλολογία-Καλλιτεχνία-Ποικίλα» κ.λπ.
Οι εκδότες, έντονα ταυτισμένοι τις περισσότερες φορές με τα έντυπά τους, ήταν συνήθως γνωστές προσωπικότητες των Γραμμάτων, όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Νικόλαος Δραγούμης, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, αλλά και πολλά άσημα και ξεχασμένα σήμερα πρόσωπα.
Το δίτομο έργο «Τα ελληνικά περιοδικά του 19ου αιώνα» εκδόθηκε από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Ο πρώτος τόμος είναι μία άρτια μορφολογική ανάλυση των εντύπων και ο δεύτερος περιλαμβάνει τη λεπτομερέστατη καταγραφή τους. Οι ευάριθμες έως τώρα μελέτες που έχουν καταγραφεί στην ελληνική βιβλιογραφία με το ίδιο αντικείμενο, εστιάζουν είτε σε θεματικά πεδία, γεωγραφικές περιοχές, χρονικές περιόδους είτε σε παρουσίαση ενός μόνο σημαντικού περιοδικού. Η «αχανής ενδοχώρα» λοιπόν του περιοδικού Τύπου παρέμενε αχαρτογράφητη. Η πανοραμική θέασή του που μας προσφέρει αυτό το έργο ζωής της Μάρθας Καρπόζηλου, καλύπτει ένα μεγάλο κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας και, αναμφίβολα, θα γίνει έργο αναφοράς για τους ερευνητές που θα ασχοληθούν με τη νεότερη κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ιστορία της Ελλάδας.
H κ. Λίνα Λούβη είναι καθηγήτρια Νεώτερης Ιστορίας, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ