Μετά από μία δεκαετία θεραπειών, ένας Γερμανός ασθενής με HIV, θεραπεύτηκε εντελώς από τον ιό χάρη σε μία επικίνδυνη μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων. Ο επονομαζόμενος “ασθενής του Ντίσελντορφ”, διαγνώστηκε με HIV το 2008 και ξεκίνησε αγωγή με αντιρετροϊκά το 2010. Την επόμενη χρονιά διαγνώστηκε με λευχαιμία. Δεδομένου του επικίνδυνου συνδυασμού των ασθενειών του μεσήλικα άντρα, οι γιατροί του αποφάσισαν να ακολουθήσουν μία ριψοκίνδυνη οδό.
Το 2013 ο ασθενής υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων, μία επέμβαση όπου τα βλαστοκύτταρα από το μυελό των οστών του δότη, αντικαθιστούν τα λευκά αιμοσφαίρια του ασθενή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή η επικίνδυνη οδός δράσης επιλέχθηκε επειδή ο δότης είχε μία μοναδική γενετική μετάλλαξη η οποία τον έκανε ανθεκτικό στον HIV. Στόχος των γιατρών ήταν να θεραπεύσουν τη λευχαιμία, δίνοντας ταυτόχρονα στον ασθενή μία γενετική βάση ανθεκτική στον HIV.
Εννιά χρόνια λοιπόν μετά την αρχική θεραπεία και τέσσερα χρόνια μετά την παύση λήψης θεραπειών, οι ερευνητές ανακοίνωσαν πως ο ασθενής δεν έχει δείγματα ενεργών, αναπαραγόμενων κυττάρων HIV στο σώμα του, όντας πλέον “θεραπευμένος”.
Παρόλο που δεν υπάρχει ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα σε κάποιον θεραπευμένο και πάσχοντα, ο ασθενής του Ντίσελντορφ είναι ο τέταρτος στον κόσμο που δέχεται βλαστοκύτταρα για θεραπεία και οι γιατροί είναι αισιόδοξοι πως όλα τα ίχνη των HIV γονιδίων έχουν εξαφανιστεί από το σώμα του.
Ο όρος “θεραπεία” μπαίνει σε εισαγωγικά, επειδή ο HIV είναι ένας από τους δυσκολότερους ιούς για να καταπολεμηθούν. Έχει τη δυνατότητα να μένει ανενεργός στο σώμα, χωρίς να εντοπίζεται από το ανοσοποιητικό σύστημα.
Οι θεραπείες με βλαστοκύτταρα μπορούν να κάνουν το ανοσοποιητικό ανθεκτικό στον ιό, αλλά μπορεί να αποβούν και θανατηφόρες επειδή δε λειτουργούν πάντα και αντιμετωπίζονται ως τελευταία γραμμή άμυνας και μόνο σε ακραίες περιπτώσεις.
Υπάρχουν και ορισμένες περιπτώσεις που κατάφεραν να κρατήσουν τον ιό ανενεργό ακόμα και μετά την παύση λήψης φαρμάκων, χωρίς την ανάγκη μεταμόσχευσης βλαστοκυττάρων. Ο λόγος δεν είναι ακόμα ξεκάθαρος, αλλά υπάρχουν αρκετές κλινικές δοκιμές που μας δείχνουν το δρόμο για μια θεραπεία στο μέλλον.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Nature Medicine.