Γιατί το να μοιράζεσαι τη θλίψη, την οργή και τα ερωτήματά σου στους δρόμους μπορεί να μη φέρνει πίσω τα χαμογελαστά νεανικά πρόσωπα που είδες βουρκωμένος στις φωτογραφίες τις δραματικές στιγμές που τα αναζητούσαν οι συντετριμμένοι άνθρωποί τους, αλλά τουλάχιστον αισθάνεσαι πως με αυτόν τον τρόπο τα πενθείς σαν να ήταν ολονών μας παιδιά.
Του Νίκου Μαραντζίδη
Γιατί τα παιδιά μου αν ήταν στην Ελλάδα θα είχαν πάρει μέρος στις πορείες. Ηθελα να είμαι εκεί και για εκείνα. Για να μην ξεχάσουν ποτέ πως το «πάρε με όταν φτάσεις», στην ελληνική γλώσσα δεν εκφράζει πια μόνο την αγάπη του γονιού για το παιδί του, αλλά και έναν απέραντο πόνο και θλίψη.
Γιατί είμαι σίγουρος πως ο πατέρας μου θα ήταν περήφανος αν με έβλεπε «από εκεί ψηλά».
Γιατί δεν φοβάμαι ούτε και δυσανασχετώ να περπατάω δίπλα σε ανθρώπους που μπορεί ενδεχομένως να μη συμφωνούμε σε πολλά, αλλά ξέρω πως σε τέτοιες στιγμές δεν πρυτανεύουν «τα πολλά» που μας χωρίζουν, αλλά «τα λίγα» μα βασικά, που μας ενώνουν.
Γιατί το όφειλα στους φοιτητές και τις φοιτήτριές μου. Μ’ αρέ-σει εξάλλου να βρίσκομαι ανάμεσά τους, ν’ ακούω τις σκέψεις τους και τις φωνές τους, να νιώθω το πάθος τους. Γίνομαι πιο αισιόδοξος, εγώ ένας εκ φύσεως απαισιόδοξος άνθρωπος.
Γιατί με εξοργίζει που από τον καιρό της πανδημίας, ιδιαίτερα, οι νέοι αντιμετωπίζονται ως ανώριμα και άτακτα άτομα που χρειάζονται επιτήρηση, τιμωρία και συμμόρφωση (ή μήπως και αναμόρφωση;).
Γιατί εκνευρίζομαι να σκορπίζονται πολύτιμοι πόροι για να προσλαμβάνονται ένστολοι για να επιτηρούν τα πανεπιστήμια (πού εξαφανίστηκαν αυτοί άραγε;), αλλά το κράτος να μην είναι σε θέση να προστατέψει τους νέους ούτε σε ένα απλό ταξίδι τους με τρένο.
Γιατί με θυμώνει το γεγονός πως οι νέοι φτύνουν αίμα για να μη γίνουν η «χαμένη γενιά» εξαιτίας της ανεργίας και της φθηνής εποχικής εργασίας.
Γιατί βαρέθηκα να υποδέχομαι απαθής τα διαγγέλματα ενός πρωθυπουργού που έχει μονίμως στραμμένη την προσοχή του στις δημοσκοπήσεις και την επικοινωνία.
Γιατί εξεγείρομαι στη σκέψη πως ενώ κάνουμε παγκόσμιο πρωταθλητισμό στις στρα- τιωτικές δαπάνες, το υπερχρεωμένο κράτος μας δεν μπορεί να διασφαλίσει υποδομές αντάξιες ευρωπαϊκής χώρας.
Γιατί ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να είχε ήδη παραιτηθεί από το περασμένο καλοκαίρι και να έχει αντικατασταθεί από άλλον με πρωτοβουλία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όταν αποκαλύφθηκε το τεράστιο σκάνδαλο της παρακολούθησης εκατοντάδων πολιτών σε θέσεις- κλειδιά, ανάμεσά τους αρχηγοί κομμάτων, υπουργοί, ευρωβουλευτές, δημοσιογράφοι, καθηγητές πανεπιστημίου, ανώτατοι αξιωματικοί.
Γιατί με πνίγει το γεγονός, πως ένα σύστημα προπαγάνδας, πυκνό και συντονισμένο, που έχει στη διάθεσή του κάθε επιστημονικό και ψευδο-επιστημονικό εργαλείο, κατάφερε σχεδόν να πείσει την κοινωνία πως την κυβερνούν αποτελεσματικοί τεχνοκράτες, ενώ στην πραγματικότητα οι πελατειακές σχέσεις, ο νεποτισμός και η ανικανότητα αφθονούν.
Γιατί μου είναι απεχθής η κληρονομική μοναρχία, τα τζάκια και οι αριστοκρατίες, όπως και η αλαζονεία που εκπέμπουν. Μερικά από τα μέλη των «πριγκιπικών οικογενειών», μάλιστα, δυσκολεύονται να καταλάβουν πως αποδείχθηκαν ακατάλληλοι γι’ αυτή τη δουλειά και το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να την παρατήσουν διά παντός, μπας και γλιτώσουν τα βάσανα και αυτοί και οι πολίτες.
Γιατί θέλω η Ελλάδα να παραμείνει μια ευρωπαϊκή χώρα, ενώ σήμερα το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα αντιμετωπίζουν σοβαρές απειλές και ο δημοκρατικός έλεγχος από εξειδικευμένους φορείς και ελεύθερα ΜΜΕ έχει καταστεί κενό γράμμα, όπως η ίδια η επιτροπή LIBE του Ευρωκοινοβουλίου επισημαίνει για τη χώρα μας με αυτά ακριβώς τα λόγια.
Γιατί εξεγείρομαι στη σκέψη πως ενώ κάνουμε παγκόσμιο πρωταθλητισμό στις στρατιωτικές δαπάνες, το υπερχρεωμένο κράτος μας δεν μπορεί να διασφαλίσει υποδομές αντάξιες ευρωπαϊκής χώρας.
Γιατί θυμώνω που η κυβέρνηση σκορπάει πακτωλό χρημάτων για δημόσιες σχέσεις και επικοινωνία, αλλά αδυνατεί να παρέχει ένα στοιχειώδες περιβάλλον ποιότητας και ασφάλειας στις σιδηροδρομικές μεταφορές.
Γιατί δεν μ’ αρέσει να υποτιμούν τη νοημοσύνη μου και να με τρελαίνουν στα ψέματα. Τους βαρέθηκα κι αυτούς και τα ψέματά τους.
Γιατί εύχομαι ν’ αλλάξουν τα πράγματα, το συντομότερο.
Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Πρώτη δημοσίευση στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ