Σταθερά στην πρώτη θέση σε ΝΑΤΟϊκές δαπάνες (ως ποσοστό του ΑΕΠ) βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του γγ του ΝΑΤΟ, πάνω και από τις ΗΠΑ.
Η ελληνική κυβέρνηση δαπάνησε το 2022, το 3,54% του ΑΕΠ για πολεμικές δαπάνες και υπερκάλυψε κατά πολύ την νόρμα του 2% του ετήσιου ΑΕΠ που διαθέτουν τα υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ, αναδεικνύοντας την ολοένα και βαθύτερη εμπλοκή της χώρας στους πολεμικούς σχεδιασμούς, την ώρα που ο ανταγωνισμός με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα έχει μπει ξεκάθαρα σε νέα, ακόμα πιο επικίνδυνη φάση.
Τη δεύτερη θέση στη λίστα κατέλαβαν οι ΗΠΑ με 3,46% του ΑΕΠ και ακολούθησαν η Λιθουανία, η Πολωνία, η Βρετανία, η Εσθονία και η Λετονία.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα, εμφανίζεται να δεσμεύει 7,445 δισ. ευρώ το 2022 (κατ’ εκτίμηση) για στρατιωτικές δαπάνες, από 6,764 την προηγούμενη χρονιά και 4,812 το 2020, ενώ ο κάθε Έλληνας πολίτης εμφανίζεται να καταβάλλει 730 δολάρια το 2022 γι’ αυτές τις δαπάνες, από 696 το 2021 και 504 το 2020.
Η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται και στην πρώτη τριάδα του δεύτερου στόχου που έχει θέσει το ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία: Τουλάχιστον το 20% αυτού του 2% του ΑΕΠ να πηγαίνει για μείζονες εξοπλισμούς. Συγκεκριμένα, εμφανίζεται τρίτη στη σχετική λίστα, με 45,3%, με βάση τα κονδύλια που δεσμεύονται για μαχητικά, φρεγάτες, ελικόπτερα κ.λπ.
Η ΝΔ πήρε τη σκυτάλη της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών από τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν, σημειωτέον, προετοιμάστηκε η νέα Συμφωνία για τις βάσεις, αποφασίστηκαν μια σειρά εξοπλισμών, όπως οι αναβαθμίσεις των αεροσκαφών «P3» και «F-16», και παράλληλα υλοποιήθηκε ο πρώτος γύρος Στρατηγικού Διαλόγου μεταξύ Αθήνας – Ουάσιγκτον. Ειδικότερα, το 2015 δαπάνησαν 4,073 δισ. ευρώ, το 2016 4,190, το 2017 4,208 και το 2018 4,560.