Μια σύντομη ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης είναι ο τίτλος του βιβλίου του Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης, Χρήστου Λούκου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη σειρά «Ιστορική Βιβλιοθήκη» (διεύθυνση Βαγγέλης Καραμανωλάκης) των εκδόσεων ΘΕΜΕΛΙΟ, του ιστορικού εκδοτικού οίκου που φέτος γιορτάζει τα 60 χρόνια από την ίδρυσή του.
Στον απόηχο του εορτασμού των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, ο Χρήστος Λούκος έρχεται με μια σύντομη αφήγηση να αναλύσει στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης, που αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Μέσα από 11 συνοπτικά κεφάλαια, ο συγγραφέας δίνει στον αναγνώστη μια σφαιρική εικόνα εκκινώντας από τα μέσα του 18ου αιώνα και φτάνοντας μέχρι και την Καποδιστριακή περίοδο.
Ο Χρ. Λούκος προσεγγίζει το ιστορικό αυτό φαινόμενο με νέους όρους. Χωρίς στερεότυπα που, για εθνικιστικές, πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες, θολώνουν την εικόνα. Χωρίς αναχρονισμούς και ηθελημένες παραποιήσεις των ιστορικών τεκμηρίων. Χωρίς να ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Μια συμπυκνωμένη μορφή απόψεων που διαμορφώθηκαν βασανιστικά, με τον οφειλόμενο σεβασμό και προς το αντικείμενο της έρευνας και προς τον τελικό αποδέκτη της, τον αναγνώστη, σε μια καλαίσθητη έκδοση.
Το βιβλίο απευθύνεται πρωτίστως στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ενώ η έκδοση εμπλουτίζεται με εικόνες και χαρακτικά αλλά και με ένα αναλυτικό Χρονολόγιο, που καλύπτει πολλά γεγονότα που δεν μπορούσαν να ενταχθούν στη σύντομη αφήγηση.
Ακολουθούν δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από σχετικά κεφάλαια του βιβλίου:
Γιατί Επανάσταση και όχι πόλεμος της Ανεξαρτησίας
Για μια νέα και συνολικότερη μελέτη του 1821 είναι βασικό να εκκινήσουμε από μια θεωρητική παραδοχή που θα προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό τις προσεγγίσεις μας. Αν εκλάβουμε το μείζον αυτό γεγονός μόνον ως απελευθερωτικό πόλεμο, όπως θέλει μια ερμηνεία η οποία επιμένει περισσότερο στις συνέχειες ανάμεσα στην προεπαναστατική και μετεπαναστατική Ελλάδα, θα μας διαφύγει ό,τι καινοφανές παρουσίασε η επαναστατική δυναμική, για μικρό διάστημα, έστω ακόμη και στο επίπεδο των προθέσεων. Οι ασυνέχειες, σε μια πρώτη ματιά, φαντάζουν λίγες αν συγκρίνουμε π.χ. την Πελοπόννησο του 1820 μ’ αυτήν του 1835: ισχυροί παράγοντες έχουν την τοπική εξουσία και μέσω των πελατειακών σχέσεων καθοδηγούν τους χωρικούς, οι φόροι ενοικιάζονται στον πλειοδότη και εισπράττονται με τον ίδιο επαχθή τρόπο, το εισόδημα των αγροτών μόλις επαρκεί για την επιβίωσή τους κλπ. κλπ. Ωστόσο, πολλά έχουν αλλάξει. Κατ’ αρχήν στις συνειδήσεις: η καθολική σχεδόν συμμετοχή στον αγώνα έχει μεταβάλει τους πρώην υπηκόους του σουλτάνου σε πολίτες, σε φορείς μιας συλλογικότητας, στη δημιουργία της οποίας ο καθένας διεκδικεί μικρό ή μεγαλύτερο ρόλο. Η επιμονή στη συνταγματική οργάνωση της πολιτείας, είναι μια βαρύνουσα κληρονομιά της Επανάστασης που, καθόρισε, σε μεγάλο βαθμό, πολλές από τις εξελίξεις του 19ου αιώνα. Αλλά και στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο τα πράγματα δεν είναι τα ίδια. Η επαναστατική πράξη, με την ορμή της, αποδέσμευσε δυνάμεις που αν δεν ανέτρεψαν τις υπάρχουσες δομές, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την αμφισβήτησή τους. Σε όλο το διάστημα της Επανάστασης ο «βραχύς χρόνος», όπου και η αυξημένη βαρύτητα των ατομικών πράξεων, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Είναι απαραίτητη η διερεύνηση του καθοριστικού ρόλου των μικρών ομάδων και των μεμονωμένων ατόμων, καθώς και των συγκυριών, στην απόφαση για την έναρξη της επανάστασης ή για την πορεία της, ούτε πρέπει να υποτιμηθεί ο παράγοντας συνωμοτική δράση.
Οι μορφές
Στο ερώτημα πώς ήταν οι μορφές όσων μετείχαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην Επανάσταση και ποιες γυναίκες και ποιοι άντρες θεωρούνταν όμορφες / όμορφοι και το αντίθετο, δεν έχουν ακόμα δοθεί ικανοποιητικές απαντήσεις. Διαθέτουμε αρκετές περιγραφές και σκίτσα αγωνιστών που έκαναν ξένοι κυρίως ζωγράφοι, αλλά χρειαζόμαστε περισσότερες μαρτυρίες των ίδιων των κατοίκων. Ποιο ανάστημα, παρουσιαστικό και χαρακτηριστικά είχε, για παράδειγμα, ο Λιακατάς που αποκαλείται όμορφος από συναγωνιστή του; -«Επληγώθη και ο Γρηγόρης Λιακατά, ο μόνος ωραίος και έχασεν τον οφθαλμόν του από έκρηξιν βόμβας». Η αρχόντισσα της Νάξου που συγκίνησε τον νεαρό Κασομούλη περιγράφεται από τον ίδιο ως εξής: «Τα προσωπικά της χαρακτηριστικά της ήτον όλα εις την θέσιν των∙ η ωραιότητά της ήτον σπάνια και ανδρίκεια, το ανάστημά της μέτριο, εύρωστον <το> σώμα, και αι παρειαί της φυσικά κόκκιναις». Ας προσεχθεί το ανδρείκεια ομορφιά και τα κόκκινα μάγουλα… Τα γυαλιά που φορούσε ο Μαυροκορδάτος ήταν αρνητικό χαρακτηριστικό και ο Καραϊσκάκης έσπευσε να τον αποκαλέσει τεσσερομάτη. Η ένρινη φωνή του Δημήτριου Υψηλάντη ασφαλώς δεν πρόσθετε στα προσόντα του. Οι περισσότεροι άνδρες θα είχαν μέτριο ανάστημα, τουλάχιστον στα μάτια ενός υψηλού φιλέλληνα, του γερμανού επιθεωρητή του στρατού Körring.
Στα διαβατήρια που εκδόθηκαν μέσα στο 1821, διασώζονται περιγραφές, ένα είδος φωτογραφίας, των ατόμων που μετακινούνται. Μια πηγή που δεν την έχουμε αναζητήσει συστηματικά. Σε ένα διαβατήριο που δόθηκε στην Ύδρα στις 10 Δεκεμβρίου του 1821 σημειώνονται για τον Κασομούλη: «Ανάστημα, σωστόν –μαλλιά, καστανά –μέτωπον, ευρύχωρον –οφρύδια, καστανά –ομμάτια, γαλανά –μύτη, σωστή –μουστάκια, καστανά –στόμα, μέτριον –ιδιαίτερα σημεία δεν έχει».