Με απορία και ανάμικτα αισθήματα παρακολουθεί μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης την αιφνίδια μεταστροφή του «κλίματος» στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις.
Του Γιάννη Βαληνάκη*
Στη φιλειρηνική και ευρωπαϊκή χώρα που ζούμε ουδείς εχέφρων επιθυμεί τη στρατιωτική σύγκρουση με την Τουρκία. Αλλά και ουδείς θεωρεί ότι ο πολεμοχαρής γείτονας μετατράπηκε εν μιά νυκτί σε φιλήσυχο Λουξεμβούργο. Γι αυτό και δεν πείθεται από γλυκόλογες τυπικές επιστολές και αδυνατεί να προσλάβει ως αξιόπιστη την απότομη μεταστροφή της γείτονος, η οποία μέχρι τον σεισμό απειλούσε με ιταμότητα ότι «θάρθει μια νύχτα ξαφνικά».
Η κυβέρνηση Ερντογάν εξαναγκάζεται – από τις πιεστικές εσωτερικές ανάγκες της και τις εξελίξεις – σε εσωστρέφεια και (σχετική) εξωτερική μετριοπάθεια. Η προσωρινή κατά τα φαινόμενα μείωση της επιθετικότητάς της ίσως πράγματι διανοίξει ένα «παράθυρο ευκαιρίας». Αλλά με ποιόν στόχο;
Τις τελευταίες εβδομάδες αναμφίβολα σημειώθηκε από πλευράς του «συστήματος Ερντογάν» μια αισθητή μείωση του ενορχηστρωμένου και πολύπλευρου ανθελληνικού παραληρήματος, με το οποίο βομβαρδίστηκαν Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία- ιδίως από το 2020 και μετά. Η τάση μάλιστα της τελευταίας τριετίας ήταν εκθετική με συνέπεια οι περισσότεροι αναλυτές να προβλέπουν για μια σειρά από λόγους ένα εξαιρετικά θερμό 2023. Αναδεικνύοντας το δήθεν ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατ. Αιγαίου σε αιχμή του διπλωματικού της δόρατος, η Άγκυρα δεν επικέντρωσε απλώς πιεστικά σε ένα ήδη υπάρχον θέμα τριβής στις διμερείς σχέσεις. Επιδόθηκε σε μια εξωφρενική προσπάθεια να εξαρτήσει τον σεβασμό της στην ελληνική κυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου, από την τήρηση εκ μέρους μας των δήθεν υποχρεώσεων αποστρατικοποίησής τους. Πραγματοποίησε έτσι ένα γιγαντιαίο επιθετικό άλμα, αμφισβητώντας με τον πιο εύγλωττο και επικίνδυνο τρόπο τα ανατολικά σύνορα της χώρας μας. Όχι απλώς τα υποθαλάσσια (υφαλοκρηπίδα), ή τα θαλάσσια (12 ν.μ., ΑΟΖ κλπ), ή τα εναέρια (12 ν.μ., όρια FIR), αλλά ακόμη και το ίδιο το ελληνικό έδαφος. Για να αποδείξει μάλιστα ότι πράγματι εννοεί την «διεκδίκηση» της αυτή, η πάντα οργανωμένη Άγκυρα φρόντισε να καταθέσει και τη σχετική νομικοφανή «επιχειρηματολογία» της στον ΟΗΕ. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο παρέσυρε τη χώρα μας, εκούσα άκουσα, σε μια νέα, ακόμη πιο επικίνδυνη και οιονεί θεσμική διαπραγμάτευση, μέσω επισήμων δεσμευτικών επιστολών και μάλιστα για ένα «ανύπαρκτο» κατά τα άλλα ζήτημα.
Με όσα έχουν προηγηθεί θα έπρεπε να ήταν αυτονόητο ότι η όποια στροφή της Άγκυρας προς μετριοπαθέστερη ρητορική, ακόμη και αν διαρκέσει, σε καμία περίπτωση δεν συνιστά αλλαγή της στρατηγικής της. Κι ότι μεταξύ άλλων οι υπερβολικοί εναγκαλισμοί διαγράφουν στα μάτια των τρίτων -πάντα πρόθυμων για ίσες αποστάσεις – όσα (όχι αρκούντως συστηματικά) επιτεύχθηκαν με τον παραλληλισμό Ερντογάν με Πούτιν ( ιδιαίτερα μάλιστα από το ελληνοαμερικανικό λόμπυ ). Ο Τούρκος πρόεδρος έχει άμεση ανάγκη τη δυτική (και όχι μόνο) οικονομική βοήθεια προκειμένου να υποσχεθεί πειστικότερα μια ταχεία ανοικοδόμηση των πληγεισών επαρχιών, ώστε να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες επανεκλογής του. Γνωρίζει καλά ότι η βοήθεια αυτή διέρχεται και από μια μετριοπαθέστερη στάση στα εξωτερικά: την έστω σταδιακή αλλαγή στάσης έναντι της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ ώστε να προχωρήσει και το ζήτημα των F-16, τον προσεταιρισμό των άλλοτε αντιπάλων ώστε να εισρεύσει απολύτως αναγκαία οικονομική ενίσχυση ( ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία) ή για να διεισδύσει ο ίδιος στον ενεργειακό πλούτο της Αν. Μεσογείου με οριοθετήσεις και οδεύσεις (Ισραήλ, Αίγυπτος, Λιβύη) σε βάρος του Ελληνισμού. Μέρος της προσπάθειας εξευμενισμού της Δύσης αποτελεί και η (υποκριτική) επίδειξη σχετικής αυτοσυγκράτησης απέναντι στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Συρία.
Θεωρητικά, η Ελλάδα δεν έχει να χάσει από τυχόν πολύμηνη παράταση των φιλοφρονήσεων, ενός ήπιου κλίματος και ενδεχόμενης στροφής της Άγκυρας προς τα προβλήματα της καθημερινότητας αντί για εκτόξευση νεο-0θωμανικών απειλών. Τα «ήρεμα νερά» συμφέρουν εξάλλου και τους ηγέτες των δυο κρατών ενόψει δύσκολων εκλογικών αναμετρήσεων. Ακόμη και η πρόσφατη- και προφανώς ανισοβαρής -αλληλοϋποστήριξη με την Άγκυρα σε διεθνείς οργανισμούς, θα μπορούσε υπό όρους να συζητηθεί. Όμως θα ανέμενε κανείς μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα από μια κυβέρνηση που βίωσε τις εμπειρίες και πολλαπλές κρίσεις των 3,5 τελευταίων ετών, ακόμη κι αν εξακολουθεί να θεωρεί ότι μέσω της οικονομικής συνεργασίας («θετική ατζέντα») θα «εξημερώσει το θηρίο». Ο στρατηγικός στόχος της Τουρκίας παραμένει αναλλοίωτος: να αποδεχθούμε «με το στυλό» όσα αποδεχόμαστε επί του πεδίου (παραβιάσεις, υπερπτήσεις, παράνομες έρευνες και μνημόνια κλπ) και τα οποία συνιστούν προσχώρηση στις απόψεις της, όχι μια ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση win-win. Στο πλαίσιο αυτό αναμφισβήτητες είναι και οι παραινέσεις τρίτων «να τα βρούμε όπως-όπως».
Με βάση τα παραπάνω το ζητούμενο είναι (έστω και δια παν ενδεχόμενο) η Αθήνα να αξιοποιήσει την ευκαιρία της περιόδου αυτής με κερδοφόρες διπλωματικές κινήσεις: αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες και διαβουλευόμενη διακριτικά με κρίσιμους εταίρους και συμμάχους να προετοιμαστεί εντατικά για να αντιμετωπίσει ασφαλέστερα τις δύσκολες προκλήσεις και μεσολαβητικές προσπάθειες τρίτων που κυοφορούνται για μετά τους παράλληλους εκλογικούς κύκλους. Χρειάζεται εξάλλου να εκπεμφθούν αποφασιστικότερα μηνύματα ως προς τη θεματολογία, τους όρους και τους κανόνες ενός αποδεκτού διαλόγου. Το κυριότερο αφορά στην επεξεργασία φιλόδοξων θέσεων, δεδομένης μάλιστα της εθνικής πρωτοτυπίας να μην έχουν ποτέ παρουσιαστεί, έστω και στοιχειωδώς, οι διεκδικήσεις μας ως προς το περίγραμμα των θαλάσσιων ζωνών μας.
Στόχος του αναπάντεχου «παράθυρου ευκαιρίας» που μας προσφέρει ο σεισμός δεν μπορεί να είναι η αβασάνιστη επιστροφή σε διαδικασίες που αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές και ασύμφορες (όπως οι διερευνητικές, οι απροετοίμαστες συναντήσεις κορυφής ή η εκτός τόπου και χρόνου «θετική ατζέντα»). Ούτε μπορούμε ρεαλιστικά να ελπίζουμε ότι θα σύρουμε την Άγκυρα στη Χάγη για το μόνο θέμα που μας ενδιαφέρει. Αντιθέτως στόχο μας θα πρέπει να αποτελεί η αξιοποίηση της συγκεκριμένης συγκυρίας βάσει σεναρίων και συνολικού σχεδίου, για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης μας, με το αυτονόητο σκεπτικό ότι προσώρας οι τουρκικές διεκδικήσεις δεν έχουν μετατοπιστεί ούτε κατά μια ίντσα. Παράλληλη στόχευση θα συνιστά ασφαλώς και η παραπέρα ενίσχυση της γενικότερης αποτρεπτικής μας ισχύος, ιδίως με «έξυπνα» συστήματα και μέτρα άμεσης απόδοσης.
Οι εξελίξεις που θα πυροδοτηθούν από τις κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις των δυο αντιμέτωπων γειτόνων είναι δύσκολα προβλέψιμες και ενδέχεται να οδηγήσουν σε πολύμηνη αστάθεια, ένθεν κακείθεν, με όλους τους κινδύνους που αυτή εγκυμονεί. Εξίσου απρόβλεπτες είναι και οι παρενέργειες που εγκυμονούν από άλλες διεθνοπολιτικές ανακατατάξεις (Ουκρανία, Μ. Ανατολή κλπ). Όμως ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα στη γείτονα ο τουρκικός αναθεωρητισμός πολύ δύσκολα θα εξαφανιστεί. Παράλληλα, η Δύση δεν φαίνεται ικανή να τον αποτρέψει αποτελεσματικά προτιμώντας συνήθως να πιέσει συγκριτικά περισσότερο τη χώρα μας και την Κύπρο για παραχωρήσεις.
Συμπερασματικά, οφείλουμε να αξιοποιήσουμε, διακριτικά και «έξυπνα», το όποιο «παράθυρο ευκαιρίας» διάνοιξαν οι σεισμοί. Αλλά αντί για ρομαντικό εκστασιασμό με οποιονδήποτε διάλογο, ας υιοθετήσουμε πάνω απ’όλα ως γνώμονα, τεκμηριωμένα και διακομματικά, ότι οι συζητήσεις αποκτούν νόημα όταν οδηγούν σε έμπρακτη βελτίωση της θέσης της χώρας και της προσπορίζουν χειροπιαστά κέρδη σε σχέση με την σημερινή κατάστασή της.
*Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών