Τα ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου 1952, ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοινώνει στους Μπελογιάννη, Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση ότι η αίτηση χάριτος που υπέβαλαν απορρίφθηκε. Λίγο αργότερα οδηγούνται στο Γουδί, όπου και εκτελούνται δια τυφεκισμού στις 4:12 π.μ.
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου του 1915 στην Αμαλιάδα. Από μαθητής του Γυμνασίου βρέθηκε στο δημοκρατικό κίνημα. Σπούδασε νομικά, αλλά δεν τέλειωσε τις σπουδές του, διότι αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο με απόφαση της Συγκλήτου για τη δράση του «εναντίον της κοσμογονίας του Κονδύλη».
Έγινε μέλος του ΚΚΕ το 1934. Από τότε, πέρασε από πολλές δοκιμασίες. Φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια στην Ασφάλεια Πατρών, τρομοκρατία στα ιταλικά στρατόπεδα. Στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής ήταν καπετάνιος μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ. Στον εμφύλιο, ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν πολιτικός επίτροπος μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παράλληλα με την καθοδηγητική του δουλειά, έγραψε άρθρα και μελέτες που αφορούσαν στην ελληνική ιστορία και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Περίπου ένα χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Νίκος Μπελογιάννης και 93 ακόμη σύντροφοί του -μεταξύ των οποίων ο δημοσιογράφος Στάθης Δρομάζος, ο Στέργιος Γραμμένος και η Έλλη Ιωαννίδου- συλλαμβάνονται και στις 22 Οκτωβρίου 1951 οδηγούνται σε δίκη. Κατηγορούνται για απόπειρα ανασυγκρότησης του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), το οποίο -βάση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947- θεωρείται παράνομο, προδοτικό και ξενοκίνητο κόμμα, που δρα ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Στις 15 Νοεμβρίου ο πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου Αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος ανακοινώνει την ετυμηγορία, πλαισιωμένος από τους στρατοδίκες Γεώργιο Παπαδόπουλο (τον μετέπειτα δικτάτορα), Ν. Κομιάνο, Γ. Κοράκη, και Θ. Κυριακόπουλο. Ο Νίκος Μπελογιάννης είναι μεταξύ των καταδικασθέντων σε θάνατο. Η απόφαση προκαλεί διεθνή κατακραυγή, ενώ στο εσωτερικό της χώρας το πολιτικό κλίμα φορτίζεται και πάλι επικίνδυνα.
Τρεις μήνες μετά, στις 15 Φεβρουαρίου 1952, η δίκη επαναλαμβάνεται. Δεσπόζουσα μορφή, ο 37χρονος Μπελογιάννης, ο οποίος παρακολουθεί την όλη διαδικασία μ’ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι, άψογα ντυμένος και με περισσή ευπρέπεια και ψυχραιμία. Την 1η Μαρτίου ο πρόεδρος του Στρατοδικείου Σίμος ανακοινώνει την ετυμηγορία… Εις θάνατον καταδικάζονται ο Νίκος Μπελογιάννης και επτά ακόμη κατηγορούμενοι.
Τα ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου, ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοινώνει στους Μπελογιάννη, Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση ότι η αίτηση χάριτος που υπέβαλαν απορρίφθηκε. Λίγο αργότερα οδηγούνται στο Γουδί, όπου και εκτελούνται δια τυφεκισμού στις 4:12 π.μ. Στο άκουσμα των πυροβολισμών, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας κυριολεκτικά καταρρέει. Όλη η κινητοποίηση εντός και εκτός Ελλάδας δεν κατάφερε να αποτρέψει το γεγονός.
Τα άσχημα μαντάτα ταξιδεύουν γρήγορα μέχρι το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στον Αϊ Στράτη, όπου ζει εξόριστος ο Γιάννης Ρίτσος. Την ίδια μέρα θα γράψει το ποίημα Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο:
Σήμερα το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.
Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
“Στερνές στιγμές”, άγνωστο κείμενο του Μπελογιάννη
Ένα άγνωστο κείμενο του αγωνιστή της Αντίστασης και στελέχους του ΚΚΕ, Νίκου Μπελογιάννη που εκτελέστηκε σαν σήμερα μαζί με τους συντρόφους του Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση, έχοντας καταδικαστεί για κατασκοπεία από έκτακτο στρατοδικείο, δημοσιεύει η Εφημερίδα των Συντακτών.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, ο Μπελογιάννης είχε ιδιαίτερη αγάπη στη λογοτεχνία και αμέσως μετά τη σύλληψή του ρίχτηκε με πάθος στην προσπάθεια να συγγράψει μια μελέτη για την ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Από τη μελέτη αυτή κατάφερε να ολοκληρώσει μόνο το δεύτερο κεφάλαιο, το οποίο εκδόθηκε μετά τη δολοφονία του, από τον δικηγόρο του Μηνά Γαλέο με το ψευδώνυμο Μ. Κουλουριώτης.
Ο ίδιος ασκούνταν στη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων, τα οποία δημοσίευε στο φιλολογικό περιοδικό «Χαραυγή», το οποίο απευθυνόταν στους νέους και άρχισε να κυκλοφορεί το 1932 στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αμαλιάδα.
Η Εφημερίδα των Συντακτών, επιλέγει ένα από αυτά το οποίο περιγράφει με ιδιαίτερη ευαισθησία και ανθρωπισμό τις τελευταίες στιγμές ενός μάλλον φυματικού νέου – φαινόμενο σύνηθες εκείνη την εποχή, καθώς η φυματίωση, το χτικιό όπως το έλεγε ο λαός, «θέριζε» στην Ελλάδα.
«Στερνές στιγμές
Γκουχ… γκουχ… Ο βήχας του ξερός, απαίσιος, αντηχούσε κάπως παράξενα μέσ’ στο μελαγχολικό δωμάτιο.
Γκουχ, γκουχ, έβηχε ο άρρωστος νιος ξαπλωμένος στο φτωχικό του κρεβάτι. Θλιμμένος κι’ αδύνατος σα σκελετός, έμοιαζε με φάντασμα, που μόλις βγήκε απ’ τον τάφο του.
Ερημος, απόκληρος, αφού θαλασσοδάρθηκε στα πέλαγα του πόνου, ηύρε λιμάνι απάνεμο το δωματιάκι εκείνο. Κι ήρθε να σβήσει ’κει μέσα, αφού πρώτα έκλεισε για πάντα το βιβλίο της ζήσης του, που μέσ’ στις σελίδες του φάνταζαν παντού με κεφαλαία μαύρα γράμματα, η δυστυχία κι’ η λύπη και ο πόνος.
Και σήμερα να! αιστάνεται σιγά-σιγά την ύπαρξή του να φεύγει, να γλιστράει ασυναίστητα από μέσα του, νοιώθει πως πλησιάζει το μοιραίο…
Πώς θέλει όμως ο φτωχός νιος να χαρεί τις τελευταίες του στιγμές… Δεν είναι μήπως άνθρωπος κι’ αυτός; Αλήθεια, πώς το ποθεί..! Μα πώς; με ποιον τρόπο;…
Σε μια στιγμή τ’ άτονο βλέμμα του πέφτει στην κιθάρα, που κρεμόταν αντίκρυ του. Σηκώθηκε με κόπο, την πήρε στα χέρια του, κι’ άρχισε να παίζει… Κι’ έπαιζε τ’ αγαπημένο του το δικό του τραγούδι».