Το “a gentleman never tells” (“Ένας κύριος δεν αποκαλύπτει”) υπήρξε κάποτε κώδικας τιμής για όλους εκείνους που σέβονταν τον εαυτό τους και τους άλλους.
Ηταν η λακωνικά οριστική και αμετάκλητη απάντηση σε όσους από την αντροπαρέα ζητούσαν αποκαλύψεις και κουτσομπολιά για παλιές, σύντομες ή μακροχρόνιες σχέσεις, για ανομολόγητα φλερτ, για μυστικούς ή φανερούς έρωτες.
Ήταν το πέρασμα από τη νεανική ηλικία του “κοκορεύομαι” στην ώριμη συνθήκη του “δεν σκορπάω τα προσωπικά μου άγια στα σκυλιά και τα διαμάντια μου στα γουρούνια”. Ηταν η οφειλόμενη τιμή και ο σεβασμός στην απούσα, στην παρελθούσα σύντροφο ή ερωμένη και η συνείδηση πως εκείνες ήσαν ανθρώπινα πλάσματα και όχι τρόπαια από ένα ερωτικό σαφάρι.
“Ένας κύριος δεν αποκαλύπτει” όταν μεγαλώνει εν σοφία. Με αυτοσεβασμό και αυτοεκτίμηση ολοκληρώνοντας κύκλους ζωής κρατώντας τους θησαυρούς των συναντήσεων τους με την “Αλλη” ή τον “Αλλον” στο προσωπικό του θησαυροφυλάκιο.
Κάθε τι άλλο συνιστά κακοποίηση δίχως να έχει καμία απολύτως σημασία εάν η “Αλλη” ή ο “Αλλος” απουσιάζουν ή έχουν φύγει από τη ζωή.
Για να το πούμε κι όσο πιο ξεκάθαρα και ωμά γίνεται: το να βγαίνεις δημόσια στο κοινό ή ακόμη και σε μία μικρή παρέα και να “αποκαλύπτεις” μετά από χρόνια με ποια ή ποιον έχεις συνευρεθεί ερωτικά, ποιανής ή ποιανού το σώμα έχεις αγγίξει, συνιστά ακραία χυδαιότητα. Τόσο ακραία που τίποτα δεν μπορεί να τη δικαιολογήσει. Ούτε ακόμη κι αν λόγω ηλικίας έχει φυράνει το μυαλό κι έχεις ξεκουτιάνει. Ολοι λίγο-πολύ θα ξεκουτιάνουμε με το πέρασμα των χρόνων καθώς τα εγκεφαλικά κύτταρα καίγονται, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι θα μεταμορφωθούμε σε χυδαία γερόντια. Ούτε ότι θα γίνουμε τηλεοπτικά νούμερα αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες πραγματικές ή φανταστικές από το ερωτικό μας παρελθόν.
Οχι, δεν είναι οφείλεται στα γηρατειά αυτό το χυδαίο outing. Στον χυδαίο χαρακτήρα οφείλεται. Αλλά και σε κάτι άλλο πιο βαθύ που έχει να κάνει με την ελληνική κοινωνία: στην έλλειψη αντίβαρων που θα θα μπορούσαν να επιβάλουν ένα “βγάλε το σκασμό, επιτέλους! Ξεπεράστηκες! Εφυγες! Εληξες!”.
Σε μία γερασμένη, δημογραφικά, κοινωνία είναι (;) “φυσικό” να κυριαρχούν γερασμένοι κήνσορες και θεράποντες, γερασμένα σελέμπριτις και ανθυποσελέμπριτις που απευθύνονται σε ένα γερασμένο κοινό. Γεμίσαμε “θείους” που λένε γλυκανάλατα “σόκιν” ανέκδοτα για να γελάνε άλλοι “θείοι” και “θείες” ενώ οι νεότεροι θα ξερνούσαν από τα μάτια… Δυστυχώς όμως οι νεότεροι δεν μένουν πια εδώ. Τους διώξαμε ή τους γεράσαμε πριν την ώρα τους. Κι όσοι επιβιώνουν ακόμη σε αυτό το εχθρικό γι αυτούς περιβάλλον δεν θα καθίσουν ποτέ μπροστά σε μία τηλεόραση να ακούσουν έναν γκα-γκα να διηγείται με λεπτομέρειες τι έκανε πριν 50-60 χρόνια σε ένα κορίτσι που της έκανε ιδιαίτερα και έναν άλλο τελειωμένο για το πως έπιασε το στήθος ή το μπούτι μία παλαιάς σταρ.
Ας το αποδεχτούμε κι ας το χωνέψουμε, -αν χωνεύεται-, ότι η ελληνική κοινωνία είναι μία γερασμένη κοινωνία που εχθρεύεται τους νέους, μία βαθιά συντηρητική κοινωνία που εχθρεύεται τον καθαρό αέρα και την καθαρή σκέψη και που “επιβιώνει” πνευματικά με το σωληνάκι από τον τηλεοπτικό “ορό” που έχει μπει στη φλέβα της από τις δεκαετίες του ’80 και του ΄90 με τα ίδια και τα ίδια τηλεοπτικά πρόσωπα με τις ίδιες και τις ίδιες life-style συνταγές.
Αυτή η γερασμένη κοινωνία δεν μπορεί παρά να είναι μία κακοποιητική κοινωνία. Μία κοινωνία που δεν σέβεται τις γυναίκες, δεν σέβεται τους ξένους, δεν σέβεται τα παιδιά. Και το αποδεικνύει σχεδόν καθημερινά ακόμη και το αστυνομικό δελτίο με τους υπεράνω πάσης υποψίας παιδοβιαστές και γυναικοκτόνους.
Το “a gentleman never tells” έχει ξεπεραστεί και ως πρακτική και ως ιδέα μέσα στον πολτό στον οποίο ζούμε όπως και κάθε άλλος κώδικας συμπεριφοράς. Ο καθένας νομίζει ότι έχει το δικαίωμα να λέει ό,τι θέλει, όποτε το θελήσει, όπου θελήσει. Οτι μπορεί να βρίσει, να “αποκαλύψει”, να κακοποιήσει όποιον και όποια γουστάρει. Κι αυτό ισχύει τόσο στην τηλεόραση όσο και στα υπόλοιπα ΜΜΕ αλλά ακόμη και στο κοινοβούλιο και στα κόμματα και βέβαια στα Κοινωνικά Δίκτυα και ιδιαίτερα στο Facebook που εδώ και καιρό έχει μετατραπεί σε ένα ψηφιακό ΚΑΠΗ ημιπαράφρονων γερόντων.
Λύση; Σε εποχές βαθιάς παρακμής δεν υπάρχουν λύσεις. Υπάρχει η προσδοκία μίας ολοκληρωτικής κατάρρευσης έτσι ώστε να μπορέσει να εμφανιστεί και να ανθίσει μία νέα εποχή με νέους ανθρώπους, ιδέες και συμπεριφορές. Κι αυτό μάλλον θα αργήσει να συμβεί. Η νύχτα είναι βαθιά ακόμη…