Η πολιτική αξιοπιστία του διευθύνοντος συστήματος της χώρας έχει τρωθεί σοβαρότατα σε μια κοινωνία που βράζει.
Γρηγόρης Ρουμπάνης
Το τέλος του σημερινού πολιτικού status γράφει τις τελευταίες αράδες του ως μη παραγωγικό. Είναι προδιαγεγραμμένο και δεν ανατρέπεται. Μένει να δούμε αν αποδειχθεί και μη αναπαραγωγικό.
Σχεδόν ένα μήνα πριν έρθει η ώρα που θα μιλήσει η κάλπη, δεν υπάρχει φαβορί. Στο εκλογικό σώμα επικρατούν τρία στοιχεία: η δυσπιστία, η σιωπή και η απόρριψη. Τα δημοσκοπικά ποσοστά του πρώτου κόμματος παραμένουν χαμηλά, την ώρα που σταθεροποιημένα δείχνουν τα ποσοστά και του δεύτερου, χωρίς κάποιο τρίτο-όπως το 2012-να εμφανίζεται ως σφήνα διατάραξης της κυριαρχίας των δυο μονομάχων, ενώ ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης αποφεύγει να εκφράζεται.
Σ’ αυτό το σκηνικό κυριαρχεί στην ηγεσία της ΝΔ η αγωνία της αυτοδυναμίας, καθώς μοιάζει εγκλωβισμένη σε έναν ανέφικτο στόχο. Από τους πλέον σοβαρούς αναλυτές των μετρήσεων ο Δημήτρης Μαύρος ξεκαθάρισε στην τελευταία εμφάνισή του στην ΕΡΤ, ότι στον σημερινό πολυκομματικό χάρτη με τόσες εκ των μικρότερων δυνάμεων να διεκδικούν βασίμως την είσοδό τους στη Βουλή, μόνο ένα ποσοστό γύρω στο 40% μπορεί να δώσει αυτοδυναμία. Όπερ άτοπον.
Τον Ιούλιο του 2019 η ΝΔ συγκέντρωσε το 39,85%, με 2.251.618 ψήφους. Δεύτερος ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ με 31,53%, ή 470.561 λιγότερες ψήφους (1.781.057). Αυτό σημαίνει ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης υπολογίζοντας μόνο τη φυσιολογική φθορά που καταγράφεται σε κάθε κυβερνών κόμμα, πρέπει να περιμένει πτώση γύρω στο 4%. Για να μείνουμε μόνο στη ΝΔ, όταν ο Κώστας Καραμανλής το 2007 ανανέωσε τη θητεία του, είχε απωλέσει 3,49 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τις εκλογές του 2004.
Τον Κυρ. Μητσοτάκη όμως βαραίνουν και άλλες υποθέσεις, όπως έχουμε ξαναγράψει: η διαχείριση του δεύτερου και τρίτου κύματος της πανδημίας (με την Ελλάδα να ανεβαίνει στη κορυφή των θανάτων στην Ευρώπη), η υπόθεση των υποκλοπών σε βάρος δημοσιογράφων, πολιτικών αντιπάλων και της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας, η άσχημη κατάσταση στο χώρο της δημόσιας υγείας, η τραγική αποκάλυψη της κατάστασης στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας με το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη, η εκτίναξη του δημοσίου χρέους στα 400 δισ. και το πρωτοφανές κύμα ακρίβειας που σαρώνει την ελληνική κοινωνία. Σ’ όλα αυτά ήρθε να προστεθεί η παραίτηση του αρεοπαγίτη Χρ. Τζανερίκου συνοδευόμενη από καταγγελίες για παρεμβάσεις στο έργο του από κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Είναι λογικό αυτό το βάρος να φορτώνει με την αγωνία προσμονής ενός ποσοστού που θα κρατήσει τον σημερινό αρχηγό της ΝΔ στη θέση του ή ποιο θα είναι αυτό που θα του χρεωθεί ως αποτυχία και θα ανοίξει τη διαδικασία της επώδυνης (για τον ίδιο) αλλαγής της ηγεσίας.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μην καταγράφει δημοσκοπικά κέρδη, όμως παρουσιάζεται μια σταθερότητα. Είναι από τις φορές που η θέση του δεύτερου μοιάζει πλεονεκτικότερη από αυτήν του πρώτου. Ο Αλέξης Τσίπρας, που κι αυτός βεβαίως επιδιώκει την πρωτιά, δεν στοχεύει αυτοδυναμία ούτε απειλεί με δεύτερες κάλπες μέχρι να την πετύχει. Αναζητεί τη σύνθεση και δείχνει άνεση να εκδηλώνει πρωτοβουλίες τέτοιες που θα εξασφαλίζουν το σχηματισμό κυβέρνησης και φυσιολογικά θα φθείρουν τον αντίπαλό του.
Με την κατάσταση έτσι διαμορφωμένη, δεν είναι καθόλου τυχαίο, που η αδιευκρίνιστη, κατά τις δημοσκοπήσεις, ψήφος μπορεί να μην επιστρέψει (τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της) στη ΝΔ και να μεταφραστεί σε τιμωρητική είτε με ενίσχυση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είτε των μικρότερων κομμάτων. Τιμωρητική χαρακτηρίζεται από τους πολιτικούς αναλυτές και η αποχή, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει πάρει στην Ελλάδα ανησυχητικές διαστάσεις και εν πολλοίς «βγάζει κυβέρνηση». Το ποσοστό συμμετοχής το 2004 με την επικράτηση του Κ. Καραμανλή είχε καταγραφεί στο 76,50%, το 2007 έπεσε ελαφρώς στο 74,15% και το 2009 με νικητή τον Γ. Παπανδρέου είχε πέσει στο 70,95%. Από εκεί κι έπειτα ήρθε η αντίδραση της κοινωνίας στα σκληρά μέτρα των μνημονίων: τον Μάιο του 2012 η συμμετοχή γλίστρησε πια στο 65,10% (νικητής ο Αντ. Σαμαράς με 18,85%), τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου υποχώρησε κι άλλο στο 62,47% (επικράτησε εκ νέου ο Αντ. Σαμαράς με 29,66%), ανέβηκε στο 63,87% τον Ιανουάριο του 2015 (Αλ. Τσίπρας νικητής με 36,34), έκανε βουτιά στο 56,57% τον Σεπτέμβριο του 2015 (Αλ. Τσίπρας με 35,46%) κι ανέβηκε μόλις στο 57,78% τον Ιούλιο του 2019 με την επικράτηση του Κυρ. Μητσοτάκη (39,85%).
Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική αξιοπιστία του διευθύνοντος συστήματος της χώρας έχει τρωθεί σοβαρότατα σε μια κοινωνία που βράζει. Μοιάζει όλο και περισσότερο με παγωτό που λιώνει εκτεθειμένο στον καλοκαιρινό καύσωνα. Και λύσεις τύπου «Παπαδήμου» δεν διορθώνουν τα πράγματα. Τα επιδεινώνουν έτι περισσότερο. Η πολιτική αναδιάταξη μοιάζει αναγκαία. Οι μετεκλογικές εξελίξεις σίγουρα θα δείξουν σε ποιο βαθμό είναι εφικτή και προς πια κατεύθυνση, σε μια περίοδο μάλιστα που οι οικονομικές ανισότητες βαθαίνουν όλο και πιο πολύ.
Πρώτη δημοσίευση στη naftemporiki.gr