Σε διαβουλεύσεις επί των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης εξακολουθούν να βρίσκονται οι εταίροι της ΕΕ, με τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά από τη μία και του ευρωπαϊκού Νότου από την άλλη να βρίσκονται σε διάσταση.
«Αυτή τη στιγμή, οι προδιαγεγραμμένοι τρόποι μείωσης του χρέους και οι επαπειλούμενες ποινές για τους παραβάτες είναι τόσο σκληροί, που δεν μπορούν καν να εφαρμοστούν», εκτιμά η Süddeutsche Zeitung. «Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη πρέπει τώρα να επενδύσει επειγόντως στο μέλλον της: στον οικολογικό μετασχηματισμό, την ψηφιοποίηση, την άμυνα και όσοι αντιτίθενται στις προτάσεις της Επιτροπής, προτάσσοντας δεσμευτικούς στόχους εξοικονόμησης, το αντιλαμβάνονται επίσης. Καθώς φαίνεται ο αγώνας για τη διαμόρφωση νέων κανόνων για το χρέος είναι πιθανό να τραβήξει μέχρι το τέλος της τρέχουσας ευρωπαϊκής νομοθετικής περιόδου, σε έναν χρόνο».
Για τη στάση της Γερμανίας και του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος επιμένει στη δημοσιονομική πειθαρχία, η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) σχολιάζει πως «κατά ειρωνικό τρόπο, η Γερμανία δεν δείχνει να ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου, παρ’ ότι με τη δική της επιμονή είχε θεσπιστεί το Σύμφωνο στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. […] Και η αδιαφορία της εξηγείται εύκολα.
Από τη στιγμή που η τότε ομοσπονδιακή κυβέρνηση (σ.σ. δηλαδή η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ) παραβίασε αρχικά το Σύμφωνο χωρίς δισταγμό και στη συνέχεια προώθησε με θράσος στην αποδυνάμωσή του το 2005, οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ εξαφανίστηκαν από την καθημερινή πραγματικότητα της Γερμανίας. Κατά την κρίση χρέους του ευρώ έγινε φανερό ότι το χαλαρό κανονιστικό πλαίσιο του Συμφώνου ευνοούσε τη μαζική δημιουργία χρέους στην ΕΕ. Αλλά, σύμφωνα με τη γερμανική ανάγνωση, υπεύθηνα για τα υψηλά χρέη ήταν πάντοτε τα νότια κράτη της ΕΕ. Αντιθέτως, μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μεταρρύθμιση δείχνουν οι ίδιες εκείνες χώρες που εξακολουθούν να αισθάνονται ότι διαπομπεύονται, τουλάχιστον τυπικά, από τον δημοσιονομικό έλεγχο της ΕΕ και θα ήθελαν, ει δυνατόν, να εξαλείψουν εντελώς το Σύμφωνο».
Όμως, πρωτίστως λανθασμένη είναι η διαχείριση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επισημαίνει η FAZ: «Είναι επίσης ειρωνικό το γεγονός ότι η Επιτροπή προσαρμόζει τις προτάσεις της στους αντίστοιχους αποδέκτες. Σε όσους θέλουν να το ακούσουν, διακηρύσσει το “οριστικό τέλος της λιτότητας”. […] Στους Γερμανούς επικριτές, από την άλλη πλευρά, λέει ότι όλοι γνωρίζουν ότι το Σύμφωνο δεν απέτρεψε την τεράστια αύξηση του χρέους στο παρελθόν. Καμία από τις δύο θέσεις δεν είναι λάθος, αλλά αμφότερες είναι παντελώς ακατάλληλες ως αιτιολόγηση για τις προτάσεις. […] Και το να παραπονιέται η Επιτροπή για τη δυσλειτουργία του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου είναι γελοίο, καθώς ο κύριος υπαίτιος για αυτή τη συνθήκη είναι η ίδια: Το Σύμφωνο αποτελούσε κάποτε ένα ισχυρό εργαλείο, που της επέτρεπε να ελέγχει αποτελεσματικά τις δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών».
«Σε μία ένωση με ενιαία νομισματική πολιτική, αλλά αμετάβλητη εθνική δημοσιονομική πολιτική», συνεχίζει η FAZ, «έπρεπε να διασφαλίσει ότι οι εθνικές πολιτικές αναπτύσσονται με υγιή και στοιχειωδώς ισότιμο τρόπο και, αν χρειαστεί, να επιβάλει κυρώσεις. Η Επιτροπή απώλεσε μέσα από τα χέρια της αυτή την ευκαιρία […] Ιστορικές δεν είναι οι προτάσεις της Κομισιόν γιατί, αν μη τι άλλο, το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι νεκρό από το 2005. Τώρα θάβεται ακόμη πιο βαθιά, προς ικανοποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ορισμένων κρατών-μελών. Παράλληλα, μπαίνει και οριστικώς ταφόπλακα στις ψευδαισθήσεις που έτρεφαν εκείνοι που εισήγαγαν το Σύμφωνο: Πως η δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών θα μπορούσε να περιφρουρείται από γενικώς ισχύοντες κανόνες της Ε.Ε.».