Για ένα μεγάλο διάστημα, η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, έμοιαζε να οδεύει προς μια σχετικά άνετη δεύτερη θητεία. Που θύμιζε, λίγο πολύ, περίπατο. Στο διάστημα αυτό ο Μητσοτάκης είχε μια καλή διεθνή παρουσία, φάνταζε «πρωθυπουργικός», και ο βασικός ανταγωνιστής του, ΣΥΡΙΖΑ, βρισκόταν σε αφασία. Ο, για ένα διάστημα, ιδιαίτερα χαρισματικός Αλέξης Τσίπρας είχε απωλέσει την όποια λάμψη του.
Ενώ το κόμμα του, μέσα από τη δίνη κρίσεων, είχε ανάγκη από άμεση και τολμηρή μεταμόρφωση. Το σκηνικό πάντως εφόσον η κυβέρνηση ήταν στοιχειωδώς απολεσματική, έμοιαζε, αμετακίνητο. Πολύ περισσότερο μάλιστα, καθώς διέθετε προκλητικά συντριπτική στήριξη από τα ΜΜΕ. Η εικόνα αυτή δεν έμοιαζε εύκολο να κλυδωνισθεί. Με δυο λόγια, για να μεταβληθούν τα δεδομένα αυτά, χρειάζονταν κάποιο ισχυρό κυβερνητικό ταρακούνημα. Και ταυτόχρονα να συνέλθει ο Τσίπρας, ώστε να γίνει υγιώς ανταγωνιστική η αξιωματική αντιπολίτευση.
Άρα θα έπρεπε να γίνουν πολλά, και μάλιστα σωρευτικά, για να ανακοπεί ο κυβερνητικός «περίπατος», ο οποίος παρέπεμπε σε κάποια μορφή καθεστωτισμού, που δημιουργούσε βαθιές ρίζες στο πολιτικό σκηνικό. Είτε διότι, αρχικά τουλάχιστον, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του είχαν μια θετική ή περίπου θετική εικόνα, είτε διότι, στη χειρότερη περίπτωση, παρέμεναν το μικρότερο κακό. Αρχικά, η κυριαρχία του Μητσοτάκη και της ΝΔ, φάνταζε ακλόνητη.
Ειδικά ο πρωθυπουργός, με τη διεθνή παρουσία του και τη γνώση τριών ξένων γλωσσών έμοιαζε κυρίαρχος. Το διαβόητο «επιτελικό κράτος», θεωρείτο ένα στιβαρό συντονιστικό όργανο. Ενώ, παράλληλα, δεν υπήρχε αξιόπιστη και με κύρος αντιπολίτευση. Σταδιακά όμως, αν και η εικόνα Μητσοτάκη άντεχε ακόμη, η κυβερνητική εικόνα θόλωνε διαρκώς στο πεδίο διαχείρισης της καθημερινότητας και στο ήθος της εξουσίας. Μέχρι να φθάσουμε στις ρωγμές στην εικόνα του πρωθυπουργού και στο έντονο ταρακούνημα των Τεμπών. Έτσι, ο διαφαινόμενος κυβερνητικός «περίπατος» άρχισε να… παραπατάει!
Ας παρακολουθήσουμε όμως τώρα, πολύ συνοπτικά, τη διαδρομή των δύο μεγαλύτερων κομμάτων και των ηγεσιών τους, για να φωτίσουμε την τωρινή συγκυρία. Αυτή πλέον, κυρίως λόγω του βαθύτερου ραγίσματος της κυβερνητικής εικόνα μετατράπηκε από άνετος περίπατος, σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Καθώς μάλιστα, ο Αλέξης Τσίπρας άρχισε επίσης να ανακαλύπτει τμήμα της πιο χαρισματικής του εικόνας, βελτιώνοντας κάπως και την εικόνα του κόμματός του.
Ένα νέο κρίσιμο δεδομένο, όπως δείχνουν τα στοιχεία των ελάχιστων αξιόπιστων δημοσκοπήσεων, καθώς μεσολάβησαν τα Τέμπη, έδειξε πως η ευνοϊκή εικόνα του πρωθυπουργού, η οποία λειτουργούσε ως ασπίδα του κόμματός του, είχε υποστεί πλέον σημαντικές ρωγμές. Έτσι φθάσαμε στο «νέο τοπίο». Αυτά μας δείχνουν άλλωστε οι ελάχιστες αξιόπιστες δημοσκοπήσεις. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους. Για να προχωρήσουμε, εφοδιασμένοι με στοιχεία, στο σήμερα και στις προοπτικές που αυτό χαράζει.
Καταρχάς, η ΝΔ επικράτησε κατά κράτος το 2019, όχι διότι προκαλούσε ενθουσιασμό, αλλά διότι είχε ενισχυθεί μια έντονη αρνητική ψήφος τιμωρίας του ΣΥΡΙΖΑ, για όσα είχαν προηγηθεί. Και ιδίως, το λαϊκίστικο και ανόητο δημοψήφισμα, συν βεβαίως τον αναπόφευκτο (και ορθό) ταπεινωτικό συμβιβασμό με τους Ευρωπαίους δανειστές.
Ο Μητσοτάκης, εκλογικά, δεν συγκινούσε. Όμως, προκαλούσε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Από εκεί και πέρα, για ένα πρώτο διάστημα ως πρωθυπουργός, έγινε απόλυτος κυρίαρχος του μετεκλογικού τοπίου. Φάνταζε ως στιβαρό αντίβαρο, σε όσα αρνητικά είχαν προηγηθεί. Η κυριαρχία Μητσοτάκη ενισχύθηκε επίσης από έναν Τσίπρα σε κατάσταση σκοτοδίνης. Αυτό φάνηκε από το ότι προκήρυξε, φορτισμένος, το βράδυ της ήττας του στις Ευρωεκλογές, εθνικές εκλογές στη χειρότερη δυνατή στιγμή. Ενώ μετά την ήττα παρέλυσε για μακρύ διάστημα, ως θεατής. Αντί να αλλάξει συθέμελα το κόμμα του. Που απελπισμένα χρειάζονταν ένα νέο ξεκίνημα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για μακρύ διάστημα, έμεινε χωρίς αντίπαλο. Άρχισε να χτίζει μια συγκροτημένη πρωθυπουργική εικόνα. Με έντονη διεθνή παρουσία. Τούτη ήταν η καλύτερη φάση του. Όμως, η όποια αυτοπεποίθηση που εξέπεμπε έκρυβε μια ωρολογιακή βόμβα: Κλιμακούμενη αλαζονεία, αυταρέσκεια και, εντέλει, ακρισία. Αυτή θα πλήρωνε στην πορεία. Τα αρνητικά σημάδια ξεπήδησαν γρήγορα. Το λεγόμενο «επιτελικό κράτος», που υποτίθεται πως θα συντόνιζε την κυβέρνηση, ξεστράτησε. Με ακραίο τρόπο.
Ο ανιψιός του πρωθυπουργού που το διοικούσε είχε ικανότητες και ευφυΐα. Δεν είχε όμως κανένα μέτρο. Πρωταγωνίστησε στις σαρωτικές υποκλοπές. Το γιατί ο Μητσοτάκης αυτοχρίσθηκε επικεφαλής της ΕΥΠ παραμένει ακατανόητο. Το κύμα των προκλητικών υποκλοπών, αμαύρωσε τη χώρα. Ήσαν ασυγχώρητες. Ανέδειξαν και μια σκοτεινή πλευρά του πρωθυπουργού. Και την ακρισία, που συνοδεύει κάθε αλαζονεία.
Γενικότερα, όλη η κυβερνητική παράταξη, πίστευε στην απόλυτη κυριαρχία της, από το κράτος έως τους θεσμούς. Φαινόμενα διαφθοράς, ξεπήδησαν. Η αίσθηση παντοδυναμίας της κυβέρνησης ενισχύονταν από τα προκλητικά φιλικά ΜΜΕ και τις αντίστοιχες δημοσκοπήσεις.
Παρόμοια φαινόμενα, ήσαν καινοφανή. Όμως δεν συγκράτησαν τη σταδιακή φθορά της κυβέρνησης και δεν απέτρεψαν ένα φιάσκο ανασχηματισμού. Παράλληλα, η σκληρή καθημερινότητα έπληττε τις πιο ευάλωτες ομάδες, αλλά και σημαντικό τμήμα της μεσαίας τάξης. Επίσης ο Αλέξης Τσίπρας ξαναβρήκε τμήμα των επικοινωνιακών ικανοτήτων του, ιδίως όταν χαμήλωσε τους τόνους του. Η MRB, η πιο αξιόπιστη δημοσκοπική εταιρεία, με ιστορία δεκαετιών και κύρος, τον Δεκέμβριο κατέγραψε τριγμούς στο εκλογικό σκηνικό: η ΝΔ, που υπερείχε με 7,2% του ΣΥΡΙΖΑ, υποχώρησε σε μια διαφορά της τάξης του 5,9%. Επρόκειτο για ένα σήμα κινδύνου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, που συσσώρευε κόπωση, φθορά αλλά και αλαζονεία. Την ίδια ώρα, καθυστερημένα βέβαια, ο Τσίπρας επιχειρούσε όντως να ξαναχτίσει μια νέα ηγετική εικόνα. Ενώ, λίγο αργότερα, ήρθε το σοκ στα Τέμπη.
Το σοκ αυτό ταρακούνησε μια ήδη βαθιά ρυτιδιασμένη κυβέρνηση. Το σαθρό υπόβαθρο του κράτους, ξεπέρασε κάθε απαισιόδοξη άποψη γι’ αυτό. Ταυτόχρονα ράγισε βαθιά μια κυβερνητική εικόνα, που αποκαλύφθηκε στην έσχατη γύμνια της. Με τον αρμόδιο υπουργό να είναι ο απόλυτος καθρέπτης της. Την ίδια ώρα, υπέστη ένα σοβαρότατο τραύμα η πρωθυπουργική εικόνα με την ενστικτώδη και προκλητική μεταφορά των ευθυνών στον μηχανοδηγό. Ενώ από εκεί και πέρα, η πρωθυπουργική επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης, φώτιζε, απουσία ενσυναίσθησης, ακόμα περισσότερο όταν επιχειρούσε να την υπογραμμίσει. Επρόκειτο για τη χειρότερη στιγμή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι φιλικές δημοσκοπήσεις έκαναν ό,τι «μπορούσαν» για να απαλύνουν τη φθορά.
Η όλη εικόνα όμως καταγράφηκε από την MRB. Καταρχάς η οργή εκτινάχθηκε από το 41,7% στο 63,4%. Ο Μητσοτάκης, ως «καταλληλότερος πρωθυπουργός» από το 38,8% έπεσε στο 33,8%. Η διαφορά στο δείκτη αυτό από τον Τσίπρα μειώθηκε στο 4,5%. Το πιο σοβαρό όμως μήνυμα από την MRB καταγράφηκε στην ερώτηση που αφορούσε την ενόχληση των ψηφοφόρων από μια τυχόν νίκη στις εκλογές, ή της ΝΔ, ή του ΣΥΡΙΖΑ: Το 39% θα ενοχλείτο αν κέρδιζε η ΝΔ, και το 31,7% αν επικρατούσε ο ΣΥΡΙΖΑ!
Από μόνα τους τα ποσοστά αυτά μας δείχνουνε ένα «νέο σκηνικό» και μια τραυματισμένη κυβέρνηση, συν τον πρωθυπουργό της. Πάντως, η πραγμάτωση του «περίπατου» της κυβέρνησης αποτελεί πλέον φαντασίωση. Παράλληλα, η πρωτοκαθεδρία της ΝΔ, που κάποτε φάνταζε απόλυτα ασφαλής, κινδυνεύει αν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που τον εγκατέλειψαν το 2019, σε κάποιο βαθμό, θα επιστρέψουν σε αυτόν. Ενώ, εάν στην ψηφοφορία της απλής αναλογικής, η ΝΔ κερδίσει με μια οριακή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, τούτο θα δώσει αέρα στα πανιά, όχι στην ίδια, αλλά στον βασικό ανταγωνιστή της. Καθιστώντας ντέρμπι τον δεύτερο γύρο της μάχης.
Συνοπτικά, η πραγματικότητα που αντικρίζουμε είναι ξεκάθαρη: Ξεκινώντας την πρωθυπουργική του θητεία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε στοιχεία στιβαρότητας. Με τραυματισμένο, πολιτικά, τον ανταγωνιστή του, έμοιαζε να εξασφαλίζει άνετα μια δεύτερη θητεία. Όμως η μεγάλη εικόνα, θόλωνε όλο και περισσότερο. Πρώτα στην κυβέρνηση και μετά στον ίδιο τον πρωθυπουργό. Όπου εκκολάφθηκαν σοβαρές τοξικότητες. Ο παράλυτος ΣΥΡΙΖΑ, άρχιζε να συνέρχεται, διότι ο Τσίπρας άρχισε να προσπαθεί να αλλάξει το κόμμα του και δείχνει πιο συγκροτημένος και μετριοπαθής.
Τώρα όλα «παίζονται». Έστω κι αν η ΝΔ προηγείται οριακά. Άρα υπάρχει πλέον ένα όντως «νέο τοπίο». Τούτο όμως, σε καμιά περίπτωση, δεν σημαίνει ότι το πολιτικό προσωπικό ξεπερνά τη μετριότητα. Βεβαίως, με δεδομένες τις διαχρονικές παθογένειες του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού προσωπικού, αν η χώρα κατακτούσε μια αξιοπρεπή μετριότητα, αυτό θα αποτελούσε θρίαμβο!
Ο Γιάννης Λούλης, διδάκτωρ του Καίμπριτζ, είναι επικοινωνιολόγος και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Με πιο πρόσφατο το Η τοξική εποχή μας (Καστανιώτης, 2022).
Πρώτη δημοσίευση Ieidiseis.gr